Γεννήθηκα 7 Ιουνίου το ‘40. Εδώ στην Αστυπάλαια γεννήθηκα, αλλά εμείς μέναμε, έχει ένα νησάκι πιο κάτω, η Σύρνα. Ήταν ο προπάππους, γέρασε ο προπάππους, έμεινε ο παππούς, μετά ανάλαβε ο πατέρας μου μέχρι που ήτανε καλά.
Δεν είχαμε πολλά πράγματα για να παίξουμε. Παίζουμε κυνηγητό τα παιδιά που μαζευόμαστε, καμιά εικοσαριά πιτσιρικάδες. Το πιο ωραίο μας πράγμα ήτανε, το βράδυ που μαζευόμαστε. Είχαμε ένα μαγκάλι που ήτανε από οβίδα και την είχαμε κόψει και βάζαμε τα κάρβουνα να βράζουμε και καθόμαστε γύρω-γύρω, να μας λένε παραμύθια. Μπορεί ένα παραμύθι να κρατούσε και δυο μήνες να τελειώσει! Μας λέγαν κάθε βράδυ λίγα-λίγα. Ή να παίζει ο πατέρας μου τη λύρα ή την τσαμπούνα να χορεύουν οι ανθρώποι, να γλεντάνε. Ήταν όμορφα, όμορφα! Ήταν όμορφα τα χρόνια εκείνα.
Μετά, ήρθε ο πόλεμος. Δύσκολα εκείνα τα χρόνια, γιατί φοβόμαστε τους Γερμανούς. Τον πολύ καιρό τον ζούσαμε μέσα σε σπηλιές. Ο πατέρας μου είχε εννιά αδερφές και τις είχε, τις πολλές τις είχε πα’ στο νησί με τα παιδιά τους, γιατί οι άντρες τους τους είχανε πάρει στον πόλεμο και τις είχαμε κοντά μας, δηλαδή. Κι είχε, ας πούμε, διάφορες σπηλιές, τις είχε φτιάξει, είχαμε κρεβάτια, δηλαδή, ένα στρώμα μέσα, τυρί, παξιμάδι, νερό… Σε μία δύσκολη ώρα, ας πούμε, πήγαινε, έπαιρνε καθεμία τα παιδιά της και πήγαινε κι έμενε μες στη σπηλιά.
Ο πατέρας μου, λόγω το νησί, βέβαια, που ήτανε σαν σταυροδρόμι, είχε αναλάβει στην Αντίσταση. Ερχόντουσαν πάνω τα πολεμικά πλοία, οι μεγάλοι ναύαρχοι εκείνα τα χρόνια. Για συνεννόηση… Είχανε ορισμένα μέρη που αράζανε τα βαπόρια, τα ελληνικά, τα εγγλέζικα. Όταν είχε Γερμανούς στο νησί, τους έβαζε μία γερμανική κονσέρβα κι αυτοί, σου λέει: «Έχει Γερμανούς στο σπίτι». Δεν ερχόντουσαν. Όταν ήταν καθαρό το νησί και δεν είχε κανέναν, έβαλε ελληνική ή εγγλέζικια. Κι ερχόντουσαν στα σπίτια.
Επεράσαμε δύσκολες ώρες. Τους είχανε προδώσει. Κάποιος, δηλαδή, επρόδωσε κι είπε ότι: «Σε αυτά τα μέρη του νησιού πάνε βαπόρια ελληνικά κι εγγλέζικα κι ο Μεταξωτός τούς καμουφλάει». Δηλαδή, είχανε κάποιο δίχτυ που το ρίχνανε πάνω στο καράβι κι ήτανε σύμφωνα με τη στεριά το χρώμα, «καμουφλάζ» το λέγανε. Οπότε, έπρεπε να ξέρεις στο σημείο που ήτανε για να το καταλάβεις πως ήτανε αραγμένο κάποιο βαπόρι.
Είχε πάει ο πατέρας μου, είχε σφάξει κρέατα, είχαμε βγάλει ψωμί, τυριά και τους πήγε κάτω κι είχε χαλάσει ο ασύρματος του καραβιού. Κι έφευγε ο πατέρας μου, γιατί στο πιο ψηλό βουνό του νησιού, που υπήρχε και σπηλιά που μέναμε μέσα, είχε ασύρματο. Φεύγοντας ο πατέρας μου για να πάει στον ασύρματο να ειδοποιήσει, να πει ότι ο ασύρματος του βαποριού έχει χαλάσει και δεν μπορούν να επικοινωνήσουνε, άκουσε πυροβολισμούς. Γυρνάει πίσω και τι να δει; Όπως ήταν το λιμάνι έτσι, που ήταν τα βαπόρια, ήταν κλεισμένο με γερμανικά καράβια και πυροβολούσαν!
