Γεννήθηκα στην Αθήνα. Και στα δεκαοχτώ έφυγα να σπουδάσω στην Ακαδημία Εμπορικού Ναυτικού. Διάβαζα πολύ Καββαδία!
Φεύγω στα δεκαοχτώ να πάω στο πρώτο ταξίδι. Όταν ήμασταν στη Νιγηρία, που είχε στο μηχανοστάσιο πενήντα δύο βαθμούς κελσίου, δουλεύαμε στο κάτω-κάτω deck της μηχανής κι είναι τρεις ορόφοι μέχρι να ανέβεις πάνω απλά και μόνο για να πάρεις ένα εργαλείο.
Μια μέρα από τις πολλές που ανεβοκατέβαινα κι είχε πάρα πολλή ζέστη, θυμάμαι ότι ανεβαίνω την τελευταία σκάλα και κόμπιασε η ανάσα μου και δεν μπορούσα να δω καλά. Ντάξει, το απέδωσα στο ότι δουλεύαμε αρκετές ώρες, δεν έδωσα σημασία. Συνέχισα κανονικά μέχρι το πέρας του εξαμήνου που έπρεπε και να κάνω και μετά ξεμπάρκαρα.
Ξεκινάει το διδακτικό εξάμηνο. Ένα απόγευμα που παίζαμε μπάσκετ, ανεβαίνουν πάρα πολύ οι παλμοί μου και ξαφνικά κάνει έναν μεγάλο χτύπο η καρδιά μου. Εκεί μαύρισαν όλα. Δεν μπορούσα να κάνω καμία κίνηση, είχα μείνει ακίνητος. Θυμάμαι να ακούω, να καταλαβαίνω τι μου λένε οι άλλοι, αλλά να μην μπορώ να κουνηθώ και να μην μπορώ να δω τίποτα.
Το ανέφερα στη μητέρα μου, πρέπει να με δει ένας καρδιολόγος. Και πήγα να με εξετάσει. Μου έβαλε ένα holter, που σου παρακολουθεί τους παλμούς για είκοσι τέσσερις ώρες και μου είπε χαρακτηριστικά: «Βγες εκτός ορίων, για να το καταγράψουμε». Το μετέφρασα ότι όντως πρέπει να κάνω κάτι extreme και πήγα απ’ το σπίτι μου, στο σπίτι του πατέρα μου, τρέχοντας.
Αφού έφτασα στο σπίτι του πατέρα μου και σταμάτησα εκεί, εκεί έκανα ένα τρίτο επεισόδιο, πιο μεγάλο από τα προηγούμενα δύο. Και θυμάμαι ότι ήθελα να σηκώσω το χέρι μου να χτυπήσω το κουδούνι όταν έφτασα και δεν μπορούσα, είχα κάτσει στην είσοδο της πολυκατοικίας κι είχα ξαπλώσει.
Την επόμενη μέρα πλέον, έδωσα τα αποτελέσματα στη μητέρα μου, τα έδωσε στον καρδιολόγο. Και με παίρνει το μεσημέρι πλέον ο ίδιος ο καρδιολόγος, μου λέει:
«Πού είσαι;»
Του λέω: «Είμαι στο δάσος, έχω το σκυλί βόλτα».
Μου λέει: «Άσε τον σκύλο να γυρίσει μόνος του σπίτι» -χαρακτηριστικά- «έχω ειδοποιήσει και σε περιμένουνε», μου λέει, «πάρε ένα ταξί», μου λέει, «και πήγαινε!»
Είχα προτεραιότητα στα επείγοντα, κατευθείαν μέσα. Εκεί ο εφημερεύων γιατρός ζήτησε απ’ τη νοσοκόμα να μου κάνει ένα καρδιογράφημα. Εκείνη νόμιζε ότι βγαίνει λάθος, γιατί είχα πάρα πολλούς παλμούς. Μου ξανακάνει δεύτερο, πάλι το ίδιο. Έγραφε διακόσιους εξήντα παλμούς.
Τα κριτήρια δείξανε ότι έχω αρρυθμιογόνο δυσπλασία της δεξιάς κοιλίας. Είναι ένα σπάνιο, κληρονομικό νόσημα. Δεν υπάρχει γιατρειά για αυτό ακόμα, θεραπεία. Υπάρχει μόνο περιορισμός, που είναι να παίρνεις χάπια που σου ρίχνουν τους παλμούς και να βάλεις απινιδωτή.
