Γεννήθηκα το 1926 στους Πύργους Πτολεμαΐδας. Οι γονείς μου ήρθαν από τον Πόντο, απ’ την Όλασσα Τραπεζούντος. Ήρθανε με την ανταλλαγή.
Ο πατέρας μου ασχολούνταν με τη γεωργία και τα πρόβατα, γεωργός ήτανε. Τελείωσα τώρα το δημοτικό, άρχισα να βοηθώ τον πατέρα μου στη γεωργία. Στο διάστημα αυτό ήρθαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα.
Ήρθαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα κι οργανώθηκαν τα ανταρτικά. Κι οι πρώτοι καπεταναίοι που από τη Νάουσα βγήκανε, ο Ακρίτας, ο Παγώνας κι ο Μαύρος, με τριάντα αντάρτες ήρθαν στο χωριό μας, κατέλαβαν το χωριό. Συνεννοήθηκε το χωριό όλο να ενισχύσουμε τον Ε.Λ.Α.Σ. Και υποχρέωσαν όλους τους χωριανούς, όσοι είναι δυο άνδρες από ένα σπίτι, ο ένας να πάρει όπλο. Κι επειδή εμείς ήμασταν τρεις άνδρες, αναγκαστικά ο πατέρας μου έστειλε εμένα, πήρα το όπλο και γράφτηκα στον εφεδρικό Ε.Λ.Α.Σ.
Οι Γερμανοί ήρθανε μια μέρα να πάνε στο Γραμματικό απ’ το χωριό μας, απ’ το Αμύνταιο ήρθαν αυτοί και θα πηγαίνανε στο Γραμματικό. Συνάμα εμείς σαν εφεδρικό Ε.Λ.Α.Σ. φύγαμε προς το Γραμματικό. Κι αυτοί ήρθαν από πίσω μας. Προτού να μπούμε στο χωριό είδαμε εκεί δυο λόχοι αντάρτοι και στήσανε ενέδρα τους Γερμανούς. Έστησα εκεί πέρα πολυβολείο, έκανα με πέτρες, και περιμέναμε να ‘ρθουν οι Γερμανοί.
Οι Γερμανοί ήρθαν, ανέβηκαν το ύψωμα να μπουν στο χωράφι. Κατά λάθος ένας αντάρτης έριξε μια σφαίρα. Έριξε, αμέσως οι Γερμανοί ομοβροντία. Γίνεται μια μάχη... εκατό-διακόσιοι αντάρτες και διακόσιοι Γερμανοί, όλοι μαζί, πυροβολούμε επί μισή ώρα. Χαμός έγινε. Τραυματίες μερικοί, μου φαίνεται, οι Γερμανοί ήσαν λίγο τραυματισμένοι, οι δικοί μας όχι. Χαμός έγινε.
Κι οι Γερμανοί είδανε ότι υπάρχει δύναμη ανταρτών, γύρισαν πίσω. Γύρισαν, πήγαν στο χωριό, στον κάτω μαχαλά, στον ποντιακό μαχαλά, κάθισαν εκεί πέρα. Ήταν η ώρα τρεις-τέσσερις το μεσημέρι. Οι Πόντιοι οι γυναίκες μόλις τους είδαν, τους έφεραν ψωμιά, τυριά, φρούτα, ό,τι είχανε, τους φέρανε τους Γερμανούς εκεί και τους τάισαν. Κι οι Γερμανοί δεν πείραξαν κανέναν, έφυγαν, ας πούμε.
Και ύστερα τρεις μήνες. Δύο χιλιάδες Γερμανοί κυκλώσαν το Βέρμιο κι είχαν εντολή να κάψουν τα χωριά. Μεσόβουνο, Πύργοι…
Όταν μπήκαν οι Γερμανοί στους Πύργους εγώ με τον γείτονά μου φύγαμε προς το βουνό. Στην πλαγιά εκεί, σε ένα χωράφι μέσα, ήσανε εκατό. Μάθανε ότι θα ‘ρθούνε οι Γερμανοί, κρύφτηκαν εκεί, στην πλαγιά του βουνού. Κι έτυχε κι εμείς να είμαστε μαζί με τους εκατό, εκεί πέρα.
Οι Γερμανοί ήρθαν στο χωριό κι από το χωριό ξεκίνησαν προς το βουνό. Ήρθαν στα γυναικόπαιδα εκεί κι άρχισαν με τα πολυβόλα να πυροβολούνε. Και σκότωσαν εκατό άτομα εκεί μέσα... γυναικόπαιδα, γέρους, μωρά ό,τι ήταν εκεί πέρα, αυτοί δεν μπόρεσαν να φύγουν. Και τους σκότωσαν όλους.
Εμείς είδαμε ότι σκοτώνουν, πήγαμε, κρυφτήκαμε στο πυκνό το δάσος. Οι Γερμανοί πήραν ένα μικρό μωρό, δέσαν το μωρό σ’ ένα θάμνο. Το δέσανε και το μωρό μέρα-νύχτα φώναζε: «Μαμά!» «Μπαμπά!» «Μαμά!» «Μπαμπά!» Να πάμε να το πάρουμε και να μας σκοτώσουν οι Γερμανοί. Το βάλανε για ενέδρα.
