Go Back

Από τη Ζάκυνθο στο Νταχάου

1520x736_arbeit_macht_frei_dachau_8235

Γεννήθηκα στις Ορθονιές της Ζακύνθου, το 1924. Επάτησα τα 97, αλλά νομικά είμαι 96. Διότι η μάνα μου, για να μπορέσει να πληρώσει τα χωράφια και το σχολείο, με δήλωσε μετά από έναν χρόνο. Η μάνα μου ήταν πολύ πονηρή γυναίκα… Είχε κάνει έντεκα παιδιά, ζήσαμε τα έξι από τα έντεκα, τα πέντε τής πέθαναν μικρά. Ο πατέρας μου ήταν παπάς και δάσκαλος.

Έγινε ο πόλεμος κι επάτησαν το νησί οι Γερμανοί. Στη Βολίμα, είχανε γεμίσει το σχολείο το μεγάλο με όπλα. Είχαν τρυπήσει κι όλο το βουνό για να βάλουν μέσα πολεμοφόδια και μέρα-νύχτα μεταφέρανε κανόνια για να ελέγχουν τη θάλασσα, γιατί φοβόντανε μην κάνουν απόβαση οι Άγγλοι.

Μαζί με την Κατοχή, ξεκίνησε και το αντάρτικο. Εγώ δεν πήγα αντάρτης, αλλά μπήκα στην ΕΠΟΝ, όλα τα παιδιά του σχολείου γραφτήκαμε στην ΕΠΟΝ. Πολεμήσαμε τους Γερμανούς μια μέρα του ‘44, κατεβαίνοντας από τον Άγιο Δημήτρη. Ήμαστε μες στα λιόφυτα κρυμμένοι, οπλισμένοι με αραβίδες ιταλικές. Στήσαμε ενέδρα κι όταν φάνηκε η γερμανική φάλαγγα που ερχόταν από τη Βολίμα, τους επιτεθήκαμε. Έγινε μεγάλη μάχη. Σκοτώσαμε Γερμανούς πολλούς, αλλά σκοτώσανε κι από μας πολλούς οι Γερμανοί, γιατί ήτανε βαριά οπλισμένοι.

Οι Γερμανοί είχαν εγκαταστήσει τηλεφωνική γραμμή από τη χώρα, στη Βολίμα. Μια μέρα πήγε ένας κι έκοψε το καλώδιο των Γερμανών. Πήγε να πάρει νερό από το πηγάδι και την έκοψε. Οι Γερμανοί, μόλις δεν είχαν τηλέφωνο, λυσσάξανε, νόμιζαν ότι ήταν ένα ακόμα σαμποτάζ από τους αντάρτες. Βγήκαν με τα φορτηγά και μάζευαν όλη τη νεολαία από δω, από Αναφωνήτρα, Βολίμα, Μαριές… διακόσια άτομα. Και πήραν κι εμένα.

Το σχεδιό τους ήταν να μας βάλουνε μισοκάναλα σ’ ένα καΐκι και να μας βουλιάξουνε. Αλλά μας έσωσε ο δεσπότης, ο Χρυσόστομος. Πήρε αμέσως συνεργείο να φτιάξει το τηλέφωνο, μίλησε με τον Γερμανό διοικητή κι εκείνος του είπε: «Δεν τους βουλιάζουμε, αλλά θα πάνε στη Γερμανία σε έργα».

Κι έτσι μας βάλανε στην Κυλλήνη στο τρένο, μέχρι το Μόναχο. Έξι μέρες ταξιδεύαμε. Μες στο τρένο, εν τω μεταξύ, τρώγαμε ξύλο, εδώ μου έχουν σπάσει τα κόκκαλα, βαλ’ το χέρι σου εδώ… μου ’χουνε σπάσει τα κόκκαλα. Μας είχανε με το αυτόματο οι Γερμανοί, όποιος λίγο κουνιότανε, τον σκοτώνανε.

Στη Γερμανία, μας πήγαν στο Νταχάου. Μας έβαλαν στη γραμμή, χιλιάδες κόσμο. Κάθε μέρα έρχονταν τρένα φορτωμένα από διάφορα μέρη, διάφορες χώρες. Μελλοθάνατοι... Εβραίοι, Πολωνοί… Όσους φέρνανε στο Νταχάου, οι Γερμανοί δεν τους ρωτάγανε. Κατευθείαν τους έβαζαν στους φούρνους, ζωντανούς. Κάθε μέρα φέρνανε τρένα φορτωμένα και τους χώνανε μες στους φούρνους αμέσως, ζωντανούς. Στα κρεματόρια. Στο Μόναχο. Τι έχουν δει τα μάτια μου…

"Αφού μας έβαλαν στη γραμμή, μας προορίζανε για τους φούρνους, τα κρεματόρια."

Στην πύλη μάς 'λέγαν: «Θα γδυθείτε και θα κάνετε μπάνιο μέσα». Ψέμα, αφού τους ψήνανε μέσα... Η τύχη μου; Είχε γεμίσει ο θάλαμος, και μείναμε ένα μέτρο πριν την πόρτα. Μείναμε έξω, ένα μέτρο πριν κλείσει η πόρτα για τους θαλάμους αερίων. Έτσι εγλίτωσα, από τύχη. Γιατί είχε γεμίσει ο θάλαμος.

