Στο κατάστημα της Σταδίου εργαζόμουν από τον Νοέμβριο του 2009. Εκείνη την περίοδο, ήταν γενικά μία περίοδος αναταραχών στο κέντρο της Αθήνας, ήταν σε έξαρση το όλο πράγμα.
Όταν έφτασε εκείνη η μέρα… Γνωρίζαμε πριν από δύο ημέρες ότι θα γίνει μια μεγάλη πορεία για το πρώτο Μνημόνιο. Πήγαμε στην εργασία μας, επιλέξαμε να μην απεργήσουμε, ασκήσαμε το δημοκρατικό μας αυτό δικαίωμα να μην απεργήσουμε, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Και πήγαμε στην τράπεζα εκείνη την ημέρα σίγουροι ότι με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, δε θα φεύγαμε έτσι όπως φύγαμε.
Δηλαδή, τι εννοώ; Ότι θα μας άφηνε η τράπεζα να φύγουμε πριν τη λήξη του ωραρίου λειτουργίας του καταστήματος, δεδομένων των συνθηκών που υπήρχαν στο κατάστημα, των διάφορων κενών ασφαλείας που υπήρχαν και τα ξέραμε όλοι και τα ήξερε κι η τράπεζα. Π.χ. στην πορεία που είχε γίνει για τον Γρηγορόπουλο κάποιους μήνες πριν, μας είχαν βάλει νοβοπάν στα τζάμια, είχαν πάρει κάποια μέτρα ασφαλείας, τα τζάμια δεν μπορούσαν να σπαστούν. Και ρωτάγαμε αν θα γίνει κάτι ανάλογο ή θα μας αφήσουν να φύγουμε πιο νωρίς, διότι η πορεία αναμενόταν πολύ μεγάλη και σίγουρα μέσα σε μία μεγάλη πορεία υπάρχουν και γνωστοί-άγνωστοι, που δεν ξέρεις ποτέ, η συμπεριφορά τους είναι απρόβλεπτη και δεν ξέρεις τι μπορεί να κάνουν.
Η απάντηση δεν υπήρξε ποτέ, παρόλες τις οχλήσεις μας. Μέχρι και την ίδια μέρα έπαιρνε η υποδιευθύντρια τηλέφωνο κι η τελευταία ενημέρωση που είχαμε ήταν ότι θα κλείσει το πρώτο ταμείο στις 2 η ώρα και το δεύτερο ταμείο στις 2μισι, όπως κλείνει έτσι κι αλλιώς, και στις 3 η ώρα μπορούμε να αποχωρήσουμε από το κατάστημα, που έτσι κι αλλιώς 3 και τέταρτο θα αποχωρούσαμε, αυτό ήταν το ωράριο. Γιατί είχαμε πληροφορίες ότι το άγριο κομμάτι της πορείας θα ανέβαινε τη Σταδίου από την αρχή της Ομονοίας στις 3 η ώρα, οπότε θα είχαμε προλάβει να φύγουμε.
Τίποτα, ασφαλώς, δε συνέβη απ’ αυτά, διότι στις 2 παρά 5, εγώ που εργαζόμουν στο ισόγειο είδα όλη την επίθεση, η οποία ήταν μία επίθεση η οποία θα μου μείνει αποτυπωμένη στο μυαλό για πάντα.
Ακούσαμε μία οχλαγωγία να έρχεται από κάτω, από τη Σταδίου. Μετά ακούσαμε κάποια σπασίματα απ’ έξω, γιατί είχαμε τραβήξει τις κουρτίνες, δεν είχαμε οπτική επαφή. Προφανώς σπάγανε τον ΙΑΝΟ πρώτα, γιατί με τον ΙΑΝΟ έγινε πρώτα η πρώτη επίθεση, η ίδια ομάδα είναι, απ’ ό,τι ακούγεται.
