Με λένε Νικόλα Πετσίτη, αλλά πλέον οι περισσότεροι με ξέρουν ως Eddie Dark.
Σπούδαζα γραφιστική και βαριόμουν αφόρητα τη σχολή. Αποφασίζω να την παρατήσω. Μην έχοντας πια την δικαιολογία ότι είμαι φοιτητής, η μάνα μου, χαρακτηρίζοντας με «ρεμάλι», «παράσιτο» και «τεμπελχανά», με πιέζει να κάνω κάτι. Μου δημιουργείται η ανάγκη να βρω μια δουλειά για να απαλύνω τις ενοχές μου.
Η μόνη δουλειά που μπορούσα να βρω εκείνη την περίοδο, ως ένας 20χρονος χωρίς καμία δεξιότητα και εμπειρία, ήταν λάντζα. Είναι μια πολύ απαιτητική και κουραστική δουλειά, αλλά τουλάχιστον δουλεύω σε ένα μαγαζί που παίζει την μουσική που μου αρέσει. Πράγμα πολύ βασικό για εμένα.
Η ζωή κυλούσε κάπως έτσι: Ξυπνούσα αργά το μεσημέρι, άκουγα μουσική, που και που ζωγράφιζα κόμικς. Το βράδυ πήγαινα για δουλειά και όσο έπλενα ποτήρια, άκουγα την ίδια μουσική που άκουγα και στο σπίτι. Μια καθημερινότητα εξαιρετικά επαναλαμβανομένη.
Δεν έβλεπα καμία προοπτική για ένα καλύτερο μέλλον. Οι μέρες απλώς περνούσαν και εγώ έμενα στάσιμος. Το μόνο πράγμα που έδινε λίγο φως στην ζωή μου ήταν ΕΚΕΙΝΗ.
Αυτή η κοπέλα ήταν σαν χαρακτήρας από νουάρ ταινία του ‘40. Είχε μια μπάσα φωνή που έκανε ό,τι έλεγε να ακούγεται απίστευτα όμορφο, πράγμα το οποίο δεν το είχε ανάγκη γιατί ούτως ή άλλως ό,τι και να έλεγε ήταν απίστευτα όμορφο. Ήταν από τους πιο έξυπνους ανθρώπους που είχα γνωρίσει, με μια αύρα αυτοπεποίθησης που γοήτευε τους πάντες.
Μπορεί να μην ήμασταν ακριβώς αυτό που έλεγε ο κόσμος «μαζί», λόγω της απόστασης που μας χώριζε, αλλά ήμασταν σίγουρα ερωτευμένοι. ΕΚΕΙΝΗ σπούδαζε μακριά από την Αθήνα, σε κάποιο νησί. Οι συναντήσεις μας ήταν πυκνές το καλοκαίρι, αλλά πιο περιστασιακές το χειμώνα.
Κάθε μέρα που ξυπνούσα, έβλεπα ένα μήνυμα στο κινητό μου από ΕΚΕΙΝΗ και κάθε βράδυ μιλούσαμε στο τηλέφωνο με τις ώρες. Όταν ερχόταν Αθήνα, γυρνούσαμε σε όλα τα μπαρ, πίναμε μέχρι το πρωί, μέχρι να μας διώξουν και όποτε πήγαινα στην πόλη της, κλειδωνόμασταν στο διαμέρισμα της, όπου πάλι θα πίναμε μέχρι το πρωί, αλλά δεν θα μας έδιωχνε κανείς.
Ένα βράδυ του Ιουνίου, στο κλείσιμο της βάρδιας μου, ένας μπάρμαν έρχεται στην κουζίνα και μου λέει «είναι μια κοπέλα εδώ και ζητάει τον Νικολάκη». Αν και εμένα με λένε Νικόλα, υπέθεσα ότι σε εμένα αναφερόταν. Βγαίνω έξω και ήτανε ΕΚΕΙΝΗ. Μόλις είχε φτάσει με το καράβι και αντί να πάει σπίτι της, είχε έρθει να με βρει.
Σκεφτόμαστε σε πιο cool αφτεράδικο μπορούμε να πάμε και ΕΚΕΙΝΗ έχει την καταπληκτική ιδέα να σπάσουμε το κλισέ που παραλίγο να γίνουμε και να περπατήσουμε προς το Σύνταγμα, ώστε να απολαύσουμε το αθηναϊκό ξημέρωμα από τον πρώτο όροφο του McDonald's.
Αναμεσά σε παραγγελίες μεθυσμένων, την τσιριχτή φωνή μιας ταμία η οποία φώναζε εκνευρισμένη «το νούμερο 98, παρακαλώ» και το μουσικό χαλί που αποτελείται από ξεχασμένες pop επιτυχίες του 2000, ο έρωτας της ζωής μου με ρωτάει τι σχέδια έχω για το μέλλον μου. Νιώθοντας τον φόβο ότι θα την απογοητεύσω με την απάντησή μου, ήπια μονορούφι το milkshake που είχα παραγγείλει.
Αφού τέλειωσα την τελευταία γουλιά, με κοίταξε στα μάτια και με ξαναρώτησε. «Τι σχέδια έχεις για το μέλλον;». Αυτή τη φορά απάντησα. «Τα κλασικά, μάλλον θα εκδώσω κανένα κόμικ, ίσως βγω από την λάντζα και γίνω μπάρμαν».
