Η σιωπή της νύφης

Άμα λέγω σεν πότε γεννήθηκα, θα τα χάσεις. Γεννήθηκα το '28 στην Ποντοκώμη, ένα προσφυγικό χωριό. Ήμασταν όλοι πρόσφυγες, οι γονείς μας είχαν έρθει απ’ τον Πόντο.
Όταν πήγα είκοσι χρονών, με αρραβωνιάσανε. Ήταν αλλιώτικα χρόνια τότε, τότε ό,τι έλεγαν οι γονείς, γινότανε. Χωρίς να σε ρωτήσουν έδιναν τον λόγο κι ήθελες δεν ήθελες, όποιον σου ‘λέγαν έπαιρνες, αυτός ήτανε. Ήταν αλλιώτικα χρόνια. Να σκεφτείς, όταν κάποια ντυνότανε νύφη, έπρεπε να πάει στα σπίτια των συγγενών, να πλύνει τα πόδια τους και να τους βάλει τις κάλτσες, τα «ορτάρια».
Παντρευτήκαμε το ’49 κι ήρθαμε στο χωριό του άντρα μου, στην Κατράνιτσα. Μόλις ήρθαμε έκλαιγα, έλεγα Παναγία μου, εγώ εδώ πού ήρθα; Γιατί η Κατράνιτσα είχε καεί από τους Γερμανούς στην Κατοχή και δεν είχαμε σπίτι, δεν υπήρχανε σπίτια, όλα ήταν καμένα. Κοιμόμασταν μέσα στον φούρνο και μέρα-νύχτα ο Αλέκος, ο άντρας μου, δούλευε για να φτιάξει το σπίτι. Πηγαίναμε στα καπνά, ερχόμασταν, και πήγαινε και σ’ άλλη δουλειά μετά. Σκοτωνόταν στη δουλειά.
Τον λυπόμουνα τον άντρα μου γιατί οι Γερμανοί, όταν έκαψαν το χωριό, σκότωσαν τη μάνα του και τ’ αδέρφια του. Δεν είχε κανέναν συγγενή πια, μόνο τον πεθερό μου. Έτσι, στο σπίτι μέναμε ώρες πολλές εγώ κι ο πεθερός μου, όσο ο άντρας μου δούλευε.
Η μάνα μου πριν παντρευτώ, μου είπε: «Θα κρατείς το “Μας”. Δε θα μιλάς στον πεθερό σου». Αυτό το έθιμο το είχανε από παλιά, οι παππούδες, οι προπαππούδες, εκείνοι. Τώρα ποιος το κρατάει; Κανένας. Αλλά τότε έπρεπε να το κρατάς.
"Οι νύφες δεν έπρεπε να μιλούν στον πεθερό τους, ποτέ. Άμα σε έβλεπε κανείς να μιλάς, σε κακολογούσαν."
Οπότε τι να κάναμε; Το κρατούσαμε. Ξέρεις, λοιπόν, πώς τρώγαμε το μεσημέρι; Έβαζα το τραπέζι, το έβλεπε ο πεθερός μου κι ερχόταν και καθόταν. Δεν μπορούσα να τον πω: «Έλα να φας», πώς να τον φωνάξω, αφού δεν τον μιλούσα; Αν ήταν κι άλλοι συγγενείς, καθόντουσαν όλοι στο τραπέζι κι εγώ, η νύφη, στεκόμουν στην πόρτα από πίσω κι έκανα χουσμέτια, δηλαδή, αν ήθελε κανένας νερό, έλεγε: «Φέρε με νερό», και πήγαινα κι έφερνα. Κι όταν τον έδινα το ποτήρι, έπρεπε να τον φιλήσω και το χέρι. Όσες ώρες καθόντουσαν, εγώ καθόμουν όρθια για να τους υπηρετώ. Μόνο όταν έφευγαν όλοι καθόμουν κι εγώ να φάω. Τι θα έκαμνα; Έτσι κάνανε οι παλαιοί. Νύφη αυτό σήμαινε: να κρατάς το «Μας», να κάθεσαι σιωπηλή σαν το βόδι, και να κουνείς το κεφάλι.
Κάποια στιγμή ο πεθερός μου ξαναπαντρεύτηκε, αλλά η πεθερά μου ήτανε δύσκολη. Σε εκείνη άλλα την έλεγες να τον πει, άλλα πήγαινε και τον έλεγε. Κι οτιδήποτε στραβό γινόταν μέσα στο σπίτι με κατηγορούσε, κι εγώ δεν μπορούσα να μιλήσω. Ούτε στον άντρα μου τα έλεγα, γιατί δεν ήθελα να τον στενοχωρώ.
Το έθιμο «Μας» σταμάταγε μόνο όταν σου ζητούσε ο ίδιος ο πεθερός σου να τον μιλήσεις. Αν στο ζητούσε ποτέ. Πέρασε ένας χρόνος, πέρασαν δύο, εγώ δεν άντεξα. Δεν κράτησα εγώ πολύ. Άμα δεν έχεις κανέναν να πεις: «Πες τον εκείνο», «Κάν’ τον εκείνο», πώς να πας; Τον φίλησα το χέρι και τον μίλησα! Παρόλο που δε μου το είχε ζητήσει εκείνος…
Ευτυχώς, ο πεθερός μου ήταν καλός, μ’ αγαπούσε. Μετά απ’ αυτό, μ’ άφησε να τον μιλώ. Και μετά όλα πήγαν καλά, έκανα και τον γιο μου, τον Αντώνη, και τρελαινότανε μ’ αυτόν, με τον εγγονό του.


Στα τωρινά χρόνια, όλα έχουν αλλάξει. Τώρα η νύφη με τον πεθερό χορεύουν, τραγουδάνε, παρέα όλα τα κάνουνε. Δηλαδή θα τον κρατήσει «Μας;» Όχι! Τώρα η δικιά μας νύφη, αλλά και καμία άλλη, κανένας δεν κρατάει «Μας».