Go Back

Ο βοσκός των Ιμίων

voskosheader
Αφηγητής/τρια

Είμαι γέννημα θρέμμα Ψέριμο. Την Ψέριμο και τη Δωδεκάνησο όλη, την είχανε οι Ιταλοί και μας τη νοικιάζανε. Σκάβαμε εμείς να βγάλουμε κριθάρι, σιτάρι, τρόφιμα, για να μπορέσουμε να ζήσουμε. Ήτανε φτώχια με το τσουβάλι. Ήμασταν πολύ πληθυσμένοι, 400 άτομα ήμασταν στη Ψέριμο πάνω. Δώδεκα βάρκες ήταν οι χταποδάδες μόνο. Και σφουγγαράδες είχε.

Πνίγηκε ο πατέρας μου κι έτσι από δέκα χρονών, άρχισα τον αγώνα. Μου βγάλανε φυλλάδιο για να μπορέσω να πάω στα σφουγγάρια κι εγώ. Ήμουνα ο πιο μικρός, βέβαια. Σήκωνα τα κοντάρια, τη καμάκα στη βάρκα πάνω. Είχε δύο σφουγγαράδες πιο μεγάλους μέσα που βουτούσανε βαθιά. Έχω πάει στη Βεγγάζη κάτω, Ντένα, Τρίπολη, Κύπρο... Έξι χρόνια στα καΐκια μέσα. Αφού τελείωσαν αυτά, πήρα βάρκα μοναχός μου. Πήγαινα στο ψάρεμα. Πήγαινα στη Τουρκία μέσα.

"Μόλις πήγα εκεί στα Ίμια κοντά να ρίξω τα παραγάδια, με ‘λαχε να με πιάσουνε, να με γραπώσουν τότε οι Τούρκοι."

Μια «καταδίωξη» με πήρε στο Κιμουκσλί για να μου πάρει καταθέσεις. Με πήρανε, με πήγανε στις βαριές φυλακές. Έκαμα τη φυλακή, στην Αλικαρνασσό. Η φυλακή είχε μέσα 500 φυλακισμένους. Ήταν ακόμη αρχές, δυο-τρεις μήνες μέσα, ήθελα κάτι από τον Μουτούρμπεη, από τον διευθυντή. Και πάω και βλέπω στο γραφείο του φάκελα ελληνικά. Είχα τρεις μήνες να πάρω ένα γράμμα, να μιλήσω με τα παιδιά μου. Τον παρακάλεσα, του λέω: «Κύριε Μουτούρμπεη, να διαβάσω τουλάχιστον! Εδώ θα τα διαβάσω». Ήθελε να τα δώσει να τα διαβάσουν πρώτα Τούρκοι, να δουν τι γράφουν μέσα. Λογοκρισία. Δε με άφησε.

Μπήκα το ‘56 και βγήκα το '58 έξω απ' τη φυλακή. Συνέχισα στα καράβια. Βρήκα ένα-δύο βαπόρια καλά, που είχαν λεφτά μέσα, κι έτσι μπήκα λοστρόμος και κονομούσα. Λέω να βγάλω τα σπασμένα της φυλακής. Γιατί μου έλεγε ο καπετάνιος: «Ξεκουράσου». «Βρε ξεκουράστηκα», λέω, «στη φυλακή δυο χρόνια. Αυτά τα σπασμένα πρέπει να τα συμπληρώσουμε τώρα, αυτά που χάσαμε». Κι έτσι έπιασα είκοσι επτά χρόνια υπηρεσία και βγήκα πενήντα χρονών στη σύνταξη.

Αφού βγήκα στη σύνταξη, είχα τρία παιδιά τώρα. Ψάρευα τότε εδώ χάμω, έπαιρνα και το μηνιάτικο μου. Περισσεύανε. Εν τω μεταξύ ο γαμπρός μου κι οι συμπέθεροι μου, είχαν τα ζώα τους πάνω στη Γαΐδουρόνησο (Καλόλιμνος). Πήγαιναν στα σφουγγάρια, στη Λαμπεντούσα, στην Ιταλία. Μου λέει: «Αφού θα παραμένεις εσύ εδώ, σου δίνουμε ένα πενηντάρικο τον μήνα να πας να βγάλεις νερό στα κατσίκια έξω». Ε, αφού ψαρεύω που ψαρεύω εδώ χάμω, πήγα. Πήγα στα Ίμια πάνω, είδα χόρτο μπόλικο. Πάω στη Ψέριμο, αγοράζω τριάντα κατσικάκια μικρά, των πέντε φράγκων ήταν, καπαμάκια. Τα έριξα πάνω, είκοσι στο ένα και δέκα στο άλλο νησί. Τα άφηνα να μεγαλώνουν, τα έσφαζα το Πάσχα και βαστούσαν εκεί χάμω.