Της είπα ότι είμαι σε φάση που το ψάχνω. Έχω μια ρουτίνα και αυτό με βοηθά κάπως να σκεφτώ. Της είπα διαφορά πράγματα που είχα αρχίσει να κάνω. Αυτό που της κέντρισε το ενδιαφέρον ήταν όταν της είπα ότι ένας φίλος μου έχει ξεχάσει ένα synth στο σπίτι μου και έχω αρχίζει να παίζω λίγο με αυτό. Έτσι, ως καταπληκτικός συνομιλητής είπα να εστιάσω σε αυτό. Της είπα ότι άρχισα να γραφώ κάτι μελωδίες, κάποιους στίχους, τίποτα το ιδιαίτερο. Με διέκοψε και μου ζήτησε να πάμε σπίτι μου για να το ακούσει.
Φτάνοντας στο σπίτι μου ανοίγουμε πολύ προσεκτικά την πόρτα για να μην ξυπνήσει η μανά μου και περνάμε στο δωμάτιο. Της δίνω ένα ζευγάρι ακουστικά και της βάζω τα κομμάτια που είχα γράψει.
Συνεχώς τη διέκοπτα, ώστε να της αναφέρω ότι είναι πρώιμες ιδέες και δοκιμές, μέχρι που μου είπε να σκάσω και έβαλε το κομμάτι από την αρχή.
Τελειώνει το κομμάτι και περιμένω την ετυμηγορία. Το μόνο που μου λέει είναι «παράτα τα κόμικς, παραιτήσου από τη λάντζα και γράψε μουσική».
Μετά από εκείνη την κουβέντα, τα κόμικς έγιναν synth, η λάντζα μια σκοτεινή ανάμνηση και το «απλώς τραβιόμαστε» έγινε «είμαστε απλώς ερωτευμένοι».
Υποστήριζε ότι το ταλέντο μου ήταν στο να γράφω μίζερα πράγματα και της φαινόταν αστείο γιατί ήμουν μες στην τρελή χαρά.
Μια μέρα, όσο είναι σπίτι μου, την κοιτάω και ξαφνικά γεννιέται μια μελωδία στο κεφάλι μου. Τρέχω στο synth και την ηχογραφώ. Την ακούει και μου λέει «το βρήκες, αυτό είναι».
Αποφασίζω ότι αυτό είναι το πρώτο κομμάτι που θα ανεβάσω. Γραφώ και ξαναγραφώ τους στίχους, δοκιμάζω διαφορετικούς ήχους και προσπαθώ να σκεφτώ μια ιδέα για videoclip.
Το κομμάτι είναι έτοιμο, γυρίζω το clip με τον κολλητό μου και περιμένω υπομονετικά μέχρι το τέλος του καλοκαιριού, όπου και θα ανέβει στο ίντερνετ.
Εκείνη, όμως, δεν είναι καθόλου ανυπόμονη γιατί ξέρει ότι πρέπει να γυρίσει στην πόλη της, κάτι που μου είχε διαφύγει τελείως από το μυαλό. Πράγμα λογικό γιατί το τελευταίο μήνα έδινα σημασία μόνο στη μουσική.
Ήμουν τόσο απορροφημένος που το συνειδητοποίησα πραγματικά δυο μέρες πριν φύγει.
Ήμασταν πολύ στενοχωρημένοι γιατί είχαμε έρθει πραγματικά κοντά. Ήμασταν πιο ερωτευμένοι από ποτέ.
Πρώτη φορά η απόσταση θα ήταν τόσο επίπονη.
Είπαμε να το προσπαθήσουμε.
Αφού έφυγε, πρόσεξα ότι τα τηλεφωνήματα μας κρατούσαν πολύ λιγότερο. Είτε ήταν εκείνη απασχολημένη είτε εγώ δεν έβλεπα την ώρα να κλείσω το τηλέφωνο και να γράψω μουσική.
Δεν με ανησυχούσε αυτή η κατάσταση, ερωτευμένοι ήμασταν, 5-6 χλιαρά τηλεφωνήματα δεν σημαίναν κάτι. Όμως, ένα ιδιαίτερα ψυχρό τηλεφώνημα μια μέρα πριν ανεβάσω το κομμάτι, σήμαινε τα πάντα.
Ήθελε να χωρίσουμε.
Φυσιολογική σκέψη, έβγαζε νόημα, η απόσταση πληγώνει τους ερωτευμένους. Συμφώνησα και έδειξα κατανόηση, δεν ήθελα να είναι στεναχωρημένη. Εξάλλου, η ζωή συνεχίζεται.
Εντάξει, ήθελα να πεθάνω. Ήθελα να με πατήσει αμάξι.
Τι θα έκανα τώρα; Γιατί να ανεβάσω καν το κομμάτι; Τι νόημα έχει; Ποιος θα το ακούσει;
Τελικά, το ακούει όλος ο κόσμος. Σε μια μέρα κάνει 5.000 προβολές.
Εγώ όχι. Πέφτω σε κατάθλιψη. Θυμήθηκα την μέρα που το έγραφα. Θυμήθηκα ΕΚΕΙΝΗ.
