Οι πρώτες μου μνήμες ξεκινούν για την Αγία Άννα και την παραλία της από το καλοκαίρι του 1984. Θυμάμαι ακόμα έντονα το ηχηρό τραγούδι των τζιτζικιών. Θυμάμαι ακόμα το γκάρισμα των γαϊδουριών, το αλέτρι που το έσερνε το βόδι ή το άλογο. Ήταν οι χωματόδρομοι, ήταν το πυκνό πράσινο το οποίο αισθανόσουν πολλές φορές ότι πιο πολύ έμοιαζε με ζούγκλα, παρά με δάσος μεσογειακής περιοχής.
Μου άρεσε πάρα πολύ το χώμα, δηλαδή η γη, απ’ όταν ήμουν εδώ πιτσιρικάς. Και πάντα μου έλεγε η μάνα μου κι ο πατέρας μου: «Καλά, σπούδασε και μετά θα σου πάρουμε το τρακτέρ!» Μου αρέσει αυτή η αίσθηση της ελευθερίας, δηλαδή να περπατάς μέσα στη φύση. Οπότε βρίσκομαι σε έναν τόπο που θα έλεγα ότι είναι κι ο τόπος ευλογημένος, αλλά κι εγώ ευλογημένος, ζώντας σε αυτόν τον τόπο.
Πρέπει να ήτανε μεσημέρι της Τρίτης, ήταν 3 του Αυγούστου και πρέπει να είχαμε βάλει την τηλεόραση και κάποιος τηλεοπτικός σταθμός είχε ειδήσεις κι έτσι ακούσαμε ότι μέσα στις πολλές πυρκαγιές που εκείνη την ημέρα είχαν ξεσπάσει στη χώρα, καθώς ήτανε και μία ζεστή ημέρα, είχε ξεσπάσει πυρκαγιά και κάπου μεταξύ Στροφυλιάς και Λίμνης. Δεν πιστεύουμε ότι μία πυρκαγιά που είχε ξεσπάσει σε οχτώ-εννιά-δέκα χιλιόμετρα μακριά, που μεσολαβούσαν δρόμοι, σπίτια, οικισμοί, χωριά αρκετά, θα κατέληγε στην Αγκάλη. Πίστευα ότι δεν πρόκειται να φτάσει ποτέ.
Κάποια στιγμή, βγαίνοντας από το σπίτι, αρχίζαμε να βλέπουμε πολύ πιο έντονα πια έναν καπνό, που αντιληφθήκαμε όλοι ότι δεν ήταν απλά ένας καπνός από μία εστία που έκαιγε δύο-τρία στρέμματα δάσους. Τι να κάνουμε, πήραμε τα τσαπιά κι αρχίζαμε να σκάβουμε γύρω-γύρω όχι μόνο στο κτήμα –το κτήμα μας ήτανε καθαρό– στα γειτονικά χωράφια, όπου υπήρχε χορτάρι να μείνει μονάχα χώμα, καθαρό χώμα, σε μία έκταση γύρω από το σπίτι ένα-πέντε-δύο μέτρα, με ένα μικρό πριόνι που είχε πάρει η μάνα μου για να κόβει, ας πούμε, τριανταφυλλιές. Δηλαδή, εννοώ ένα πριονάκι φανταστείτε ηλεκτρικό, για να κόβεις απλά κλαδάκια. Εμείς κόβαμε κορμούς ενός,πέντε-δύο μέτρων. Να τραβάς τις μπαλαντέζες, να έχουμε σκιστεί από τα πουρνάρια, από τα κλαδιά…
Πλέον φτάνει η Τρίτη βράδυ, έρχεται η Τέταρτη. Η φωτιά καίει χωρίς σταματημό, έρχεται η Πέμπτη. Η φωτιά καίει χωρίς σταματημό και πλέον όντως αισθάνεσαι ότι είσαι αβοήθητος.
Το 112 εκείνη την ημέρα χτυπούσε τρελά. Κάθε ώρα και λεπτό, το 112 μάς έλεγε: «Φύγετε από τις εστίες!» Πόσο ωραίο να το λέει το 112 κι αυτοί που έγραφαν το μήνυμα… Ποιος αφήνει το σπίτι του να καεί, όταν δεν υπάρχει καμία κρατική υπηρεσία για να το σώσει;
Κάποια στιγμή, με την άκρη του ματιού μου, βλέπω ότι η πυρκαγιά πλέον είχε φτάσει στην άσφαλτο, στην αρχή της ασφάλτου. Οπότε εκεί αισθάνεσαι ότι σε πλησιάζει.
