Είδα τον τορπιλισμό του ΕΛΛΗ

Γεννήθηκα στην Τήνο, τελείωσα εδώ το σχολείο και στη συνέχεια σπούδασα στην Παιδαγωγική Ακαδημία των Αθηνών. Υπηρέτησα ως δάσκαλος στην Τήνο μέχρι τη σύνταξη μου. Τα παιδικά χρόνια στο νησί ήταν πολύ καλά, με παιδικές αναμνήσεις αρκετές, με τα ωραία εκείνα παιχνίδια τα οποία παίζαμε με συνομηλίκους, συμμαθητές και φίλους. Ήτανε μεν δύσκολα τα χρόνια, αλλά είχαν και πολλές ωφέλειες.
Το 1940 ήμουν δέκα ετών. Είχε ξεσπάσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, αλλά είχαμε καταλάβει ότι η Ελλάδα αν θα μπει στον πόλεμο, θα την αναγκάσουν να μπει. Δεν περιμέναμε όμως τέτοιο πράγμα, ελπίζαμε ότι θα ήμαστε ήρεμοι. Τότε είχε δημιουργηθεί η Ε.Ο.Ν., η νεολαία του Μεταξά, οι Σκαπανείς οι λεγόμενοι, και σχεδόν όλα τα παιδιά των σχολείων είχαν γίνει μέλη της. Μεταξύ αυτών, γράφτηκα κι εγώ κι η αδερφή μου.
Τη 15η Αυγούστου του 1940, η πόλη και το νησί ήταν καθαρό και σημαιοστολισμένο για το πανηγύρι της Παναγίας. Τα σπίτια ήταν όλα στολισμένα κι έξω απ’ τις αυλές των σπιτιών ήταν βαμμένοι οι δρόμοι.
Η εκκλησία ξεκίνησε το πρωί τη λειτουργία. Είχε πολύ προσκυνηματικό κόσμο, πάνω από 5000 ανθρώπους. Οι περισσότεροι ήταν στο ναό της Ευαγγελίστριας κι οι υπόλοιποι βρισκόντουσαν κάτω στο λιμάνι. Είχε έρθει το ΕΛΛΗ, το οποίο ήρθε από βραδινές ώρες και το πρωί-πρωί που κατεβήκαμε εμείς στο λιμάνι κάτω, ετοιμαζότανε. Το βλέπαμε απέναντι. Η απόσταση μεταξύ της στεριάς και του πλοίου ήταν περίπου ένα μίλι και βλέπαμε τους ναύτες, οι οποίοι μετακινούσαν, στόλιζαν, φρόντιζαν και περίμεναν την έξοδό τους, γιατί θα ήταν το άγημα το οποίο θα απέδιδε τις τιμές.
Κατά τις 8 το πρωί πέρασε πάνω από την Τήνο κι από το λιμάνι ένα αεροπλάνο, του οποίου πραγματικά δε μας άρεσε η πτήση του. Αλλά, δεν μπορούσαμε να ξεκαθαρίσουμε, να δούμε τι εθνικότητας ήταν. Μερικοί από τους μεγάλους ακούσαμε να λένε ότι είναι ιταλικό. Εμείς με την Ιταλία δεν είχαμε τίποτα. Το μόνο ότι αισθανόσουν μια πικρία διότι τα Δωδεκάνησα υπάγονταν στην Ιταλία. Κι είχε κατορθώσει να έχει δυνάμεις ιταλικές εκεί και πολεμικά πλοία τα οποία τα είχε συγκεντρωμένα στο νησί της Λέρου. Αυτό το ξέραμε.
Εγώ είχα κατέβει μαζί με την αδελφή μου με τα αγήματα της Ε.Ο.Ν. κι ήμασταν συγκεντρωμένοι στη βάση που αρχίζει ο λιμενοβραχίονας, εκεί που είναι σήμερα το καφενείο του Λάσκου. Περιμέναμε τις λάντζες, τις βάρκες που πηγαίναν, ερχόντουσαν και φέρναν τους ναύτες για να συγκεντρωθούν —κι η φιλαρμονική εκεί— για να ξεκινήσουμε να ανέβουμε στην Παναγία, όπου θα άρχιζε η τελετή της λιτανείας.
