Go Back

Σαμίρ, ο Αφγανός από τα Ανώγεια

1520x736samirre1
Αφηγητής/τρια

Γεννήθηκα το 1992 στο Αφγανιστάν, στην Καμπούλ. Από το Αφγανιστάν δε θυμάμαι τίποτα, γιατί ήμουν μικρός όταν έφυγα. Η μόνη ανάμνηση που έχω είναι όταν έχασα τη μάνα μου, ήμουν μόλις πέντε χρονών. Τότε έφυγα από το Αφγανιστάν κι ήρθα με τη θεία μου στο Ιράν.

Στο Ιράν προσπάθησαν να με γράψουν να πάω σχολείο, αλλά δε με άφησαν. Βλέπεις, ως Αφγανός στο Ιράν επιτρέπεται να δουλεύεις σαν γαϊδούρι, αλλά δε σ’ αφήνουν να πας σε σχολείο, να μάθεις γράμματα. Οπότε προσπάθησα να δουλέψω, τουλάχιστον να βοηθήσω τον θείο μου. Άρχισα να δουλεύω από έξι χρονών. Έγινα ράφτης.

Ήμουν στο Ιράν όταν οι Ταλιμπάν σκότωσαν τον πατέρα μου. Ήμουν δώδεκα χρονών κι αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να την ξεχάσω με τίποτα. Θυμάμαι, ήθελα να πάω στο Αφγανιστάν για την κηδεία του πατέρα μου, να τον δω για τελευταία φορά. Δε με άφησε όμως ο θείος μου. Μου είπε: «Σαμίρ, κουράγιο. Γιατί αν θα πας Αφγανιστάν, κι εσένα θα σκοτώσουν. Οπότε δε θέλω να σε αφήσω, να μη χάσω τουλάχιστον κι εσένα, που είσαι το μόνο που έμεινε από τον αδερφό μου. Και δε με άφησε. Για να μη φύγω, με κλείδωσε για πέντε-έξι μέρες μέσα στο σπίτι, για να μη φύγω για την κηδεία. Ήταν πολύ δύσκολο αυτό για μένα, πολύ. Δε θα το ξεχάσω ποτέ.

Δεκατριών-δεκατεσσάρων χρονών, αποφάσισα να φύγω. Κατάλαβα ότι αν κάτσω στο Ιράν δε θα μπορέσω να πάω ποτέ μπροστά. Αποφάσισα να πάω στην Τουρκία να δουλέψω, να βγάλω λίγα χρήματα για να ταξιδέψω στην Ελλάδα κι από εκεί, να καταλήξω στην Αγγλία. 

Η διαδρομή από το Ιράν στην Τουρκία ήταν πολύ δύσκολη. Είκοσι τρεις ώρες τη μέρα περπάτημα, χωρίς στάση, χωρίς τίποτα. Μόνος στα βουνά, να περπατάω, συνέχεια. Kάποια στιγμή κουράστηκα πολύ και δεν μπορούσα να περπατήσω πια. Πλήρωσα εξήντα δολάρια για ένα άλογο. Έκανα περίπου τρία χιλιόμετρα και μετά με κατέβασαν και συνέχισα με τα πόδια.

Έκατσα έναν χρόνο στην Κωνσταντινούπολη. Στην Τουρκία φτιάχνουν πολλά ρούχα κι εγώ στη ραπτομηχανή ήμουν πολύ καλός και γρήγορος, οπότε έπιασα κατευθείαν δουλειά και μάζεψα αρκετά λεφτά. Από αυτά τα λεφτά έδωσα 800 δολάρια για να φτάσω στη Μυτιλήνη. Ο θείος μου από το Ιράν είχε πληρώσει για να μπω σε μεγάλο καράβι, για να μην κινδυνέψω με βάρκες, επειδή ήμουν μικρός. Αλλά έναν χρόνο στην Τουρκία δε βρήκα ευκαιρία να περάσω με μεγάλο καράβι, οπότε στο τέλος βαρέθηκα κι αποφάσισα να ταξιδέψω με βάρκα. Ο θείος μου δεν ήθελε, αλλά εγώ αποφάσισα να πάω. Λέω ή θα περάσω ή θα χαθώ.

Μόλις είδα τη θάλασσα, φοβήθηκα. Δεν ξέρω να κολυμπάω, ακόμα και σήμερα δεν ξέρω να κολυμπάω. Μπήκαμε στη βάρκα και κρατούσα σφιχτά τα χέρια μου, έτσι. Θεέ μου… Μέσα στη θάλασσα, πριν φτάσουμε στη Μυτιλήνη, μας έπιασε η αστυνομία και μας έστειλαν πίσω στην Τουρκία.