Εμείς από το σπίτι φύγαμε, ήταν η ώρα 12. Το μόνο που πήρα, να πω την αλήθεια, ήταν ένα ρολόι του πατέρα μου. Δεν μπορούσα να μην το πάρω αυτό μαζί μου.
Εννοώ, πρακτικά έλεγα: «Το σπίτι θα καεί, οπότε άσε να έχω κάτι να θυμάμαι τον πατέρα μου», γιατί το σπίτι εκείνος το αγόρασε, εκείνος το ‘φτιαξε και σε κάθε σημείο που πηγαίνω, τον πατέρα μου σκέφτομαι. Αισθανόμουν ότι να πάρω κάτι να θυμάμαι, γιατί τι να θυμάσαι από πέτρες και ξύλα καμένα.
Πόλεμος ήταν… πόλεμος. Άμα δεν το ζήσει αυτό κανείς… Θα αντιληφθεί ότι ήταν πόλεμος. Και μάλιστα μάχεσαι μ’ έναν εχθρό που αντιλαμβάνεσαι, για τη φωτιά, ότι δεν μπορείς να τη δαμάσεις κι η φύση συνδυαστικά με την πυρκαγιά, εννοώ, λειτουργούνε… πώς είναι οι δύο ερωτευμένοι που χορεύουν τάνγκο; Η απόλυτη καταστροφή. Κι εσύ, στο ενδιάμεσο.
Η μόνη λύση που έχεις να κάνεις είναι να πας στην παραλία. Έβλεπες ανθρώπους σε αναπηρικά αμαξίδια με φιάλες οξυγόνου δίπλα. Έβλεπες παιδιά να κλαίνε, εφήβους να κλαίνε σπαρακτικά. Κι όλοι ήμασταν αποσβολωμένοι, δεν ντρέπομαι να το πω ότι δεν ήμασταν. Κι επίσης, ήταν ένας κακός χαμός. Κάποιοι λέγανε: «Τρέχτε να πάτε προς το κάμπινγκ, να σωθείτε!» Άλλοι: «Όχι, πάτε στην παραλία!» Κι έβλεπες μία πυρκαγιά –γιατί την έβλεπες την πυρκαγιά– να καίει τα πάντα. Είχε πια φτάσει στα σπίτια, στην παραλία.
Υπήρχε νηνεμία και ξαφνικά, ξεσπάει ένας δυνατός αέρας. Εγώ αισθανόμουν ότι ερχόταν ένας μαύρος, σκοτεινός άνεμος, ένα σύννεφο μαζί από το κάμπινγκ και στροβιλιζόνταν κι ερχότανε αυτός ο άνεμος και το μαύρο σύννεφο να μας χτυπάει με δύναμη στα μούτρα. Και δεν μπορούσαμε να βρούμε το αυτοκίνητο. Δεν μπορούσαμε να το βρούμε.
Κάποια στιγμή, ο φίλος μου που ήτανε μαζί, τον είχε πιάσει μεγαλύτερος πανικός κι ένταση. Να λέει: «Δεν μπορώ να αναπνεύσω». Βάλαμε τις πετσέτες που είχαμε, τις βουτήξαμε στη θάλασσα, τις βάλαμε στο πρόσωπο. Τελικά, βρήκαμε το αυτοκίνητο και μπήκαμε μέσα. Εγώ δε θα έφευγα από τον τόπο. Αισθανόμουνα ότι την ώρα που επέλεξα να φύγω ήτανε γιατί δεν ήμουν μόνος. Και στη ζωή όταν δεν είσαι μόνος, πρέπει να σκέφτεσαι και τον άλλον. Γιατί εμένα το σπίτι ήταν δικό μου, του φίλου μου δεν ήτανε δικό του. Οπότε τι θα έλεγα μετά εγώ στους δικούς του: «Α, ξέρεις τι, κάηκε για ένα σπίτι;»
Είσαι μέσα στο αυτοκίνητο. Άκουγες να γίνεται ο χαμός έξω. Τα κουκουνάρια σκάγαν και πετάγονταν παντού, ερχόταν τα αποκαΐδια. Έχουμε τις στάχτες που μυρίζουν, το καμένο, τη ρετσίνη, τα πλαστικά που καίγονται, αυτοκίνητα...