Και μετά ξαφνικά εγώ είδα δύο σκιές, μία κοντή και μία ψηλή, να βαράνε με βία το τζάμι, το οποίο έπεσε κομμάτι του με το τρίτο χτύπημα. Και κατευθείαν μετά εκεί ρίξανε δύο γκαζάκια κι ένα μπιτόνι βενζίνη. Και πήρε φωτιά από την αρχή, από το παράθυρο πετάχτηκε η φλόγα και κατευθείαν έκαψε τα ντουλάπια απέναντι, κατευθείαν. Ναπάλμ, μία μικρή ναπάλμ ήτανε!
Μόλις το είδα αυτό λέω: «Θα μπούνε και μέσα!» αυτή ήταν η πρώτη μου σκέψη, «θα μπούνε και μέσα». Οπότε ανέβηκα πάνω, κατευθείαν. Δεν ήμασταν εκπαιδευμένοι, μια από τις παραλείψεις της τράπεζας, δεν ξέραμε ότι στη φωτιά ο καπνός ανεβαίνει προς τα πάνω.
Υπήρχανε κενά ασφαλείας κι ως προς την πυρόσβεση κι ως προς την αρχιτεκτονική του κτιρίου, δεν υπήρχανε πόρτες, οι οποίες να κλείνουνε και να εγκλωβίζουν τον καπνό. Συνεπώς, δημιουργήθηκε το φαινόμενο της καμινάδας κι ο καπνός ανέβαινε όλος προς τα πάνω με φοβερή ορμή, φοβερή ορμή, σε έσπρωχνε! Εμείς, μη εκπαιδευμένοι, ανεβήκαμε προς τα πάνω γιατί πιστεύαμε ότι θα μπουν και μέσα και θα κάνανε πλιάτσικο, θα μας δέρνανε, όλα αυτά. Ανεβήκαμε λοιπόν πάνω κι εκεί άρχισε ο πραγματικός εφιάλτης, διότι μέσα σε δύο λεπτά πύκνωσε όλος ο καπνός, ανέβηκε πάνω.
Εγώ, συγκεκριμένα, ανέβηκα στον τελευταίο όροφο και σε κάποια φάση, μέσα σε λίγα λεπτά, δύο-τρία λεπτά, σχεδόν πνιγόμουν από τον καπνό. Οπότε βγήκα στο μπαλκόνι κι έκλεισα την μπαλκονόπορτα. Δεν ήξερα καν τι κάνουν οι υπόλοιποι είκοσι τέσσερις, δεν είχα ιδέα πού βρίσκονταν, εγώ πίστευα ήδη ότι πολλοί από αυτούς έχουν πεθάνει από ασφυξία.
Εκεί, λοιπόν, στο μπαλκόνι, πραγματικά βίωσα τη μεγαλύτερη φρίκη που ‘χω βιώσει ποτέ μου. Δηλαδή, να κινδυνεύεις να πεθάνεις, να μην αναπνέεις κι από κάτω να σε βρίζει πλήθος, να σου πετάει πέτρες, να σου λέει: «Ψόφα!» Να σε λέει απεργοσπάστη, να σε λέει: «Να πεθάνεις κι εσύ κι η οικογένειά σου!» «Να ψοφήσεις!» και τα λοιπά.
Εγώ, λοιπόν, σε κάποια φάση, απελπίστηκα. Ήμουνα σίγουρος ότι θα πεθάνω και πλέον είχα έρθει στη φάση να επιλέξω με ποιον τρόπο θα πεθάνω. Δεν ήθελα να πεθάνω από ασφυξία, οπότε είμαι έτοιμος, έχω βάλει το ‘να πόδι έξω κι είμαι έτοιμος να πηδήξω στο κενό...
Εκεί, λοιπόν, με συγκρατεί ένας συνάδελφός μου και μου λέει: «Μην είσαι τρελός, θα βρούμε τρόπο να βγούμε έξω!» Εκεί με συγκράτησε κι επανήλθα στο μπαλκόνι και σκεφτόμουνα κάποιο τρόπο για να φύγω. Είδα το διακοσμητικό περβάζι κι αποφάσισα, λοιπόν, να περπατήσω πάνω στο διακοσμητικό περβάζι για να πάω στο μπαλκόνι του διπλανού κτιρίου, περίπου τεσσεράμισι-πέντε μέτρα ήταν αυτή η απόσταση.