Μια εβδομάδα μετά και το κομμάτι συνεχίζει να ανεβαίνει. Σίγουρα θα το είχε προσέξει, σίγουρα θα της είχε δημιουργήσει συναισθήματα, σίγουρα θα ήθελε να τα ξαναβρούμε.
Την παίρνω τηλέφωνο και της λέω ότι το κομμάτι πάει πάρα πολύ καλά. Επικρατεί σιωπή και ακολουθεί η λέξη «μπράβο, χαίρομαι για εσένα».
Ήταν το πιο ψυχρό «μπράβο» που είχα ακούσει ποτέ.
Κατάλαβα ότι προσπαθούσε να βγει από τη ζωή μου. Κατάλαβα ότι ήμουν μόνος.
Οι επόμενες μέρες ήταν τρομακτικές. Νομίζω εκείνη την εβδομάδα κοιμήθηκα συνολικά 5 ώρες. Την ημέρα την πέρναγα σε σπίτια φίλων και το βράδυ σε διάφορα μπαρ. Ο σκοπός ήταν αποφύγω την μοναξιά, πράγμα που δεν κατάφερνα
με τίποτα.
Σκεφτόμουν ότι πλέον είχε γίνει ξεκάθαρο ότι τα τηλεφωνήματα και τα μηνύματα δεν ήταν ευπρόσδεκτα. Ο μόνος τρόπος επικοινωνίας - που δεν με έκανε να νιώθω ενοχλητικός - ήταν να στείλω γράμματα.
Για κάποιον λόγο, πάντα το να στέλνεις γράμμα σε κάποιον μου φαινόταν ανώτερος τρόπος επικοινωνίας, γιατί πρέπει να το κάνεις να φαίνεται όμορφο και αφού το στείλεις το τι θα του συμβεί δεν είναι πια στον έλεγχό σου. Μπορεί να χαθεί, μπορεί να φτάσει, αλλά ο δέκτης να μην το λάβει ποτέ, ή μπορεί ακόμα να το παραλάβει, αλλά να μην το ανοίξει ποτέ. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, είναι το τέλειο μέσο επικοινωνίας για έναν δειλό.
Είχα τόσα πράγματα να της πω που έτρεξα σπίτι μην και ξεχάσω κάτι. Έπρεπε να τα γράψω όλα.
Αρχίζω να γραφώ το γράμμα, βγαίνει πολλές σελίδες, νιώθω ότι είναι φλύαρο και εγώ ως άτομο που αποφεύγει να μιλάει πολύ, το τσαλακώνω και το πετάω στα σκουπίδια.
Πρέπει να βρω κάτι καλύτερο. Ανοίγω το synth και αρχίζω να γραφώ. Κατάφερα να πω ό,τι έπρεπε μέσα σε 2 λεπτά και 44 δευτερόλεπτα.
Λίγο αργότερα δέχομαι ένα μήνυμα στο κινητό. Ένα μαγαζί θέλει να κάνω το πρώτο μου live. Ενθουσιάζομαι.
Το ανακοινώνω στα social και γίνεται χαμός. Ο κόσμος ενδιαφέρεται, δεν γίνεται, θα ενδιαφερθεί και εκείνη. Περιμένω να με πάρει τηλέφωνο και να μου πει συγχαρητήρια. Πράγμα που δεν κάνει ποτέ.
Φτάνει η μέρα του live. Το μαγαζί είναι γεμάτο. Όλοι περιμένουν. Ένας από τους διοργανωτές παίρνει το μικρόφωνο και λέει: «Κατευθείαν από τις κατακόμβες της Αθήνας, ο Eddie Dark». Επικρατεί σιωπή.
Είμαι ντυμένος στα μαύρα, με άσπρή μπογιά στο πρόσωπο. Κάθομαι μπροστά από το μικρόφωνο και φτύνω ψεύτικο αίμα στο κοινό. Μοιάζω με βαμπίρ.
Ξεκινάω να τραγουδάω. Όλο το μαγαζί χορεύει. Αυτό μου δίνει αυτοπεποίθηση. Νιώθω καλά, μέχρι που μέσα στο κοινό βλέπω ΕΚΕΙΝΗ.
Με πιάνει άγχος, μπερδεύω τους στίχους, αλλά καταφέρνω να συγκρατηθώ αρκετά, ώστε να συνεχίσω. Ανυπομονώ να φτάσω στο τέλος του show. Το τελευταίο κομμάτι
είναι για ΕΚΕΙΝΗ. Είναι όλα αυτά που θέλω να της πω.
Όσο το τραγουδάω, αρχίζω να βουρκώνω. Τουλάχιστον δεν είμαι ο μόνος. Το ίδιο κάνει και ΕΚΕΙΝΗ. Τη βλέπω να βγαίνει έξω. Κρίμα, δεν άκουσε τους τελευταίους στίχους του τραγουδιού. Ενδεχομένως, το γράμμα να ήταν καλύτερη ιδέα.