Ήταν περίπου 8μισι η ώρα όπου έγινε η πρώτη έκρηξη στη μέση του πλοίου, της ΕΛΛΗΣ, στα ύφαλα. Στην αρχή νομίσαμε ότι κάτι συνέβη με το μηχανοστάσιο κι άρχισε ο κόσμος να πανικοβάλλεται και να διαδίδεται ότι να απομακρυνθεί από το λιμάνι, διότι ενδέχεται οι αποθήκες με το πολεμικό υλικό να εκραγούν, οπότε θα έχουμε μεγάλη καταστροφή στην πόλη μας.
Εγώ φοβήθηκα κι έψαξα να βρω την αδερφή μου και να φύγουμε, να πάμε προς το σπίτι μας. Επικρατούσε πανικός, ο κόσμος δεν ήξερε τι να κάνει. Ο ένας με τον άλλον φώναζε: «Φεύγετε!» «Φύγετε μακριά!» «Φύγετε!» Κι εκείνη τη στιγμή συνέβη κι η δεύτερη τορπίλη, η οποία χτύπησε τη βάση του λιμενοβραχίονα.
"Εξερράγη κι άνοιξε ένα ρήγμα περίπου είκοσι-είκοσι πέντε τετραγωνικά μέτρα, έκοψε τον λιμενοβραχίονα όπως κόβει ο ζαχαροπλάστης το γλυκό στο ταψί απάνω."
Τον έκοψε… Κι εκείνο το οποίο μου έκαμε τρομερή εντύπωση και δε θα μου ξεφύγει ποτέ από το μυαλό είναι ότι αμέσως με την έκρηξη είδαμε ένα μανιτάρι να καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του λιμανιού. Ένα σύννεφο από κομμάτια, από πέτρες, από μέταλλα, από τσιμέντα, από νερό, από χώμα. Όλα έπεσαν μέσα στο λιμάνι, μέσα στη θάλασσα, χωρίς να χτυπήσει κανένας άνθρωπος. Δηλαδή, νομίζω ότι η Παναγία έκανε το θαύμα, ενώ θα μπορούσαμε να έχουμε πολλούς νεκρούς ακόμα.


Το μόνο θύμα ήταν μια κυρία εκεί δίπλα μας κοντά, στο πρώτο καφενείο. Τρόμαξε απότομα κι έπεσε κάτω και πέσαμε η νεολαία να τη σηκώσουμε, αλλά καταλάβαμε ότι ήταν νεκρή. Είχε πεθάνει από ανακοπή.
Μετά από κει θυμάμαι ότι πήγαμε σπίτι, μας πήρανε οι γονείς μας κι αμέσως, φύγαμε. Θυμάμαι τη γιαγιά μου που ήταν ογδόντα πέντε χρόνων, να μην μπορεί να περπατήσει καθόλου, κι ο πατέρας μου την πήρε στον ώμο... Ανεβήκαμε ψηλά στο βουνό γιατί πιστεύαμε ότι το πλοίο θα ανατιναχθεί. Αλλά μετά από καμιά ώρα περίπου, πήρε μεγάλη κλίση και βυθίστηκε.
Ήταν μια ανίερη κι άνανδρη πράξη, διότι δεν υπήρχε έρεισμα για τον Ιταλό να χτυπήσει την Ελλάδα και δεν ήμασταν σε περίοδο πολέμου. Χάσαμε τα ηρωικά παλικάρια, τους νεκρούς μας. Ήταν εννιά τον αριθμό. Εννιά ναύτες που έπεσαν ως πραγματικοί ήρωες. Τραυματίες είχαμε πάνω από είκοσι.
Η πιο έντονη εικόνα που μου έχει μείνει είναι η πρώτη έκρηξη, να βλέπουμε τους ναύτες να πέφτουν στη θάλασσα, να κολυμπούν, να έρχονται… Οι ναύτες… Έχουν περάσει ογδόντα ένα χρόνια, είμαι τυφλός πια, αλλά τα θυμάμαι όλα, διότι αυτά ριζώθηκαν μέσα στην ψυχή μου. Και σε όλη τη διαδρομή της ζωής μου, αυτές οι εικόνες επανέρχονται μέχρι και σήμερα.