Και με έλαχε τώρα η μπόρα, να έχω τα ζώα πάνω το ’96. Όταν έγινε όλο το επεισόδιο με τη Τσιλέρ, τη κουφάλα αυτή. Ήθελε να πάρουν τα Ίμια, ήταν λέει τούρκικα. Λοιπόν, αφού βγήκαν πάνω καθόμουν εκεί στη Ψέριμο, έβλεπα τη τηλεόραση κι άναψα. Λέω: «Όχι, δε θα τους αφήσω να περάσουνε, δικά μας είναι τα νησιά. Τόσα χρόνια είναι δικά μου, δικό μου σπίτι». Σηκώνομαι, έρχομαι στη Κάλυμνο μέσα, πάω στο Λιμεναρχείο.

"Λέω του λιμενάρχη: «Εγώ θέλω να πάω στο νησί πάνω, στα Ίμια». Μου λέει: «Ξέρεις τι λες τώρα; Αφού είναι οι Τούρκοι πάνω, πώς θα πας εσύ;» «Τι σε νοιάζει εσένα, εγώ θα πάω να βγω έξω. Να φάω μια ριπή, την έφαγα. Πάει στο διάολο»." 

Λέει: «Περίμενε». Τηλεφωνάει στους μεγάλους. Μου λέει: «Εμείς θα είμαστε παρών. Θα είμαστε παρών». Πάω εκεί κάτω, ήρθε η «καταδίωξη» μας. Ήταν γρήγορη και μεγάλη, είχε δώδεκα άτομα μέσα. Με συνόδευσε, μου λέει: «Μέχρι εδώ μπορώ, από δω και μέσα απαγορεύεται να μπω εγώ». Λέω: «Θα πάω εγώ, μοναχός μου». Οι Τούρκοι μόλις είδανε, ήρθανε δύο «καταδιώξεις» να με βουλιάξουνε, για να μη βγω έξω. Αλλά τέτοιο είναι το νιονιό τους, κάνανε κύκλο έτσι να μου κόψουν, τα έδωσα εγώ από τη μέση και πάω και βγαίνω έξω στο νησί. Μόλις φουντάρισα κι έδεσα έξω, φουλάρει η δική μας «καταδίωξη» που με συνόδευε κι ήρθε κι έκατσε από μπροστά, να μη μου σπάσουν τη βάρκα. Δε μπορούσαν πια. Κάθονταν, φυλάγανε εκεί κάτω και τα ζώα τα είχα εγώ πάνω.

Εγώ τα κατσίκια τα είχα δεκαπέντε χρόνια. Αλλά όταν ήρθε αυτή η δουλειά, ήθελα να τα πάρω. Δε με αφήναν οι δικοί μας, μου είπαν να πάω να τα ταΐζω. Είπαν: «Θα σου δίνουμε εμείς κάτι να τους παίρνεις για φαί». «Πληρώνετε εσείς, να πληρώνω κι εγώ τα καύσιμα μου, για να τα κρατάω εκεί χάμω», λέω.

graptesvoskosimiwn
voskosimiwnsmal

Από κούραση μη συζητάς, κούραση. Εβδομήντα δύο χρονών και κουβαλούσα ακόμη νερά έξω. Έπαιρνα δύο χάπια παυσίπονα από τη Ψέριμο μέχρι να πάω, για να μπορώ να βγάλω τα νερά, να βγάλεις σαράντα δοχεία νερό έξω. Και να θέλει δύο φορές την εβδομάδα. Στο 2000 τα πήρα από πάνω, λέω θα κάθομαι να πάω να σκυλοπνίγομαι εδώ, να χαλάω εγώ τη σύνταξη μου; Τι κέρδος έχω; Ούτε το γάλα τους θέλω, ούτε παίρνω τίποτα. Να πουλήσω πέντε εριφάκια; Τα άλλα τα μοίραζα στα παιδιά.

Εγώ αν είχα τα ποδάρια μου… Φέρε μου τα ποδάρια μου να πάω να βγω να κόψω το καλαδούρι που έχουν βάλει τώρα οι Τούρκοι. Έχουν βάλει μια σημαδούρα κόκκινη εκεί κι απαγορεύεται τώρα και φοβούνται οι άλλοι να πάνε. Ρε πήγαινε βάλε ένα δυναμίτη να πάνε από εκεί που ήρθανε, κόντρα θέλει ο ένας για να φύγει! Ενενήντα τεσσάρων χρονών. Να έχω τα ποδάρια μου θέλω… Θέλω ακόμη να πάω να δουλέψω. Από τέτοια κι από αυτά αισθάνομαι πολύ καλά…

Ερευνητής/τρια
Αντωνόπουλος Γιάννης
Επιμέλεια
Σταύρος Βλάχος
Autoplay
Playing next

Είσαι σίγουρος πως θέλεις να τερματίσεις τον player;

Alt text
Με το που γυάλιζε το μάτι του ήξερα τι θα συμβεί