Μεγάλωσα σε μια επαρχία που εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ περιορισμένα τα ήθη. Και μάλιστα ήτανε τόσο μεγάλη η διαφορά μεταξύ της αστικής τάξης και της πιο κάτω, που ήτανε μια τελείως κλειστή κοινωνία.
Ο μπαμπάς μου ήτανε, μαζί με τα αδέρφια του, οι μεγαλύτεροι βαμβακέμποροι της περιοχής με εξαγωγές στο εξωτερικό και γι’ αυτό είχαμε και μεγάλη άνεση στο σπίτι μας. Εγώ λοιπόν μεγάλωσα με άνεση, αλλά είχαμε πολλούς περιορισμούς γιατί ήτανε δύσκολος ο πατέρας μου. Δηλαδή, δε με άφησε να πάω προσκόπους, δεν πήγα εκδρομές, δεν πηγαίναμε εύκολα σινεμά, δεν έπαιζα στο θέατρο του σχολείου, τίποτα απ’ αυτά, party... σε αυτά όλα εγώ δεν μπορούσα να πάω, ούτε η αδερφή μου.
Ο άντρας μου ήταν από μια οικογένεια πολύ περιορισμένων οικονομικών. Ήτανε άριστος μαθητής κι εξαιρετικό άτομο σαν χαρακτήρας, αλλά δεν είχε χρήματα.
Ήμαστε στο ίδιο σχολείο κι άρχισε μια σχέση, η οποία ήταν με πολλούς περιορισμούς λόγω της κλειστής κοινωνίας. Έκανε βόλτα, τον έβλεπα μ’ έβλεπε. Άλλο τίποτα δε γινότανε. Και μετά πήγε στρατιώτης κι άρχισε να μου γράφει, το έδινε το γράμμα σε κάποιον ξάδερφό του, εκείνος μου το έδινε, απαντούσα εγώ. Δηλαδή, πάρα πολύ δύσκολα. Και του έλεγα: «Μην ελπίζεις για μας μέλλον, γιατί ο πατέρας μου δεν πρόκειται να σου πει ότι μπορείς να παντρευτείς. Δεν έχεις δίπλωμα, δεν έχεις λεφτά, δεν έχεις μια καλή δουλειά, οπότε αυτό το πράγμα θα τελειώσει».
Όταν είδε ότι άρχισε ο πατέρας μου να κάνει, να δέχεται συνοικέσια, είπε στον Δήμαρχο της Λειβαδιάς να ‘ρθει να με ζητήσει. Βέβαια, ο πατέρας μου είπε: «Δεν είναι κατάλληλος για εμάς» και τελείωσε. Οπότε, δε γινόταν τίποτα.
Εμένα ο πατέρας μου έρχεται κάποια στιγμή και μου λέει: «Σε αρραβώνιασα».
Ήμουνα είκοσι δύο κι ήταν σαράντα πέντε. Ήταν οικονομικά ανεξάρτητος, αλλά παλαιών αρχών. Κλάμα εγώ… Έρχεται ο γαμπρός στο σπίτι και… απλώς για να τον γνωρίσει η μαμά μου κι η θεία μου και θα βγαίναμε το βράδυ έξω. Οπότε λέω στη μαμά μου, είχα στη μοδίστρα ένα φόρεμα, να πάω να το πάρω. Ειδοποιώ τον Νίκο και του λέω: «Τελείωσε με εμάς, ο πατέρας μου σήμερα με αρραβώνιασε. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα». Μου λέει: «Τρελάθηκες;»
Εγώ, δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι μπορούσα να φύγω απ’ το σπίτι. Επί δύο ώρες προσπαθούσε να με πείσει. Κι εγώ έλεγα: «Δεν μπορώ να το κάνω. Θα πεθάνει η μαμά μου, θα πεθάνει ο μπαμπάς μου, θα αυτοκτονήσω εγώ». «Θα αυτοκτονήσουμε μαζί!» μου έλεγε.
Τέλος πάντων, στο τέλος με έπεισε και πήγε στο τηλέφωνο και πήρε κι είπε: «Τη Χρύσα την έκλεψα», ενώ ήτανε κοινή συναινέσει, δεν... Και βέβαια έγινε μεγάλη αναστάτωση. Πήγαν αμέσως στην αστυνομία κι είπαν στην Ασφάλεια ότι είμαι ανήλικη. Δεν ήμουνα, ήμουνα είκοσι δύο ετών. Άρχισε η αστυνομία να μας ψάχνει.