Δούλεψα πάλι έναν μήνα, μάζεψα πάλι λεφτά, ξαναπροσπάθησα. Μας έπιασε πάλι η αστυνομία και μας έστειλαν πάλι πίσω. Ξανά πίσω λοιπόν. Πάλι δούλεψα έναν μήνα. Πάλι μάζεψα λεφτά. Πάλι πήραμε μια βάρκα για να πάμε Μυτιλήνη. Καταφέραμε και περάσαμε και πάλι μας έπιασε η αστυνομία, μέσα στο νερό. Και μας έφεραν στη Λέσβο. Εγώ κατάλαβα πως άμα κάτσω εκεί, θα με στείλουν πάλι πίσω. Οπότε έφυγα, μαζί με άλλους τρέξαμε για να χάσουν το δρόμο μας, να μην μας βρει η αστυνομία. Αλλά πριν περάσουν πέντε λεπτά, μας έπιασαν πάλι. Μας έβαλαν χειροπέδες, μας χτύπησαν κιόλας, γιατί φύγαμε. Μας έστειλαν στο νοσοκομείο, μας έβγαλαν φωτογραφίες, μας έβγαλαν ένα χαρτί και μας είπαν: «Πηγαίνετε στην Αθήνα». Ήμουν δεκαπέντε χρονών όταν μπήκα στην Ελλάδα. Τα κατάφερα.

Στην Αθήνα έκατσα έναν μήνα και μετά μου έστειλε ο θείος μου λεφτά για να ταξιδέψω έως την Αγγλία. Βρέθηκα στην Πάτρα, εκεί πληρώνεις κάποιους για να σε στείλουν Ιταλία, Γαλλία, Iσπανία, μέσα σε φορτηγά που ταξιδεύουν με το πλοίο. Εγώ εκεί δε μιλούσα, ξάνοιγα ποιος είναι ο καλύτερος. Πλήρωσα 600 ευρώ και μπήκα μέσα σε ένα φορτηγό που πήγαινε από Τουρκία, για Γαλλία. Κάτσαμε είκοσι τέσσερις ώρες μέσα στο φορτηγό αυτό. Είχαμε για φαγητό μπισκότα και κάτι νερά, αλλά ήταν δύσκολο. Όταν φύγαμε κι από την Ιταλία κι ήμουν σίγουρος ότι ήμουν στον δρόμο και δε θα μας πιάσει η αστυνομία, χτύπησα το αμάξι κι ο οδηγός σταμάτησε. Δεν ήξερε τίποτα: «Από που μπήκατε;» Άνοιξε το αμάξι και κατεβήκαμε.

Κατάφερα και πήγα στη Γαλλία, κι από τη Γαλλία πλήρωσα τέσσερα κατοστάρικα για να πάω στην Αγγλία. Στη Μάγχη, κρύφτηκα κάτω από ένα μεγάλο αμάξι που έμπαινε στο καράβι, από ένα φορτηγό. Έχει ένα σιδερένιο κάτω από το αμάξι, εκεί που έχει τα λάστιχα. Κρύφτηκα εκεί μέσα και περάσαμε. Όταν σταμάτησε το φορτηγό σε κόκκινο φανάρι, κατέβηκα.

Στην Αγγλία έκατσα δύο μήνες, στο Μάντσεστερ. Μετά αποφάσισα να πάω στην αστυνομία για να βγάλω χαρτιά, τους είπα πως θέλω να κάτσω στην Αγγλία. Έψαξαν για μένα από που μπήκα, βρήκαν το όνομα μου, βρήκαν ότι μπήκα από Ελλάδα και μου είπαν: «Θα σε στείλουμε πίσω στην Ελλάδα». Εκείνη την στιγμή ήμουν χάλια. Έκλαιγα, λέω: «Μη, σας παρακαλώ!» Μου λένε: «Δε γίνεται, πρέπει να πας». Με έβαλαν στο αεροπλάνο με τις χειροπέδες, για να μην φύγω.

Στην Ελλάδα, επειδή ήμουν ανήλικος, ήμουν δεκαπέντε χρονών, δε με κρατήσαν στη φυλακή, με άφησαν ελεύθερο. Μετά από μια εβδομάδα πάλι αποφάσισα να πάω στην Αγγλία. Μου έστειλε ο θείος μου λεφτά κι έκανα πάλι αυτό το ταξίδι. Πάλι τα κατάφερα να φτάσω. Και πάλι με έστειλαν πίσω.