Γυρνάει πίσω, έρχεται στα σπίτια και φωνάζει: «Φέρτε μου το παιδί μου κι όλες στις θέσεις σας, γιατί ήρθαν Γερμανοί!» Με πήγε κάποια θεία μου, με πήρε από ‘κει. Προχωρώντας για να φτάσει στον ασύρματο, να πει ότι: «Ξέρεις, μας βομβαρδίζουν τα γερμανικά». Αλλά αυτοί είχανε βγάλει στρατό σε όλο το νησί γύρω-γύρω και μετά ήρθαν και μπομπαρδίζανε.
Όπως είναι το βουνό κι ανεβαίναμε πάνω, επρόβαλε το στρατό μπροστά μας. Και μπήκαμε κάτω απ’ τη ραφή. Είχαμε κρυφτεί από κάτω. Δεν ήταν σπηλιά βαθιά, ίσα που ήταν η ραφή και καλυβόμαστε από κάτω. Με είχε κλείσει το στόμα μου ο πατέρας μου, μπρούμυτα. Κι όλο το στρατό πέρασε από πάνω μας και δε μας είδε, ευτυχώς!
Δεν είχαν αφήσει τίποτα. Ό,τι κινιότανε, το διαλύσανε. Επιάσαν αιχμαλώτους, βέβαια, αυτούς που ήταν μέσα στα βαπόρια. Πήραν τα βαπόρια και φύγανε.
Έχουμε δύο εκκλησάκια πάνω, τον Άη Γιάννη και τον Άη Γιώργη. Ο Άη Γιώργης είναι ακριβώς εδώ που πας στο λιμάνι κι ο Άη Γιάννης είναι πάνω στην κορυφή. Κάποια λοιπόν, που είχαμε ανθρώπους και μας βοηθούσαν, δηλαδή στα ζώα, βλέπει όπως ήταν το λιμάνι, ένα κόκκινο πράγμα και το ‘παιζε η θάλασσα. Ήρθε λοιπόν αυτή και το ‘πε του πατέρα μου.
Ο πατέρας μου φαντάστηκε ότι ίσως ήταν κάποιοι που ‘θέλαν να τον πιάσουν, ένα κόλπο. Τους λέει: «Φύγετε όλοι απ’ το σπίτι». Και παίρνει τα κιάλια κι είδαν ότι μέσα σε αυτή τη λέμβο είχε έναν άνθρωπο, που ήτανε μισοτελειωμένος. Πέρασε καμιά ώρα που παρακολουθούσε κι είδε ότι ήταν ήσυχα τα πράγματα. Οπότε, δένει έναν σπάγκο με μία πέτρα και το πετάει μες στη λέμβο και την τραβάει. Την ήφερε γιαλό-γιαλό, έχει άμμο εδώ, τον ήφερε στον άμμο. Είχε, βέβαια, και τους βοσκούς. Τους έστειλε και πήγαν και φέρανε ένα μουλάρι και βάλανε ξύλα πάνω και στρώσαμε μία κουβέρτα και τον φέραμε στο σπίτι.
Άντρουκλας, μεγάλος άνθρωπος, και νέο παιδί. Δε μιλούσε, δε λαλούσε, ήτανε μισοτελειωμένος. Είχε κοπεί το κρέας του όλο, τον μπουτιού. Ευτυχώς, το κρέας μόνο. Είχε γυρίσει έτσι κάτω. Εκείνα τα χρόνια εμείς δεν υπήρχανε φάρμακα κι αλοιφές. Με ασκέλα, με κερί, φρέσκο κερί, με λάδι και κάναμε αλοιφή και με πετρέλαιο να πλύνουμε την πληγή. Με όποιον τρόπο μπορούσαμε να τον γιατρέψουμε, να του δώσουμε λίγο γάλα να πιει, κάτι, που ήταν ο άνθρωπος μισοπεθαμένος. Άφησε, όμως, σημάδι ο πατέρας μου ότι πρέπει να έρθει κάποιος στο σπίτι. Αν περάσουνε καράβια, να δούνε ότι έχει κίνδυνο κι έπρεπε να έρθουνε σ’ επαφή.
Είχαν έρθει τρεις στο σπίτι. Περιμέναν να μιλήσει, να πει κάτι. Κι όταν άκουσαν που είπε αυτός: «Joey Foster», σταματήξαν κι οι τρεις προσοχή μπροστά του!