Μας πήραν με κάτι κλούβες, μας πήγανε σ’ ένα στρατόπεδο έξω απ’ το Μόναχο και μας κλείσανε εκεί. Το πρωί, περιμέναμε την τύχη μας. Μόλις ήρθαν οι κλούβες, λέμε τώρα θα μας πάρουν κι εμάς. Αλλά μας πήγανε αλλού τελικά. Έξω απ’ το Μόναχο κάνανε έργα σε ένα βουνό, το τρυπάγαν οι Γερμανοί και θέλανε ομήρους εργάτες. Πήραν πολλούς για να δουλέψουν εκεί και πήραν κι εμένα.

Δουλεύαμε εκεί, τέσσερις μήνες. Ξαφνικά μια μέρα, οι Γερμανοί μάς εγκαταλείψανε. Χαθήκανε ξαφνικά οι επιστάτες, δεν είχαμε κανέναν επιστάτη. Δεν ξέραμε τι συμβαίνει. Πού να ξέραμε, μήπως είχαμε νέα, μαθαίναμε τίποτα; Δεν ξέραμε τίποτα κι αναρωτιόμαστε, Έλληνες και ξένοι.

720_dachau__43964434752_
720_campo_de_concentracion_de_dachau

Αρχίσαμε και κατεβαίναμε, αφού δεν υπήρχε κανένας επιστάτης, και κατεβήκαμε σιγά-σιγά με τα πόδια στην κατοικημένη περιοχή. Τότε μάθαμε ότι έχασε η Γερμανία τον πόλεμο κι ήρθαν οι Ρώσοι. Εκεί που κατεβήκαμε, προς την κατοικημένη περιοχή, μέσα στους δρόμους τανκς, πυροβολισμοί, πτώματα... Αντιστεκόνταν οι Γερμανοί με τους Ρώσους, κατάλαβες; Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι πτώματα, τανκς...

Για να βγούμε από τη Γερμανία κάναμε δύο μήνες. Περάσαμε μεγάλη ταλαιπωρία, μέναμε σε ημιυπόγειες πόρτες, σε διάφορες κρυψώνες, για να μη μας σκοτώσουνε οι Γερμανοί. Αλλά κι οι Ρώσοι να μη μας σκοτώσουνε. Για να βγούμε από τη Γερμανία κάναμε δύο μήνες, με τα πόδια. Με τι να ‘ρθεις; Ούτε λεφτά, ούτε τρένα. Με τα πόδια.

Μπήκαμε στη Γιουγκοσλαβία, ούτε οι Γιουγκοσλάβοι είχαν τίποτα να μας δώσουν να φάμε. Τη βγάζαμε κάτω από γεφύρια, περιβόλια, μαντριά, και τρώγαμε διάφορα χόρτα. Κάναμε εφτά μήνες σύνολο, με τα πόδια, να έρθουμε Ελλάδα. Όταν ήρθαμε Ελλάδα, η μάνα μου, εδώ, με τον πατέρα μου, δε με περιμένανε. Με είχανε διαγράψει. Κατάλαβες; Όταν με είδανε, άρχισαν να κλαίνε.

Από όσα πέρασα έχω προβλήματα με την ακοή μου. Από το ξύλο, είναι κομμένα τα νεύρα εδώ. Το κεφάλι μου ήτανε μαύρο μήνες, μου σπάσαν κόκκαλα, μου σπάσαν τα κόκκαλα από το ξύλο οι Γερμανοί. Μεγάλα βάσανα έχω περάσει.

Από το Νταχάου γύρισα μαζί με έναν άλλον Ζακυνθινό, από την Αναφωνήτρα. Γυρίσαμε μαζί. Μια μέρα, μετά από χρόνια, πήγα στην Αθήνα να πληρώσω έναν λογαριασμό τηλεφώνου. Κι εκεί ο υπάλληλος με ρώτησε: «Γιατί δεν ακούς;» και του είπα την περίπτωσή μου. Ε λοιπόν, συνέπεσε να ‘ταν ο πατέρας του εκείνος που ήρθαμε μαζί από τη Γερμανία με τα πόδια! Μόλις το ανακάλυψε ελιγούριασε το παιδί, συγκινήθηκε. Μου λέει: «Θα σου κάνω δώρο ένα τηλέφωνο, να ακούς εσύ κι όλοι οι γύρω». Και μου έδωσε ένα, δώρο. Του ‘χει βάλει ειδικό μηχανισμό μέσα, να ‘ναι δυνατή η φωνή εξόδου κι εισόδου, να ακούω.

Μια ζωή ιστορία. Από παιδάκι. Από παιδάκι ιστορία, μεγάλη.

Ερευνητής/τρια
Αγαλιανού Αγγελική
Επιμέλεια
Σταύρος Βλάχος
Autoplay
Playing next

Είσαι σίγουρος πως θέλεις να τερματίσεις τον player;

Alt text
Με το που γυάλιζε το μάτι του ήξερα τι θα συμβεί