Περπάτησα, λοιπόν, στο διακοσμητικό περβάζι. Πήδηξα στο μπαλκόνι του διπλανού κτιρίου, στον δεύτερο όροφο, ακολούθησε ένας συνάδελφος, βοηθήσαμε μια τρίτη συνάδελφο να έρθει κι αυτή εκεί. Μετά σπάσαμε την μπαλκονόπορτα, γιατί ήταν κλειδωμένη, για να μπορέσουμε να μπούμε μέσα στο κατάστημα πλέον, το διπλανό κατάστημα.
Είχαμε γίνει μαύροι όλοι από τη φωτιά, δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε. Και φανταστείτε τώρα να εργάζονται άνθρωποι στο διπλανό κατάστημα --ήταν κι αυτοί μέσα, απλά είχαν βάλει νοβοπάν στα τζάμια, δε φαινόταν τίποτα-- να βλέπουνε οι υπάλληλοι του διπλανού καταστήματος τρία άτομα, οι οποίοι ήτανε μαύροι, να τρέχουνε τις σκάλες από πάνω και να ουρλιάζουν...
Εγώ δεν έμεινα καθόλου στο κέντρο, πήρα το μετρό και γύρισα σπίτι. Και μετά, αφού έκανα τρία ντους για να φύγει η μαυρίλα, έβγαζα μαυρίλα από το στόμα κι απ’ τη μύτη, μας πήγανε στο ΥΓΕΙΑ με πρωτοβουλία της τράπεζας να κάνουμε τις εξετάσεις, να κάνουμε ακτινογραφία θώρακος και τα λοιπά και τα λοιπά. Αυτά είναι, εν ολίγοις.
Με λίγα λόγια, είμαστε... ακόμα δεν έχουμε δικαιωθεί για πράγματα τα οποία είναι αυτονόητα, έντεκα χρόνια μετά. Η τράπεζα σφυρίζει αδιάφορα, δηλαδή θεωρεί ότι δεν έχει καμία ευθύνη κι όχι μόνο αυτό, στα δικαστήρια σχεδόν τα έριξε πάνω μας, γιατί δε φύγαμε μόνοι μας. Γιατί δεν παράτησα εγώ τη δουλειά μου, να σηκωθώ να φύγω. Κι αναρωτιέμαι ποιος υπάλληλος θα το έκανε αυτό και πού θα βρισκόταν την επόμενη μέρα, αν έπαιρνα αυτή την απόφαση.
Κι ακόμα δε νιώθω δικαιωμένος, γιατί ακόμα είναι η υπόθεση στα δικαστήρια κι επίσης δεν έχουνε βρει κι αυτούς που μας κάψανε. Κι αυτό είναι για μένα ένα μεγάλο κενό. Αισθάνομαι ακόμα και σήμερα απέραντο θυμό και για το κράτος, το οποίο βέβαια τώρα τελευταία έχει κάνει κάποιες προσπάθειες, αλλά κυρίως όσον αφορά τους δράστες και την τράπεζα. Αισθάνομαι ακόμα και σήμερα μεγάλη οργή, μεγάλο κενό, το οποίο δεν ξέρω αν ποτέ θα καλυφθεί, δεν ξέρω, πραγματικά.
Δεν το έχω ξεπεράσει κι ούτε πρόκειται να το ξεπεράσω, απλά το διαχειρίζομαι όσο καλύτερα μπορώ. Και θέλω πάρα πολύ να έχει θετική έκβαση γιατί ένα κομμάτι μέσα μου θα ηρεμήσει, άμα βρεθούν οι ένοχοι. Δεν μπορώ να το διανοηθώ ότι αυτά τα άτομα συνεχίζουνε και κάνουνε αυτές τις αποτρόπαιες πράξεις τους, γιατί αυτό κάνουν σίγουρα, εγώ αυτό πιστεύω. Είναι κι ένας λόγος που όταν βλέπω παρόμοια επεισόδια στην τηλεόραση κλείνω αμέσως την τηλεόραση, αλλάζω κανάλι. Τα αποφεύγω αυτά πάρα πολύ, διότι με διεγείρουν πάρα πολύ, δεν μπορώ να τα βλέπω.