Εμείς ήμαστε στη θεία του κι ήταν πάρα πολύ δύσκολο να δοθεί η άδεια από τη Λειβαδιά γιατί είχανε πάει κι είχανε πει στον παππά να μη δώσει άδεια, οι δικοί μου.
Τέλος πάντων, κάποια στιγμή δόθηκε η άδεια, σε δύο μέρες και φωνάξανε παππά, που δεν επιτρεπότανε να γίνει γάμος σε σπίτι, αλλά τον πληρώσανε τον παππά, να ‘ρθει να παντρευτούμε στο σπίτι για να μη μας βρούνε γιατί ψάχνανε όλες τις εκκλησίες.
Και την ώρα που παντρευόμαστε, χτυπάει την πόρτα κι ήτανε η ασφάλεια. Ο κουμπάρος μας ήτανε ένας στρατηγός του στρατού. Βγαίνει, λέει: «Τι θέλετε παιδιά».
Λέει: «Ψάχνουμε έναν Κυριακάτη που λένε ότι είναι ανιψιός της κυρίας εδώ». Λέει:
«Τον ξέρω, αν εμφανιστεί θα σας πάρω τηλέφωνο» και φύγανε.
Κι όταν τελείωσε, ο κουμπάρος μας μας λέει: «Τώρα που τελειώσαμε τον γάμο, πρέπει να πάμε στην Ασφάλεια να περάσω, να πω εγώ να πω στον διευθυντή, να πω ότι δεν είσαι ανήλικη». Περάσαμε, μένουμε με το ταξί από κάτω, ανεβαίνει επάνω, του λέει: «Τι κάνεις;», «Άστα-λέει-έχει αναστατωθεί όλη η αστυνομία, ψάχνουμε μια κοπέλα που κλέφτηκε». Του λέει: «Τα χρυσά μου, τα έχω κάτω, εγώ τα πάντρεψα κι είναι ενήλικη η κοπέλα και μην ψάχνετε». Κι έτσι έγινε. Έτσι τελείωσε αυτό.
Από εκεί και πέρα εγώ όταν πήρα τηλέφωνο τον μπαμπά μου και του είπα:
«Παντρεύτηκα», μου είπε: «Δεν έχω παιδί. Τελειώσαμε εμείς οι δυο».
Παντρευτήκαμε κι είχαμε, τέσσερα σεντόνια και τέσσερα μαξιλάρια. Ένα ντιβάνι που κοιμόμαστε και δυο πλιάν πολυθρόνες κι ένα τραπέζι. Αυτά ήταν όλα κι όλα. Μια φορά, έφυγα κι άφησα την πόρτα ανοιχτή ,το ξέχασα. Μου λέει ο άντρας μου το βράδυ: «Καλά άφησες…» λέω «Αφού δεν έχουμε τίποτα, τι θα κλέβανε;»
Η μαμά μου ήταν ένας πολύ τρυφερός άνθρωπος. Δηλαδή, βασικά δεν ταίριαζε με τον πατέρα μου. Αλλά εκείνα τα χρόνια παντρευόσουνα και τελείωνε. Είχε τα πάντα, είχε χρήματα, το σπίτι της γεμάτο. Είχε υπηρέτρια αλλά δε χαιρότανε η ίδια. Ενάμισι χρόνο δεν είχα καμία σχέση. Η μαμά μου έτρεμε η καημένη, έτρεμε τον πάτερα μου. Δεν τολμούσε, δεν τολμούσε. Κι η αδερφή μου, ούτε κι εκείνη τολμούσε. Δηλαδή πέρασαν δύσκολα με την απόφαση αυτή τη δική μου, πέρασαν δύσκολα, αλλά δεν μπορούσα να καταστρέψω τη ζωή μου.
Αυτόν τον ενάμιση χρόνο εγώ είχα πάθει ένα ψυχικό σοκ. Δηλαδή περνούσα κάτω από το σπίτι και δεν μπορούσα ούτε να γυρίσω να κοιτάξω το μπαλκόνι. Κι επί πάρα πολλά χρόνια δε διηγήθηκα ποτέ αυτή την ιστορία. Ο άντρας μου την έλεγε και καμάρωνε, εγώ δεν έλεγα ποτέ τίποτα.