Είναι απέναντι από το μαγαζί και καπνίζει ένα τσιγάρο. Κρατώντας ένα μπουκαλάκι με ψεύτικο αίμα την πλησιάζω. Βλέπω στα χεριά της κρατάει ένα φάκελο. Τη ρωτάω μήπως χρειάζεται λίγο ψεύτικο αίμα. Χαμογελώντας το παίρνει και μου δίνει το φάκελο. Τον ανοίγω.
Όχι μόνο ήξερε για το live, όχι μόνο έκανε τόσα χιλιόμετρα για να έρθει να με δει, αλλά είχε κάτσει και είχε ζωγραφίσει μια ψεύτικη αφίσα για το live, στην οποία ήταν το πορτρέτο μου με το τίτλο «EddieDark, ποιο είναι το αγόρι πίσω από την μάσκα;». Εκεί που είμαι έτοιμος να της πω «το δικό σου αγόρι», ευτυχώς με διακόπτει πίνοντας μια γουλιά από το ψεύτικο αίμα και λέγοντας μου πως είναι πεντανόστιμο. Είχε γεύση σοκολάτα.
Το κλίμα ήταν αρκετά ελαφρύ, αλλά γρηγορά βάρυνε. Ήταν η πρώτη μας συνάντηση μετά το χωρισμό. Δεν μπορούσαμε να αποφύγουμε αυτό το θέμα. Της λέω ότι όλα πάνε τέλεια, αλλά εγώ είμαι δυστυχισμένος. Δεν έχει νόημα, αν δεν μπορώ να τα μοιραστώ μαζί της. Πριν προλάβει να απαντήσει, της λέω να πάμε μέσα να χορέψουμε. Κατάλαβα ότι δεν ήμουν προετοιμασμένος για την απάντηση.
Όσο χορεύουμε, πλησιάζουμε όλο και πιο κοντά. Μέχρι που πάω να τη φιλήσω. Απέφυγε το φιλί. Σταμάτησε να χορεύει. Σταμάτησα και εγώ. Μάλλον δεν κατάλαβα τίποτα.
Όλο το υπόλοιπο βράδυ περπατάγαμε στην Αθήνα, καθώς μου εξηγούσε τους λογούς που δεν μπορούσαμε να είμαστε μαζί. Κανένας από αυτούς δεν μου φάνηκε πειστικός. Εκτός από τον τελευταίο. Ήταν ερωτευμένη με άλλον. Στους δυο, τρίτος δεν χωρά… Οπότε, της ζήτησα να τον χωρίσει. Γέλασε και μου είπε ότι αυτό το πράγμα δεν γίνεται.
Μου λέει ότι είναι αργά, έχει πάει 5 και πρέπει να γυρίσει σπίτι. Μπαίνει σε ένα ταξί και φεύγει. Γυρνάω πίσω στο μαγαζί. Είναι άδειο. Όλοι, όσοι ήρθαν για εμένα, έχουν φύγει. Κάνεις δεν υπάρχει για να με παρηγορήσει.
Πρέπει να σταματήσω να τη σκέφτομαι. Πρέπει να σταματήσω να σκέφτομαι.
Οι επόμενοι μήνες είναι λιγάκι θολοί. Ξαφνικά, μου έρχονται συνέχεια προτάσεις για συναυλίες και όλο και σε μεγαλύτερα μαγαζιά. Παίζω μαζί με κάποια από τα αγαπημένα μου συγκροτήματα. Γίνομαι φίλος με κάποια από τα αγαπημένα μου συγκροτήματα.
Αρχίζω και βγάζω λεφτά από αυτό. Φεύγω από το σπίτι της μάνας μου και πιάνω επιτέλους σπίτι. Ένα σπίτι που δεν με βλέπει ποτέ γιατί είμαι όλη τη μέρα έξω. Τις καθημερινές σε μπαρ και τα σαββατοκύριακα σε πάρτι.
Γνωρίζω πολύ cool κόσμο και αυτός ο κόσμος με γνωρίζει σε ακόμα πιο cool κόσμο. Αλλάζω το στυλ μου, αρχίζω και περπατάω με αέρα, οι ανασφάλειες μου εξαφανίζονται.
Και αλλά πάρτι και άλλες συναυλίες. Βγάζω το πρώτο μου άλμπουμ. Βγαίνει σε κασέτα γίνεται sold-out.
Πηγαίνω και σε άλλα πάρτι, κάνω συναυλίες, παίζω το κομμάτι που έγραψα για εμάς, από κάτω ζευγάρια φιλιούνται. Εγώ δεν θέλω να φιλήσω κανέναν, θέλω να τους βρίσω. Βρίζω το κοινό. Νομίζουν ότι είναι μέρος του act.
Ποσό θα ήθελα κάποιος να μου πετάξει μια μπύρα στο κεφάλι και να τελειώσουν όλα, αλλά κανείς δεν το κάνει, απλά χειροκροτάνε.
Μου λένε όλοι πόσο συγκινητικά τραγούδια γραφώ. Όλοι το βλέπουν. Εκείνη γιατί δεν μπορεί να το δει; Ξέρει τι κάνω, ενδιαφέρεται καθόλου, με σκέφτεται που και που. Με έχει ξεχάσει τελείως, τόσο αδιάφορος είμαι.