Δε σταμάτησα να προσπαθώ να ξαναπάω. Είχα πάρει μία απόφαση. Βρέθηκα τρίτη φορά στην Πάτρα. Πεινούσα και πήγα στο περίπτερο να πάρω ένα κρουασάν. Πάω να πληρώσω και καταλαβαίνω πως έχασα το πορτοφόλι μου. Οπότε δεν είχα λεφτά, δεν είχα τίποτα εκείνη τη στιγμή. Πήγα στον άνθρωπο που του έδωσα τα 600 ευρώ για να με μεταφέρει και του τα ζήτησα πίσω. Του είπα: «Δώσε μου τα λεφτά μου, δε θέλω να πάω ούτε Αγγλία, ούτε Ιταλία. Τίποτα. Θέλω να κάτσω εδώ». Αυτός είπε πως δεν έχει τα λεφτά εκείνη τη στιγμή. «Τουλάχιστον έχεις 20 ευρώ να πάω μέχρι την Αθήνα;» Μου έδωσε 20 ευρώ, ήρθα στην Αθήνα.

Αποφάσισα πια πως θα μείνω στην Ελλάδα. Είπα να μάθω τη γλώσσα, γιατί αν θες να κάτσεις σε έναν τόπο πρέπει να μάθεις τη γλώσσα για να καταλαβαίνεις, ας πούμε, τον άλλον άνθρωπο. Ρώτησα για να με στείλουν σε camp ή σε κέντρα όπου θα μπορούσα να μάθω ελληνικά. Με πήραν τηλέφωνο μετά από πέντε-δέκα μέρες και μου λένε: «Σαμίρ, βρήκαμε κάπου ένα Κέντρο Ασυνόδευτων Ανηλίκων, αλλά είναι στην Κρήτη. Θέλεις να πας εκεί;» «Γιατί όχι;»

Φτάσαμε στην Κρήτη με το πλοίο η ώρα 6 το πρωί, 10 Οκτωβρίου του 2008. Πήραμε ένα ταξί, περάσαμε βουνά, βουνά… έλεγα πότε θα φτάσουμε;

Φτάσαμε το πρωί στα Ανώγεια. Βλέπω τους ανθρώπους… μου φάνηκαν παράξενοι. Ήταν πολύ δύσκολο για μένα. Δεν μπορούσα να μιλήσω σε κανέναν, δεν ήξερα ούτε ελληνικά, ούτε αγγλικά, μόνο φαρσί και τούρκικα. Μετά από δύο μέρες λέω δε γίνεται, θα φύγω. Πήρα το λεωφορείο και μετά το καράβι για την Αθήνα. Αλλά από το Κέντρο το έμαθαν, πήραν την αστυνομία, με έπιασαν στο καράβι και με έστειλαν πίσω πάλι, στα Ανώγεια. Λέω Σαμίρ δε γλιτώνεις...

Το ξαναπροσπάθησα, με ξαναέπιασαν. Τότε ο Νίκος, ο υπεύθυνος, με ρώτησε: «Σαμίρ γιατί θέλεις να φύγεις;» «Επειδή σε αυτό το χωριό μόνο βλέπεις βουνά και τίποτα άλλο. Ούτε έναν χώρο, ας πούμε, να είναι ανοιχτά. Τίποτα, μόνο βουνά». Μου απάντησε: «Σαμίρ, σιγά-σιγά θα μάθεις τους ανθρώπους. Αλλά πρώτα πρέπει να μάθεις ελληνικά. Γιατί αν μιλάς ελληνικά μπορείς να βρεις και δουλειά και μετά να κάνεις ό,τι θες. Δώσε μου τον λόγο σου ότι δε θα φύγεις». Έδωσα τον λόγο μου κι αποφάσισα από εκεί και πέρα να κάνω μαθήματα ελληνικών. Με βοήθησαν πολύ οι καθηγήτριές μου, οι μεταφραστές, οι παλιοί και μετά από λίγο καιρό, μου είπαν: «Πρέπει να πας στο σχολείο». Λέω: «Δεν μπορώ να πάω σχολείο. Αφού δε θα μπορώ να μιλάω. Τα άλλα παιδιά Έλληνες είναι, εγώ είμαι ξένος...» «Μη φοβάσαι Σαμίρ, εμείς θα σε βοηθήσουμε».

Την πρώτη μέρα που πήγα στο σχολείο, χάρηκα πάρα πολύ... Ήταν το όνειρό μου να πάω στο σχολείο, από τότε που ήμουν στο Ιράν, από μικρός. Το κατάφερα, λοιπόν, στα Ανώγεια. Πήγα στο σχολείο πρώτη φορά στα Ανώγεια.