Είχαμε ήδη ακούσει ότι μαζεύονταν στο Κυμάσι. Το Κυμάσι είναι ένα λιμάνι νοτίως της Αγκάλης. Εκείνη την ώρα το Κυμάσι για εμάς, ήτανε η σωτηρία μας. Αλλά ήτανε μία σωτηρία που σε πονάει, γιατί αφήνεις κάτι πίσω και καίγεται. Καίγεται η ίδια σου η ζωή.
Φτάνεις στο Κυμάσι και τι αντικρίζεις; Μία ανοργανωσιά!
Εγώ δεν μπορώ να μην ξεχάσω και θέλει άγαλμα αυτός ο άνθρωπος, ένα παλικάρι με ένα σκάφος. Απ’ ότι κατάλαβα, ήταν δικό του το σκάφος. Ο οποίος ερχότανε από την Αγκάλη κι από το Αχλάδι κι έφερνε κόσμο από την παραλία, στο Κυμάσι. Ιδιώτης.
Αντί αυτά να γίνονται οργανωμένα, κρατικά, με μία φωτιά που καίει τρεις-τέσσερεις ημέρες, να γίνεται οργανωμένο από το ίδιο το λιμενικό, ξέρω γω, από το κράτος, γινόταν από έναν ιδιώτη. Με τις οδηγίες του λιμενικού! Ακόμα θυμάμαι, μέσα στα μάτια μου, να λέει ο λιμενικός: «Έλα μωρέ» –ας πούμε το λέγανε Γιώργο το παλικάρι– «έλα βρε συ, ρε Γιώργο, σε παρακαλώ, μία φορά ακόμα». Και να λέει το παιδί: «Μα θα ξαναπάω εκεί; Μα καίγομαι, δεν αντέχω!» «Άντε», του λέει, «μία ακόμα φορά». Κι επίσης, το ίδιο το παλικάρι με το μαγιό του ήτανε. Και κάποια στιγμή λέει: «Κρυώνω… έστω μία φανέλα… ένα σορτσάκι να φορέσω… μία σαγιονάρα». Και θυμάμαι, βγάζω τη δική μου την μπλούζα, του βγάζω το δικό μου το σορτσάκι, τις δικές μου τις σαγιονάρες και του τις έδωσα. Μακάρι να είχα κι άλλα να του δώσω. Κι αυτό το παλικάρι πηγαινοερχότανε κι αν υπήρχε ένας ήρωας εκείνη την ημέρα στα δικά μου τα μάτια, ήταν αυτό το παλικάρι που μετέφερε, όχι μία φορά όπως μπορεί να έκαναν άλλοι, αλλά εκατοντάδες φορές, που λέει ο λόγος, κόσμο. Και το ‘κανε αγόγγυστα!
Δύο κάναν Δρομολόγια του λιμενικού, που είδα εγώ; Εικοσιπέντε είχε κάνει αυτό το παλικάρι το μόνο του. Κι έφερνε κόσμο κι ήταν αποσβολωμένοι. Ήταν σαν τους έχεις ρίξει χαστούκια. Μας κοιτούσαν κι ήτανε σαν να μην ήταν εκεί, σαν να μας βλέπανε με γυάλινα μάτια.
Προς τα βόρεια, πίσω από τους λόφους, έβλεπες να λαμπαδιάζουν τα πάντα, να καίγονται τα πάντα. Ένα εκτυφλωτικό κοκκινοπορτοκαλί χρώμα –το λέω και μου σηκώνεται η τρίχα– κι ήξερες ότι εκείνη την ώρα καίγονται τα πάντα και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Κανείς δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.
Παρκάρουμε το αυτοκίνητο μας κάτω στην παραλία, στο κέντρο της παραλίας, κι αρχίζουμε και περπατάμε για να φτάσουμε στην Αγκάλη. Όταν λοιπόν περνάς τον βράχο που χωρίζει την Κρύα Βρύση από την Αγκάλη, εκεί βλέπεις να έχει πέσει μία βόμβα και βλέπεις την απόλυτη καταστροφή. Να καίγονται τα πάντα.