Οι πρώτες συμβουλές ήταν σοκαριστικές, γιατί έπρεπε να αποφεύγω κάθε είδους κόπωσης, κάθε είδους ανταγωνιστικού αθλητισμού. Τα χαρτιά για εμένα λένε ότι έχω 80% αναπηρία κι αυτή τη ζωή έπρεπε να ακολουθώ κιόλας. Απλά, εγώ δεν μπορούσα να το δεχτώ αυτό μέσα μου. Δεν μπορούσα να θυσιάσω όλη μου την καριέρα και κατ’ επέκταση όλη μου τη ζωή και να κάθομαι να ζω με ένα επίδομα των τριακοσίων ευρώ για την υπόλοιπη ζωή μου.
Συμβαίνοντας αυτό, περνώντας ο χειμώνας, έφτασα στο ότι πρέπει να ξαναμπαρκάρω. Όλος μου ο περίγυρος μου έλεγε να μην το κάνω, η μητέρα μου, η οικογένειά μου όλη. Ήξερα ότι πρέπει να γίνει, ότι πρέπει να συμπληρωθούν δώδεκα μήνες για να πάρω το πτυχίο μου, οπότε και το έκανα. Γυρνώντας τον χρόνο πίσω, τρομάζω κι εγώ με τον εαυτό μου τότε, γιατί ήταν πολύ επικίνδυνο για εμένα.
Τι γίνεται τώρα, είναι ο απινιδωτής ρυθμισμένος στους διακόσιους είκοσι παλμούς, είναι εμένα συγκεκριμένα, και σου δίνει ένα ρεύμα. Όπως βλέπουμε στις ταινίες που κάνουν «clear!» και σου δίνουν ρεύμα, την απινίδωση, έτσι γίνεται και σε εμένα. Απλά, αυτό το μηχάνημα έχει ένα καλώδιο που πάει κατευθείαν στην καρδιά κι είναι πολύ απτός, πολύ χειροπιαστός ο πόνος που σου επιφέρει. Για περίπου έξι δευτερόλεπτα δεν καταλαβαίνεις το τι γίνεται.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά, είχαμε μια κατάσταση που έπρεπε να τρέξω να ανέβουμε στην κύρια μηχανή, η οποία είναι αρκετά ψηλή. Δουλεύοντας εκεί πάνω, κάποια στιγμή με χτυπάει ρεύμα και πάω να φύγω πίσω με το κεφάλι, να πέσω από τα δύο μέτρα. Κι ευτυχώς με πιάνει ο δεύτερος μηχανικός από τη φόρμα εργασίας. Ο οποίος μπορεί και να μου έσωσε τη ζωή εκεί.
Πολλές φορές γινότανε μέσα στην ίδια ώρα, να με χτυπήσει ρεύμα. Πήγαινα στην αποθήκη, πήγαινα σε μερικά σημεία που δε σε βλέπουν και προσπαθούσα να χαλαρώσω, να πάρω δυνάμεις, να ανέβω, να ξανασυνεχίσω.
Μόνο την τελευταία μέρα το είπα στον πρώτο μηχανικό, με τον οποίο είμαστε ακόμα φίλοι. Γιατί έξι μήνες είχε παράπονο από εμένα και μου έλεγε ότι: «Αφού σου κόβει, γιατί δεν τρέχεις παραπάνω; Γιατί δεν πουσάρεις τον εαυτό σου παραπάνω;» Και την τελευταία μέρα πήγα με τα χάπια στο γραφείο του και του είπα: «Chief, αυτό συμβαίνει. Παίρνω πέντε από αυτά τη μέρα, ψάξτε τα στο Google να δείτε τι είναι και τι κάνουν».
Μέσα απ’ όλο αυτό είχα κάνει τεράστια ζημιά στην καρδιά μου. Κι εκεί άρχισε πλέον, η χειρότερη περίοδος της ζωής μου. Έκανα συνέχεια ταχυαρρυθμίες. Δεν άντεχα άλλο σαν άνθρωπος, δεν μπορούσα άλλο να το διαχειριστώ.