Ένα βράδυ γυρνάω σπίτι και κοιτιέμαι στον καθρέφτη. Δεν με αναγνωρίζω. Δεν βλέπω τον Νικολά, βλέπω μόνο τον Eddie. Έχω αδυνατήσει, είμαι χλωμός, οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια μου έχουν χρώμα βυσσινί. Σε λίγο δεν θα χρειάζεται καν να βάφομαι.
Αλλά το πιο τρομακτικό δεν είναι η όψη μου, αλλά κάτι που μπορώ να δω μόνο εγώ. Κάτι βαθιά μέσα μου. Κάτι έχει αλλάξει. Έχω χάσει το χιούμορ μου.
Το μόνο που με έκανε να γελάσω, ήταν όταν με κάλεσαν για το πρώτο μου live εκτός Αθήνας. Ήταν στην πόλη της. Ποιος είμαι εγώ που θα πάω ενάντια στην μοίρα μου; Εννοείται και συμφωνώ. Είμαι σίγουρος. Τίποτα δεν θα πάει στραβά. Πώς να πάει στραβά; Απλά θα πάω εκεί πέρα. Θα ανεβώ στη σκηνή. Θα πω τα τραγούδια μου. Θα κάνω την παράσταση μου. Όλοι θα πάθουν σοκ. Όλοι θα της πουν «πώς μπόρεσες να
χωρίσεις έναν τύπο σαν και αυτόν;». Αυτή θα καταλάβει επιτέλους το τεράστιο της
λάθος και θα έρθει να το διορθώσει.
Με την βαλίτσα μου, το ψεύτικο αίμα και τις απολυτά λογικές προσδοκίες μου, ανέβηκα στο καράβι ψύχραιμος χαλαρός και ωραίος.
Ποτέ ξανά η θάλασσα δεν ήταν τόσο μαύρη. Ποτέ ξανά δεν είχα νιώσει τόσο άβολα ταξιδεύοντας με καράβι. Δεν ήταν τα κύματα που μου προκαλούσαν ναυτία, ήταν το ίδιο το ταξίδι. Αυτό το ταξίδι που κάποτε μου προκαλούσε χαρά και ανυπομονησία, τώρα απλώς με γέμιζε φόβο.
Φτάνοντας στο λιμάνι, δεν περίμενα να τη δω να με περιμένει. Άλλωστε, ποτέ δεν με περίμενε, συνήθως έπαιρνα ταξί. Τουλάχιστον, σε αυτήν τη συνθήκη, είχαν στείλει
κάποιον να με πάρει.
Αυτή η πόλη πάντα με γοήτευε, πάντα μου άρεσε να περπατάω στους δρόμους της, κάτι που δεν έκανα αυτήν τη φορά. Επέλεξα να κλειδωθώ στο δωμάτιο με δυο πακέτα τσιγάρα, δύο μπουκάλια περιπτερόκρασο και ένα τζάμπο πακέτο ζελεδάκια, ελπίζοντας ότι ο συνδυασμός θα με σκοτώσει πριν χρειαστεί να πάω για soundcheck. Κάπου ανάμεσα στην αρχή του δεύτερου κρασιού και στο τέλος του πρώτου πακέτου, κάποιος χτύπησε την πόρτα.
Ήταν ένας από τους διοργανωτές που ήθελε να με ρωτήσει, αν είμαι έτοιμος να πάω προς το venue. Όταν με αντίκρισε, φάνηκε σοκαρισμένος. Με ρώτησε αν είμαι καλά και αν χρειάζομαι κάτι. Δεν χρειαζόμουν κάτι. Ένιωθα ολοκληρωμένος.
Ενώ περπατάγαμε προς το venue, άρχιζε να μου μιλά για το πόσο σέβεται το
πόσο στα σοβαρά παίρνω την τέχνη μου και ότι πρώτη φορά βλέπει την εφαρμογή της μεθόδου Στανισλάφσκι από κοντά. Ακούστηκε σαν κομπλιμέντο - αν και δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτήν τη μέθοδο - οπότε είπα «ευχαριστώ».
Το soundcheck κύλισε ομαλά. Σε μισή ώρα ξεκινούσε το live. Βάφομαι και περιμένω έξω από το κτίριο. Έχει έρθει. Τη βλέπω να πλησιάζει, κατευθύνεται προς το μέρος μου. Ένιωσα το χαρακτηριστικό σφίξιμο στο λαιμό λίγο πριν αρχίσεις να βουρκώνεις και σε μια καταπληκτική στιγμή αυτοάμυνας έβαλα τα μαύρα μου γυαλιά ώστε να προστατευτώ. Δεν θυμάμαι ακριβώς τι είπαμε, αλλά θυμάμαι να με εκνευρίζει η ψυχραιμία της. Έβγαλα τα γυαλιά ηλίου μου μόνο και μόνο για να δει το εκνευρισμένο μου βλέμμα και να της πω ότι πρέπει να παίξω μουσική γιατί υπάρχουν κάποιοί άνθρωποι που νοιάζονται για εμένα σε αυτήν την πόλη. Μπορεί να ήμουν λιγάκι drama queen, αλλά ήμουν πληγωμένος οκ.