Στον ενάμισι χρόνο όμως, ο μπαμπάς μου ήταν πάρα πολύ δίκαιος, εγώ λοιπόν είχα εκατό στρέμματα στο όνομά μου κι ο πατέρας μου σαν δίκαιος άνθρωπος, ήθελε να ρωτήσει αν συμφωνούμε να τα καλλιεργήσει. Και φωνάζει τον άντρα μου και πήγε στο καφενείο, συναντηθήκανε και του λέει: «Ό,τι θέλετε κάντε, δεν έχουμε- εμείς σας αφήνουμε ελεύθερο να κάνετε ότι θέλετε». Τέλος πάντων, του πάτερα μου όμως του άρεσε ο άντρας μου. Και τέλειωνε το γραφείο, έπαιρνε το λεωφορείο και πήγαινε στη Λειβαδιά, τον φώναζε για να καθίσουν μαζί στο καφενείο. Αυτό συνεχίστηκε τρεις-τέσσερις μήνες. Στο τέλος του λέει: «Ακούστε να δείτε, εμείς οι δύο είμαστε ξένοι. Έχουμε ένα κοινό πρόσωπο, τη Χρύσα, εφόσον όμως δε μιλάτε στη Χρύσα εγώ δεν μπορώ να συνεχίσω να σας βλέπω, γι’ αυτό δε θα μας ξαναδείτε».
Και κάποια στιγμή, ύστερα από έναν μήνα, του λέει αυτό το μεσημέρι θα ‘ρθείτε στο σπίτι να φάμε αλλά πριν θα ‘ρθείτε απ’ το γραφείο μου. Εκεί ήταν μια τρομερά συγκινητική στιγμή γιατί εγώ έπεσα στην αγκαλιά του, κλάψαμε κι οι δυο, του ζήτησα συγγνώμη, ο πατέρας μου πολύ συγκινημένος κι έτσι γυρίσαμε στο σπίτι. Κι από κει και πέρα ήταν ο αγαπημένος του γαμπρός.
Βέβαια έγινε μεγάλο σούσουρο. Μεγάλο σκάνδαλο. Δηλαδή, για τη νοοτροπία της επαρχίας, πρωτοφανές. Δεν είχε ξαναγίνει αυτό να φύγει μια κοπέλα αυτής της τάξης της κοινωνικής και να πάει να παντρευτεί χωρίς να λογαριάσει την οικογένειά της. Αλλά μας βγήκε σε καλό.
Ο άντρας μου πήγε στον οργανισμό Κωπαΐδος, όπου εξελίχθηκε πάρα πολύ καλά γιατί είχε μυαλό και κάθε έξι μήνες έπαιρνε προαγωγή. Ήρθε στην Αθήνα, βρήκε δουλειά στη ΒΙΑΜΥΛ, οικονομικός κι εμπορικός διευθυντής σε δυο εργοστάσια, έκανε πολύ καλή καριέρα κι εκεί. Έδωσε εξετάσεις στην Πάντειο κι όταν πήγε πρώτη δημοτικού ο γιος μου πήρε το δίπλωμά του απ’ την Πάντειο ο άντρας μου. Ο οποίος ερχόταν απ’ τη δουλειά, άνοιγε τα βιβλία και διάβαζε.
Και παράλληλα είχαμε πολύ ωραία κοινωνική ζωή, party, γλέντια, γιατί ήμαστε άνθρωποι πολύ κεφάτοι. Και βέβαια εγώ, επειδή είχα πολύ περιορισμένη ζωή στον πατέρα μου, όταν παντρευτήκαμε είπα στον άντρα μου: «Δε θα μου πεις “μη”. Όταν μου πεις “μη”, και τις πόρτες να κλειδώσεις εγώ θα βγω από τη σκεπή και θα φύγω». Και δόξα τω Θεό, πήγε πάρα πολύ καλά η ζωή μας. Ο άντρας μου, ζήσαμε πολύ ωραία. Γλεντήσαμε, χορέψαμε, ήμουνα ελεύθερη, το σπίτι ήταν γεμάτο φίλους και τα party ήταν ατέλειωτα. Δηλαδή ζήσαμε περισσότερο από καλά.