Χαρακτηριστικά θυμάμαι, ήμουνα για μια βόλτα με την κοπέλα μου και καθόμαστε σε μια καφετέρια κι εκείνη την ώρα κάνω ταχυαρρυθμίες. Δεν άντεχα άλλο σαν άνθρωπος δεν μπορούσα να το διαχειριστώ. Κι επειδή είναι πολύ απτός πόνος, πολύ, είναι μέσα σου αυτό το καλώδιο, στην καρδιά σου, όταν άρχιζα να νιώθω ότι ανεβάζω παλμούς κι ήξερα ότι θα με χτυπήσει ρεύμα, άρχιζα να κουλουριάζομαι και να φωνάζω: «Όχι!» Και φώναζα: «Όχι, όχι, όχι!» και της έσφιγγα παράλληλα το χέρι μου. Και της αφήνω το χέρι, θυμάμαι, και γυρνάω, την κοιτάω κι ήτανε η παλάμη μου πάνω της, μελανιασμένο το χέρι της. Με κοιτάει και μου λέει, ας πούμε: «Πώς το αντέχεις όλο αυτό;»
Κι όλο αυτό δεν ήταν ένα σκηνικό, ήταν καθημερινότητα. Δηλαδή, θα πήγαινα στο σινεμά κι άρχιζα να φωνάζω: «Όχι, όχι!» Δεν μπορούσα να ευχαριστηθώ τίποτα πλέον στη ζωή μου, πρακτικά. Ούτε μια απλή βόλτα, ούτε ένα απλό σινεμά, όντως άρχιζα κι ένιωθα σαν ανάπηρος και σαν ανήμπορος να ζήσω.
Ήρθε ένα φως ελπίδας απ’ τον γιατρό μου. Μου λέει: «Θα πρέπει να πας στην Ιταλία, κάνει μια ειδική μέθοδο, λέγεται ενδοεπικαρδιακό ablation. Υπήρχαν κι αρκετές πιθανότητες να πάει άσχημα το χειρουργείο αυτό. Εμένα ήτανε no brainer απόφαση, δηλαδή με την ποιότητα ζωής που είχα δηλαδή, απ’ το να ζω στο είκοσι τοις εκατό, καλύτερα να μη ζω καθόλου.
Πήγα στην Ιταλία. Εκεί είπα ότι θα κοιμηθώ και θα ξυπνήσω ή δε θα ξυπνήσω κι ό,τι γίνει.
Κράτησε το χειρουργείο γύρω στις τέσσερις ή πέντε ώρες, αν δεν κάνω λάθος. Βγήκα απ’ το χειρουργείο κι έρχεται ο γιατρός, πολύ ενθουσιασμένος, και μου λέει:
«Θα ‘χεις τη ζωή σου πίσω».
Λέω: «Αρχικά, ποια ζωή μου; Τη ζωή μου μετά τον απινιδωτή ή πριν τον απινιδωτή;»
«Όχι», μου λέει, «θα έχεις τη ζωή σου πίσω, δε θα έχεις κανέναν περιορισμό. Σταδιακά, θα μπορείς», μου λέει, «να-»
Του λέω: «Θα μπορώ να οδηγώ τη μηχανή μου;»
Μου λέει: «Ναι».
Λέω: «Θα μπορώ να πηγαίνω μια βόλτα χωρίς να με χτυπάει ο απινιδωτής;»
Μου λέει: «Ναι».
«Θα μπορώ», του λέω, «να κάνω αθλητισμό;»
Μου λέει: «Ναι, δε βρίσκω τον λόγο γιατί όχι».
Εκεί θυμάμαι ότι άρχισα να χαμογελάω. Και δεν μπορούσε να φύγει αυτό το χαμόγελο, μιλάμε ότι για δυο μέρες, θυμάμαι, πόνεσε το σαγόνι μου γιατί χαμογελούσα τόσο πολύ... Έχω και μια φωτογραφία που είναι στο μπάνιο του δωματίου, που έχει φτάσει το χαμόγελο στα αυτιά, ας πούμε, κυριολεκτικά.
Αυτή τη στιγμή έχω δύο χρόνια και κάποιους μήνες χωρίς αρρυθμίες, μηδέν αρρυθμίες. Ως τώρα φαίνεται αληθινός, ότι έχω τη ζωή μου πίσω.
Αυτή η πορεία όλη με βοήθησε πολύ να ξεχωρίζω το τι έχει σημασία. Θυμάμαι φίλους μου που δεν ξέρανε ότι το ‘χω αυτό, να μου λένε: «Ω ρε Γιώργο και με τη Νατάσα ξέρεις χώρισα κι είμαι χάλια, είμαι να πέσω να πεθάνω, ξέρω γω» κι εγώ μέσα μου και τους ζήλευα. Και το μόνο που μπορούσα να πω ήταν ότι: «Είσαι πολύ τυχερός που έχεις αυτό το πρόβλημα!» Και δεν μπορούσαν να το δουν. Και μακάρι να μπορούν να το δούνε πιο πολλοί άνθρωποι ότι δεν είναι καθόλου δεδομένη η υγεία και νομίζω ότι πρέπει να την εκτιμάμε, γενικά, όταν την έχουμε.