Ανέβηκα στη σκηνή με τον αέρα χιλίων καρδιναλίων. Ο κόσμος ήταν εκεί άλλωστε για να ακούσει εμένα. Δεν περίμεναν βέβαια μετά το δεύτερο κομμάτι να με δουν να βάζω τα κλάματα, αλλά με είδαν και χειροκρότησαν πιστεύοντας ακόμα για μια φορά ότι είναι μέρος του act.
Ακόμα δεν ξέρω πως με κάνει να νιώθω αυτό.
Αφού τελείωσα, ο κιθαρίστας του επόμενου συγκροτήματος ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε ότι ήμουν καταπληκτικός και ότι αυτό που περνάω είναι πανέμορφο, να το χρησιμοποιήσω όσο καλύτερα μπορώ. Με ρώτησε αν ξέρω γιατί πάμε λουλούδια στα νεκροταφεία. Δεν κατάλαβα που κολλάει η ερώτηση, αλλά τουλάχιστον βρέθηκε ένας άνθρωπος που κατάλαβε ότι πραγματικά πονάω. Αυτός
ανέβηκε στη σκηνή και εγώ πήγα να βρω ΕΚΕΙΝΗ. Εκτονώθηκα με το live, επιτέλους χαλάρωσα.
Πλέον μπορούσα να περάσω καλά μαζί της, εξάλλου αυτό ήταν το μόνο που ήθελα. Την βρήκα έξω να καπνίζει. Συνήθως κάπνιζε στριφτά, αλλά αυτήν τη φορά είχε εργοστασιακά. Εργοστασιακά κάπνιζε, μόνο όταν ήταν αγχωμένη.
Πρέπει να προσέχεις αυτά τα πράγματα. Αυτές οι μικρές νίκες, αυτές
σου δίνουν την δύναμη να συνεχίσεις.
Είπαμε τα νέα μας, γελάσαμε πολύ, ένιωσα οικειότητα μετά από πολύ καιρό. Ένιωθα ότι επιτέλους βρισκόμουν στο σωστό σημείο. Της είπα να πάμε για ένα ποτό. Μου είπε ότι έχει κανονίσει. Δυστυχώς, κατάλαβα από το ύφος της ότι δεν θα έβγαινε με παρέα.
Αυτές τις μεγάλες Ήττες, αυτές πρέπει να αγνοείς. Μόνο έτσι μπορείς να διατηρήσεις τη δύναμη για να συνεχίσεις.
Την επόμενη μέρα της στέλνω ένα μήνυμα. Τη ρωτάω, αν θέλει να βρεθούμε. Της λέω ότι θα φύγω απόψε και ότι δεν έχω τι να κάνω μέχρι τότε.
Δεν περίμενα να απαντήσει, αλλά απάντησε δύο ώρες μετά. Δύο ώρες γεμάτες ενοχές και αυτομαστίγωμα για εμένα.
Βρεθήκαμε σπίτι της, ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα σαν επισκέπτης. Θυμάμαι να της βάζω μουσική από χαμένα ελληνικά συγκροτήματα που είχα ανακαλύψει. Θυμάμαι τον ενθουσιασμό της, όσο μου έδειχνε το βιβλίο με το κατεστραμμένο εξώφυλλο που διάβαζε εκείνη την περίοδο. Θυμάμαι να μιλάμε για κόμιξ, για ταινίες και για χίλια δυο άλλα. Θυμάμαι πως είναι να είμαστε μαζί. Ξέχασα για λίγο ότι δεν είμαστε μαζί.
Είχε αρχίσει να νυχτώνει και έπρεπε να προλάβω το πλοίο.
Μέσα στο πλοίο είχα αρκετό χρόνο να σκεφτώ. Πώς γίνεται να περνάμε τόσο καλά μαζί και να μην είμαστε μαζί; Έπρεπε επιτέλους να καταλάβω ότι αυτή είχε το πρόβλημα, όχι εγώ.
Σκέφτηκα τα λόγια του κιθαρίστα, ότι είναι πανέμορφο αυτό που ζω και ότι πρέπει να το χρησιμοποιήσω. Όχι, δεν γίνεται να προχωράει με την ζωή της και εγώ να μένω πίσω, μα καλά δεν έχω καθόλου αυτοσεβασμό; Πού πήγε ο εγωισμός μου; Ήταν καιρός να προχωρήσω. Και πώς αποφάσισα να το κάνω αυτό; Γράφοντας τραγούδια για το χωρισμό. Το δικό μου χωρισμό! Εκείνη με χώρισε!
Το ταξίδι ήταν μεγάλο και οι σκέψεις μου πολλές και επίπονες, η συνταγή της επιτυχίας.
Φτάνοντας στο λιμάνι, παρατήρησα ότι η Αθηνά ήταν ένα απέραντο μουντό γκρι. Ένα χρώμα που θα με ακολουθούσε για τους υπόλοιπους μήνες.
Προσπαθούσα να μην νιώθω πολύ έντονα πράγματα και να είμαι συγκεντρωμένος. Είχα πέσει με τα μούτρα στη δουλειά.
Έκανα live, έδινα συνεντεύξεις, γύριζα video clip. Είχα καταφέρει να γράφω τραγούδια για εκείνη χωρίς να τη σκέφτομαι. Δεν έπρεπε να τη σκέφτομαι. Απαγορεύεται, πρέπει να προχωρήσω, θέλω δεν θέλω.