Πέρασαν πέντε μέρες, πέντε-έξι μέρες, πεθάναμε από τη δίψα, απ’ την πείνα. Ποτάμι είχε ένα ποταμάκι κι έτρεχε νερό, νερό ήπιαμε, αλλά ψωμί δεν είχαμε. Ένα βράδυ τέσσερα άτομα, ο κουμπάρος μας με το γαμπρό του κι εγώ με έναν φίλο μου, νύχτα βγήκαμε από το δάσος να κατεβούμε στο χωριό να φάμε.
Πηγαίνοντας στην πλαγιά οι Γερμανοί ήταν απέναντι γραμμή, ας πούμε. Είχαν στήσει ενέδρα σε διάφορα σημεία, τριάντα μέτρα σκοπιά-φωτιά, σκοπιά-φωτιά και δε μπορούσαμε να φύγουμε.
Βλέπω εγώ ένα αντίσκηνο. Από εκεί άνοιξε το αντίσκηνο ο Γερμανός, βγήκε έξω με το αυτόματο. Στα δέκα μέτρα, απάνω μας, με το αυτόματο. Περίμενα εγώ να πυροβολήσει. Περίμενα. Δεν πυροβολούσε. Περίμενα... Κι έτυχε να είναι ο Γερμανός καλός, τώρα τι ήτανε, και δε μας πυροβόλησε. Φύγαμε στην πλαγιά.
Ο νουνός μου, αυτός ο κουμπάρος μας, δεν έφυγε μαζί μας. Λέω:
«Γιατί δεν ήρθατε από πίσω μας;»
Λέει: «Περίμενα», λέει, «να αδειάσει το αυτόματο πάνω σας κι ώσπου να βάλει άλλη ταινία, να φύγουμε».
Μάζεψαν ύστερα οι Γερμανοί τους κάτω μαχαλιώτες στην εκκλησία, εκεί πέρα σε μια πλατειούλα, και τους χώρισαν τους άντρες να τους εκτελέσουν. Αλλά ο Γερμανός που τον τάισαν προτού δυο-τρεις μήνες οι Πόντιοι, ήταν στο Γραμματικό. Στέλνει από εκεί μια μοτοσικλέτα κι έρχεται στον Γερμανό, αυτόν που θα εκτελούσε τους άντρες, έδωσε το σημείωμα και το σημείωμα έλεγε ότι τον κάτω μαχαλά δε θα πειράξετε κανέναν. Κι από εκεί, όλους μαζί, τους έστειλαν εξορία στην Πτολεμαΐδα.
Στις δέκα ημέρες οι Γερμανοί φύγανε από το Βέρμιο, κατεβήκαμε στο χωριό. Το χωριό ήταν άδειο, καμένο, κι οι ταγματασφαλίτες κάθε μέρα ληστεύανε το χωριό. Κι εκεί που είχαμε τον ομαδάρχη, πιάσανε τον κατάλογο και στον κατάλογο ήταν το δικό μου το όνομα γραμμένο πρώτος, εφεδρικό Ε.Λ.Α.Σ. Κι οι ταγματασφαλίτες με ψάχνανε. Κι αναγκαστικά πήγα, κατατάχθηκα στον Ε.Λ.Α.Σ.
Κατατάχθηκα και στο Κάτω Γραμματικό ήταν τα έμπεδα. Εκεί εκπαιδεύανε τους νεοσύλλεκτους αντάρτες. Κι εκεί κάθισα τρεις μήνες. Και πήγαινα απ’ το βράδυ, άναβα φωτιές σε ένα ύψωμα κι ερχότανε οι Εγγλέζοι, τα αεροπλάνα απ’ την Αγγλία τη νύχτα και ρίχνανε στο λιβάδι μέσα εκεί στο Άνω Γραμματικό, ρίχνανε τρόφιμα, όπλα, λίρες, αυτά... ρίχνανε.
Φύγανε οι Γερμανοί, απολύθηκα. Δημιουργήθηκε ο Εμφύλιος. Κι έπρεπε να παρουσιαστώ στον Εμφύλιο, να γίνω αντάρτης. Έγραφε το απολυτήριο: «Να παρουσιαστείς στην πλησιέστερη μονάδα χωρίς πρόσκληση».
Δεν ήθελα να πάω να γίνω αντάρτης. Γιατί θα πολεμούσα τους Έλληνες για! Στον Εμφύλιο αναμεταξύ μας, ο στρατός με τους κομμουνιστές. Εγώ επί Γερμανίας πήγα, εντάξει, αλλά όχι και με τους Έλληνες! Κι αναγκαστικά έφυγα, ήρθα στα Γιαννιτσά, κρύφτηκα εδώ πέρα. Και κάθισα μέχρι που τελείωσε ο Εμφύλιος.
Τελείωσε ο Εμφύλιος, ήρθε το κράτος ύστερα, η Δεξιά κι έδωσε και μερικά χρήματα τους χωριανούς κι όλοι χτίσαν από μια καλύβα. Χτίσανε και σιγά-σιγά το χωριό ξαναέγινε, ας πούμε. Έγινε όπως είναι τώρα, ωραίο.