Δεν είχε μείνει τίποτα όρθιο. Είδαμε τροχόσπιτα καμένα, είδαμε αυλές καμένες, αυτοκίνητα καμένα, κολώνες του ηλεκτρισμού, κολώνες του ΟΤΕ καμένες να στέκονται έτσι σε μία…σαν πάνω σε μία καρφίτσα. Μία αποπνικτική ατμόσφαιρα. Δεν μπορούσες να αναπνεύσεις χωρίς να βάλεις κάτι στη μύτη. Διασχίσαμε όλη την παραλία, για να φτάσουμε στο σπίτι. Παντού φωτιά.
Εκεί, δε θα το ξεχάσω, κάποια στιγμή καθώς περπατάμε ακούμε έναν θόρυβο, κάτι σαν να τρέχει, σαν να πέφτουν πέτρες. Γυρνάμε πίσω και βλέπουμε ένα κτήνος, ένα τεράστιο αγριογούρουνο το οποίο καιγόταν, έβγαζε καπνούς κι έπεσε μέσα στη θάλασσα. Κι ήταν ένα πλάσμα που κάηκε. Και δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να καίγονται τα ζώα και να μη δίνουμε σημασία.
Έκλαιγα συνέχεια. Δεν μπορούσα. Έκλαιγα… ήτανε κλάμα, ένα κλάμα λύπης, ένα κλάμα χαράς, ένα κλάμα θλίψης, ένα κλάμα οργής και μόνιμα νομίζω έλεγα ότι: «Δεν το πιστεύω! Δεν το πιστεύω ότι υπάρχει το σπίτι!»
Η πυρκαγιά, να το έχουμε στο μυαλό μας, έκαιγε ακόμα. Εμείς, στα βουνά μας γύρω από την Αγκάλη, έτσι όπως είναι έχει τους λόφους, έκαιγαν για εβδομάδες. Σε απόκρημνα σημεία, έκαιγαν για βδομάδες. Το βράδυ έπεφτε με μυρωδιά, με καύτρα, με μαυρίλα παντού, τα πάντα ήτανε μαύρα. Και να μην έχεις νερό, να μην έχεις ηλεκτρικό ρεύμα. Ό,τι πιάνεις να γίνεται μαύρο. Το χέρι σου, τα πόδια σου, πέρα από την ψυχή σου. Μπαίνανε στο σπίτι, δεν μπορούσαμε να ανοίξουμε τα παράθυρα.
Δηλαδή, ζεις και ζούσαμε και ζήσαμε για πολλές-πολλές-πολλές εβδομάδες, σχεδόν μέχρι να μπει ο χειμώνας και να πιάσουν οι βροχές και κάπως να ξεπλυθεί η φύση, μέσα σε μία ατμόσφαιρα που μπορεί να ήταν και καρκινογόνα. Αλλά όμως επιλέξαμε να μείνουμε στον τόπο μας, να μην τον εγκαταλείψουμε.
Παλιά, πριν την πυρκαγιά, ήταν πολλές οι περιοχές που επισκεπτόμασταν. Για ένα διάστημα το είχαμε σταματήσει, δε μας έκανε αίσθηση. Το δάσος είναι ωραίο να το περπατάς και να το ζεις. Άμα δεν υπάρχει δάσος, τι να περπατήσω και τι να ζήσω;
Αυτό δε σημαίνει ότι έτσι, δειλά-δειλά που έχει ξαναβγεί το πράσινο, δεν αρχίζεις λίγο να αισθάνεσαι ότι: «Ας ξαναπάω σε αυτά τα μέρη, να μαζέψω λίγο ρόκα, αγριόχορτα να φτιάξω, ας πούμε, την πίτα μου που θέλω…» Αλλά όμως, όσο και να θέλεις, σε πληγώνει, γιατί έχεις το πριν και το μετά. Και το πριν πάντα σε στοιχειώνει. Σε στοιχειώνει η πυρκαγιά κι η καταστροφή της.
Δε θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ τη ζωή μου μακριά από την Αγκάλη. Μοιάζει, λοιπόν, αυτή η θάλασσα να είναι μία αγκαλιά που σε αγκαλιάζει. Δε θα μπορούσα, λοιπόν, αυτόν τον τόπο, που σε αγκαλιάζει και σου προσφέρει απλόχερα τις χαρές του, της φύσης, να τον εγκαταλείψω για μία πόλη. Δηλαδή, σε καμία περίπτωση.