Αρέσω σε μια κοπέλα, μάλλον μου αρέσει και εμένα. Είμαστε μαζί, είμαστε καλά, τουλάχιστον υπάρχει ηρεμία. Κοιμάμαι καλά, τρώω καλά, ξυπνάω καλά. Όλα είναι καλά. Πολύ καλά. Πάρα πολύ καλά.
Ένα απόγευμα στον καναπέ, όσο λέω στην κοπέλα μου ότι θέλω να αρχίσω γυμναστήριο, μου έρχεται ένα μήνυμα στο κινητό. Μια αξιοσέβαστη δισκογραφική ενδιαφέρεται να κυκλοφορήσει τη μουσική μου σε βινύλιο. Με ρωτάνε, αν έχω τίποτα έτοιμο.
Φυσικά και έχω έτοιμα τραγούδια. Τα τραγούδια που έχω γράψει για ΕΚΕΙΝΗ.
Λάτρευε τα βινύλια, είχε μια καταπληκτική συλλογή. Όποτε πήγαινα να βάλω ένα δίσκο στο πικάπ της, με κοίταζε γεμάτη άγχος και μου ζήταγε να είμαι προσεκτικός.
Στα μάτια της ήταν λες και κρατούσα το ποιο σημαντικό πράγμα πάνω στη Γη. Της αρέσαν τα βινύλια, αγαπούσε τα βινύλια. Και τώρα είχα την ευκαιρία να βγάλω ένα βινύλιο αφιερωμένο σε ΕΚΕΙΝΗ. Αυτό ήταν το εισιτήριο. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην συγκινηθεί. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην με ξαναερωτευτεί. Ποιος άλλος θα έκανε κάτι τέτοιο για εκείνη; Κανείς.
Έπρεπε να το γιορτάσω.
Η κοπέλα μου με ρώτησε τι μου συμβαίνει. Δεν είχα χρόνο να της εξηγήσω, είχα πιο σημαντικά πράγματα να κάνω. Εξάλλου, δεν θα καταλάβαινε. Λίγες μέρες μετά, χωρίσαμε. ΟΗ, η ζωή συνεχίζεται.
Εκείνο το βράδυ, βγήκα να γιορτάσω την επιτυχία μου.
Ήπια πολύ, χόρεψα πολύ, ένιωσα πολλά. Κάποια στιγμή, μου ήρθε στο μυαλό η ερώτηση του κιθαρίστα. «Γιατί πάμε λουλούδια στα νεκροταφεία;». Ακόμα δεν ήξερα
την απάντηση, αλλά ήξερα πως θα λεγόταν ο δίσκος. «ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ».
Μέχρι να βγει το βινύλιο, ήμουν από πάρτι σε πάρτι, από συναυλία σε συναυλία, από μπαρ σε μπαρ. Γενναίες δόσεις αλκοόλ μου έδιναν ενέργεια. Η αναμονή ήταν μεγάλη. Ανυπομονούσα να κυκλοφορήσει το βινύλιο. Για την ακρίβεια ανυπομονούσα για τη στιγμή που θα το έπιανε στα χέρια της. Θα αφαιρούσε τη ζελατίνα, θα ακουμπούσε το βινύλιο προσεκτικά πάνω στο πικάπ της, θα τοποθετούσε τη βελόνα πάνω του με ακρίβεια νευροχειρουργού, θα άκουγε όλα αυτά τα συγκινητικά κομμάτια που μπόρεσα να γράψω για εκείνη. Θα καταλάβαινε πόσο πολύ την αγαπάω και έτσι θα καταλάβαινε και εκείνη πόσο πολύ με αγαπάει. Θα με έπαιρνε τηλέφωνο… Όχι όχι, θα ερχόταν Αθήνα. Θα μου χτύπαγε την πόρτα και θα μου έλεγε «πώς γίνεται να ήμουν τόσο τυφλή;».
Τη μέρα της κυκλοφορίας πολλά καράβια ήρθαν, αλλά από κανένα δεν κατέβηκε ΕΚΕΙΝΗ.
Γιατί ήρθε με αεροπλάνο. Ποιος θα το φανταζότανε; Τα είχα καταφέρει. Απλώς έπρεπε να γράψω ένα δίσκο για ΕΚΕΙΝΗ και να τον βγάλω σε βινύλιο. Ήταν τόσο απλό. Τελικά ισχύει αυτό που λένε: «όταν θέλεις κάτι πάρα πολύ, το σύμπαν θα συνωμοτήσει υπέρ σου». Δεν πρέπει να το βάζεις κάτω. Είσαι νικητής. Αρκεί να το θέλεις. Και εγώ το ήθελα ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΘΕΝΑ.
Φυσικά και δεν έγιναν έτσι τα πράγματα.
Την ημέρα που κυκλοφόρησε ο δίσκος, πέρασα ώρες πάνω από το κινητό μου. Κάθε τρεις και λίγο κάποιος μου έστελνε μήνυμα να μου πει συγχαρητήρια και πόσο του άρεσε ο δίσκος.
Κανένα μήνυμα δεν ήρθε από εκείνη. Νομίζω αυτό ήταν το γεγονός που με πείραξε περισσότερο από όλα. Μου είχε φανεί η ύψιστη πράξη αχαριστίας.