Μπήκα στην Α΄ Γυμνασίου κι εκεί, έμαθα τη γλώσσα. Στην αρχή με τα παιδιά ήταν δύσκολα, αλλά μετά από δύο-τρεις εβδομάδες μπορούσα να μιλάω. Δυσκολεύτηκα να μάθω την ελληνική γλώσσα, είναι πολύ δύσκολη. Αλλά έτσι βρήκα σιγά-σιγά φίλους στα Ανώγεια και τώρα δεν μπορώ να τα αλλάξω με τίποτα. Και να έρθει η Αμερική εδώ, θα τη διώξω.

Ο μεγάλος αδελφός μου μένει στην Αυστρία. Το 2014, το ‘15, το 16, το 17, με έπαιρνε συνέχεια τηλέφωνο και μου έλεγε: «Μην κάτσεις στην Ελλάδα, έλα εδώ, είναι καλύτερα εδώ από την Ελλάδα» και το ήξερα, γιατί ήμασταν μέσα στην κρίση. Αλλά στην κρίση εγώ ποτέ δεν έκανα πίσω, ποτέ δεν αποφάσισα να φύγω από την Ελλάδα. Γιατί εδώ πήγα σχολείο. Κι εδώ έμαθα την ελληνική γλώσσα.

720x960samir
720x961salami1






Τώρα πια μένω στα Ανώγεια δώδεκα χρόνια. Οι Ανωγειανοί με ξέρουν όλοι, από παιδιά πέντε χρονών μέχρι παππούδες ογδόντα χρονών. Δόξα τω Θεό τώρα έχω τη δουλειά μου, έχω τους φίλους μου και περνάω μια χαρά.

"Δηλαδή, εγώ τώρα τα Ανώγεια τα βλέπω σαν δεύτερη πατρίδα μου. Και τους Ανωγειανούς, σαν οικογένειά μου. Γιατί εγώ ήμουν πέντε χρονών που έχασα τη μάνα μου και δώδεκα όταν σκότωσαν τον πατέρα μου."

Mια μέρα το 2016, ο Λουδοβίκος των Ανωγείων ήταν σε ένα καφενείο του χωριού και με φώναξε, για να αναλάβω ένα περιβόλι που είχε. Μου είπε: «Πες μου την ιστορία σου, πώς έφτασες εδώ;» Του είπα την ιστορία μου κι αυτός την πίστεψε και την έγραψε. Έγινε τo τραγούδι της ιστορίας του Σαμίρ:

«Με τα μάτια μου κλαμένα και τα χείλια πικραμένα, θέλω να σας πω: Έχασα το παρελθόν μου, κυνηγώντας το παρόν μου, ένα μέλλον για να βρω. Με έπνιξε μες στην αλμύρα η κουρελιασμένη μοίρα μάνα μου, μάνα μου… Με τα λόγια της γιαγιάς μου, έχτισα τα όνειρά μου, ήταν τυχερό. Στου Αλέξανδρου τη χώρα να ‘ναι ευλογημένη ώρα είπε να βρεθώ. Περπατώντας την Περσία, το Ιράκ και την Τουρκία ήρθα ως εδώ. Ήρθα εδώ μπας και ριζώσω, τα κομμάτια μου να ενώσω μάνα μου, μάνα μου… Με έπνιξε μες στην αλμύρα η κουρελιασμένη μοίρα είπα θα χαθώ…» 
Αυτοί είναι οι στίχοι που έγραψε ο Λουδοβίκος και μου είπε: «Πρέπει να το τραγουδάς εσύ». Κάναμε μια πρόβα και το τραγούδησα.

Τα όνειρά μου για το μέλλον… Πριν πέντε χρόνια γνώρισα μια κοπελιά που είναι στο Ιράν, Αφγανή, και μιλάμε μέχρι τώρα. Αποφασίσαμε πριν δύο χρόνια πως θέλουμε να παντρευτούμε, αλλά λόγω δουλειάς και με προβλήματα που είχα με τα χαρτιά μου, δεν μπορούσα να πάω ως εκεί. Τώρα έφτιαξα τα χαρτιά μου, όλα είναι έτοιμα κι αποφάσισα να πάω, αλλά με τον κορωνοϊό δεν μπορεσα να ταξιδέψω. Οπότε, του χρόνου.
 

Ερευνητής/τρια
Καλλέργης Νίκος
Επιμέλεια
Γιώργος Πουλιόπουλος
Autoplay
Playing next

Είσαι σίγουρος πως θέλεις να τερματίσεις τον player;

Alt text
Με το που γυάλιζε το μάτι του ήξερα τι θα συμβεί