Αυτός ήταν μεγάλος αξιωματικός και πήγαινε κάποια έγγραφα να ανατινάξουν κάποια γέφυρα. Εκεί τους πιάσανε και τους ‘κλείσαν φυλακή και τους πηγαίναν για εκτέλεση. Κάποιος τους βοήθησε και φύγανε. Φύγανε, βέβαια, με αεροπλάνο, ήτανε πιλότος αυτός. Το πήραν οι άλλοι χαμπάρι, τους βομβαρδίσαν στο δρόμο και πέσανε.
Του λένε του πατέρα μου ότι: «Πάρ’ τον από το σπίτι, μην τον έχεις στο σπίτι σου, γιατί αν έρθουν να τον εύρουνε, δε θα σκοτώσουν μόνο εσένα. Αυτά που έχεις, καμιά τριανταριά παιδιά, θα στα σφάζουνε να μαρτυρήσεις πού τον ηύρες, πώς και τι». Τα έγγραφα, εν τω μεταξύ, αυτός τα είχε μέσα στα σκέλη του κολλημένα. Πήραν τα έγγραφα και φύγανε. Πήγαν κι ανατινάξαν τη γέφυρα, τελικά.
Τον πήραμε εμείς, τον πήγαμε σε μία σπηλιά μέσα. Μακριά απ’ τα σπίτια, βέβαια. Κι εκεί με είχαν κι εμένα μέσα και του ‘δωνα νερό και του ‘λέγα: «Μαμ-μαμ-μαμ», να φάει, δηλαδή. Μετά από οκτώ μέρες, ήρθαν και τον πήρανε. Είχεν έρθει το υποβρύχιο, το Παπανικολή, ανοιχτά. Τον πήρε με βάρκα και τον πήγαν πάνω και τον πήρε. Όταν έφευγε, όμως, έβγαλε τον αρραβώνα του και μου τον ήδωσε. Ήγραφε το όνομά του και της αρραβωνιαστικιάς του τ’ όνομα, απ’ τη μέσα μεριά.
Ο άνθρωπος αυτός δε θυμότανε -γιατί ήταν, βέβαια, σε τέτοια αθλία κατάσταση- πού είχε πέσει, ούτε πώς, τι. Θυμόταν μόνο το όνομα του πατέρα μου, «Θοδωρής», το όνομα του παππού μου, «Μπαρμπα-Γιάννης», το δικό μου όνομα και «Σύρνα». «Σαψάκος», «Σύρνα». Έλεγε λοιπόν στα παιδιά του: «Πώς μπορώ να μάθω πού είναι οι άνθρωποι αυτοί; Πού υπάρχει Σύρνα; Πού είναι, για να πάω να τους βρω;» Έψαχνε πενήντα χρόνια για να μας βρει.
Τα παιδιά αυτά είχανε κάτι φίλους δημοσιογράφους. Έτυχε να έρθουν οι ανθρώποι αυτοί στην Αστυπαλιά. Δούλευα μέσα στο μαγαζί εκεί, τους έψησα καφέ, τους πρόσφερα. Δεν ξέραν κι ελληνικά πολλά. Εκείνη την ώρα ήρθε ένα καΐκι απ’ τη Σύρνα, ψαράδικο, και μου φωνάζουνε: «Σαψάκαινα, έλα! Ήρθαμε από τη Σύρνα. Έλα να πάρεις ψάρια!» Ακούσαν αυτοί: «Σαψάκαινα» και «Σύρνα». Μπαίνει μέσα, λοιπόν, ένας και μου λέει: «“Σαψάκαινα”, ποια είναι;» Λέω: «Εγώ». «Ελένη;» Λέω: «Εμένα». «Σύρνα;» «Ένα νησί πιο κάτω». «Θοδωρής;» Λέω: «Ο μπαμπάς μου, αλλά έχει πεθάνει», λέω. «Γιάννης;» Λέω: «Ο παππούς μου, αλλά έχει πεθάνει».
Αυτό ήταν. Την παράλλη μέρα το πρωί, ήρθε με τη γυναίκα του. Σε δυο μέρες μέσα δηλαδή, ήρθαν και με εύρανε. Δεν μπορώ να σου πω τι είχε γίνει! Αγκαλιές, φιλιά, κλάματα, τα πάντα! Την αγάπη και την ευγνωμοσύνη που του δώσαμε, την ένιωσε κι ήθελε να την ανταποδώσει.