Εγώ τα είχα δώσει όλα. Όλη μου η προσοχή ήταν αφιερωμένη πάνω της και αυτή δεν λύγισε ούτε λίγο. Αυτή την τεράστια ήττα δεν μπορούσα να την αγνοήσω.
Ήξερα ότι οι άνθρωποι μπορούν να γίνουν σκληροί, αλλά δεν το περίμενα από εκείνη.
Λίγο καιρό μετά, στο τέλος ενός live μου, ο κολλητός της έρχεται στο backstage και με ρωτάει, αν έχω κανένα βινύλιο. Μου έκανε εντύπωση, δεν τον είχα για φαν της μουσικής μου. Η μόνη λογική εξήγηση ήταν ότι ο φίλος της ήταν το παιδί για τα θελήματα κάποιου άλλου, κάποιου δειλού.
Πήρα μια κόλλα χαρτί και έγραψα ότι δεν δέχομαι να στείλει κάποιον άλλο να το πάρει, πρέπει να το ζητήσει μόνη της. Του είπα να της το δώσει.
Έπρεπε να δώσω αυτό το γράμμα. Δεν γινόταν να τελειώσει έτσι. Δεν καταλάβαινα πως επέτρεψε στον εαυτό της να γίνει τόσο βαρετή. Τι, έτσι θα τέλειωνε; Δεν υπήρχε περίπτωση.
Αυτό που ακολουθήσε μετά, ήταν πολύ καλύτερο από όσα θα μπορούσα να ελπίζω.
Μετά από ένα ολόκληρο χρόνο μεγάλης επιμονής από εμένα, εκείνη - επιτέλους - υπέκυψε. Με πήρε τηλέφωνο. Άργησα να το σηκώσω. Σκεφτόμουν τι ύφος θα πάρω. Θα ήμουν ψυχρός και σκληρός, φιλικός και χαλαρός ή μήπως δεν θα το σήκωνα; Τελικά, επέλεξα απλώς να το σηκώσω.
Το τι ειπώθηκε, δεν έχει μεγάλη σημασία. Σημασία έχει ότι ήμασταν και οι δυο ανοιχτοί. Δεν υπήρχε κάποια προσδοκία. Είπαμε πολλά για τον χωρισμό μας. Ίσως έφταιγε η απόσταση, ίσως έφταιγα εγώ, ίσως έφταιγε εκείνη. Ίσως όντως ερωτεύτηκε κάποιον άλλο και για αυτό με άφησε. Ίσως έκανα και εγώ το ίδιο, αν μου συνέβαινε εμένα, σκέφτηκα. Δεν ξέρω γιατί χωρίσαμε ούτε και εκείνη φάνηκε να ξέρει. Νομίζω, όσα τηλεφωνήματα και να κάναμε ποτέ, δεν θα μαθαίναμε. Αλλά στην τελική, δεν είχε σημασία γιατί στην πραγματικότητα ο χωρισμός είναι κάτι που συμβαίνει και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι’ αυτό.
Ίσως αυτό είναι το δύσκολο. Να καταλάβεις ότι όσο και να αγαπιέσαι με τον άλλο μπορεί απλώς να μην είσαι αυτό που θέλει. Οι ανάγκες αλλάζουν, οι άνθρωποι αλλάζουν.
Η επιτυχία και τα επιτεύγματα μου δεν είχαν καμία σημασία. Γιατί όταν ήμασταν μαζί και όταν με ήθελε, δεν ήμουν παρά ένα μικρό χαζό αγόρι. Αλλά με αγαπούσε ακριβώς γι’ αυτό. Επειδή ήμουν αυτό που ήμουν και εκείνη ήταν αυτό που ήταν, και μαζί ήμασταν ό,τι χρειαζόταν.
Προσπαθούσα να κερδίσω έναν άνθρωπο που πιθανότατα δεν υπάρχει πια, που πιθανότητα δεν υπήρξε ποτέ. Στην ουσία ήμασταν δυο παιδιά που ανακάλυπταν για πρώτη τους φορά περίπλοκα συναισθήματα.
Το καλύτερο δώρο που μου έκανε ποτέ, ήταν να με χωρίσει.
Κατάφερα να βρω τι θέλω να κάνω πραγματικά, κατάφερα να φτιάξω κάτι αληθινό.
Αλλά το ποιο σημαντικό είναι ότι έμαθα τι πάει να πει αγάπη και ποσό μπορώ να αγαπήσω κάποιον. Γιατί ακόμα και τώρα θέλω μόνο το καλύτερο για εκείνη και ξέρω ότι και εκείνη θέλει το καλύτερο για εμένα.
Επιτέλους έμαθα την απάντηση στην ερώτηση εκείνη του κιθαρίστα. «Γιατί πηγαίνουμε λουλούδια στους νεκρούς;».
Δεν πηγαίνουμε λουλούδια επειδή περιμένουμε ότι κάποιος θα βγει από τον τάφο του και θα μας πει «ευχαριστώ». Αλλά επειδή τον αγαπάμε και αυτό μας αρκεί.
Γιατί τους αγαπάμε, ακόμα και αν αυτοί δεν είναι στην ζωή μας.