Go Back

Πάντα όταν έρχεται ο Ιούλιος κι ο Αύγουστος δεν είμαι καλά

1520x736tryfonos
Αφηγητής/τρια

Ονομάζομαι Ανδρέας Τρύφωνος. Γεννήθηκα στις 15 Φεβρουαρίου του 1954, στο χωριό Βουνί της επαρχίας Λεμεσού. Είμαι μοναχοπαίδι από φτωχή οικογένεια, ο πατέρας μου ήταν τσαγκάρης, η μητέρα μου νοικοκυρά. Όταν ήμουν δώδεκα χρονών μετοικήσαμε στο Κολόσσι, κοντά στο Ακρωτήρι, γιατί ο πατέρας μου βρήκε δουλειά στις αγγλικές βάσεις. Είχε πολεμήσει στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο πέντε ολόκληρα χρόνια κι η ίδια η βασίλισσα της Αγγλίας έκανε το αίτημα για να βρει δουλειά στις βάσεις.

Στον στρατό πήγα 20 Ιουλίου του 1972. Εκείνη την εποχή υπήρχε διχασμός μεταξύ των Κυπραίων. Υπήρχαν οι Μακαριακοί, υπήρχαν οι Γριβικοi, μετά έγινε η ΕΟΚΑ Β΄… δύσκολες καταστάσεις. Τελείωνα τον στρατό όταν φτάσαμε στη 15η Ιουλίου του 1974, την ημέρα που έγινε το πραξικόπημα κατά του Μακάριου. Έκανε πραξικόπημα η Χούντα των Αθηνών με τη βοήθεια της ΕΟΚΑ Β΄ εις την Κύπρο. Ένας αδελφοκτόνος σπαραγμός, ο αδερφός σκότωνε τον αδερφό του, ο φίλος τον φίλο του!

Εγώ τότε υπηρετούσα στον Πενταδάκτυλο, στο 231 Τάγμα Πεζικού, που έδρευε στον Άγιο Βασίλειο. Όταν έγινε το πραξικόπημα, είδαμε ότι οι Τούρκοι ξεκίνησαν να βάζουν φωτιές στον Πενταδάκτυλο. Εμείς σκοτωνόμασταν μεταξύ μας, και προσπαθούσαμε και να σβήνουμε και τις φωτιές που έβαζαν οι Τούρκοι. Ταυτόχρονα, όλη τη βδομάδα βλέπαμε από το φυλάκιο ότι οι Τούρκοι έβαζαν κόκκινες σημαίες, έβαζαν κόκκινες σημαίες ώστε να ξεχωρίζουν πού είναι τα τουρκικά και πού είναι τα δικά μας φυλάκια. Τηλεφωνούσαμε λοιπόν στον λόχο και λέγαμε του διοικητή τι κάνουν οι Τούρκοι. Μας απαντούσε: «Μη σκοτίζεστε, πρόκειται να κάνει ασκήσεις το ΝΑΤΟ». Μετά, ακούσαμε από το ραδιόφωνο ότι τουρκικά πλοία έχουν ξεκινήσει προς την Κύπρο. Κι όμως, μας έλεγαν: «Δεν υπάρχει θέμα να γίνει πόλεμος, δεν υπάρχει θέμα να γίνει απόβαση».

Και φτάνουμε στις 20 Ιουλίου, όταν ξεκινούν τα τουρκικά αεροπλάνα να βομβαρδίζουν τον Πενταδάκτυλο. Ο Πενταδάκτυλος καιγόταν από τη μία άκρη ως την άλλη. Μας βομβαρδίζαν οι Τούρκοι με τα αεροπλάνα, υπήρχαν φωτιές παντού, ήταν μία πραγματική κόλαση.

Όταν άρχισαν να βομβαρδίζουν, έφεραν και μεταγωγικά αεροπλάνα κι ελικόπτερα κι έριχναν αλεξιπτωτιστές εις την Αγύρτα, εις την πεδιάδα κάτω. Κι όμως, εμάς δε μας άφησαν να ρίξουμε πάνω στους αλεξιπτωτιστές, παρόλο που περνούσαν από πάνω μας και μπορούσαμε να τους ρίξουμε. Μας απαγόρευαν. Αυτό είναι ένα μέρος της όλης προδοσίας που έγινε. Γιατί ο πόλεμος μάς βρήκε διχασμένους. Να σκεφτείς, όταν έγινε το πραξικόπημα, ένα τάγμα που έπρεπε να επανδρώνει τα φυλάκια εκεί στον Άγιο Γεώργιο, στην Κερύνεια, όπου έγινε η απόβαση, το διέταξαν να πάει στην Πάφο, να πιάσει τον Μακάριο…

Με την απόβαση, στις 20 Ιουλίου, ξεκινήσαμε να κάνουμε επίθεση σε ένα τουρκικό φυλάκιο που ήταν κοντά μας, στο Καλαμπάκι. Ήμουν πολυβολητής κι εκάλυπτα τον λόχο που ξεκίνησε για να καταλάβει το φυλάκιο. Γύρω στο μεσημέρι καταλάβαμε τελικά το φυλάκιο, αλλά είχαμε έναν νεκρό και δύο τραυματίες.

Άφησα τη θέση μου και πήγα προς το Καλαμπάκι. Εκεί, είδα ότι μέσα στο φυλάκιο ήταν δύο Τουρκοκύπριοι και βαστούσαν από μία χειροβομβίδα, έτοιμοι να μας τη ρίξουν. Οι Τούρκοι όμως φοβηθήκανε, διότι αν μας ρίχνανε τη χειροβομβίδα θα σκοτωνόνταν αυτοί, θα σκοτωνούμασταν κι εμείς. Και τους πήραμε αιχμαλώτους και τους πήραμε κάτω. Ο ένας, όταν τον είχαμεν αιχμάλωτο τη νύχτα από την πολλήν κούρασην, τα κατάφερε και μας έφυγε. Μετά από εκεί, ξεκινήσαμε να καταλάβουμε κι άλλα τουρκικά φυλάκια.

Τις πρώτες μια-δυο μέρες του πολέμου είχαμε τρομερό ενθουσιασμό. Πιστεύαμε πως παρόλη την υπεροχή της Τουρκίας, θα επικρατήσουμε. Το ηθικό μας ήταν ακμαιότατο, δε φοβούμασταν οτιδήποτε. Αλλά μετά, στις 23 Ιουλίου, έγινε η εκεχειρία. Κι ενώ εμείς στην εκεχειρία είχαμε διαταγή να μη ρίξομε εις τους Τούρκους, εκείνοι, δυστυχώς, προετοιμάζονταν για την αντεπίθεση τους.

720x961tryfonos1
720x961tryfonos2








Εμείς είχαμε μείνει πάνω στο φυλάκιο σε συνθήκες κολάσεως. Όπως είπαμε, ο Πενταδάχτυλος καιγόταν, οπότε δεν είχαμε αρκετά τρόφιμα και νερό, μας έλειπαν και τα πολεμοφόδια. 26 Ιουλίου οι Τούρκοι επιτίθενται. Μας βομβαρδίζoυν με αεροπλάνα, με όλμους, με ΠΑΟ, με ό,τι όπλο φανταστείς κι εμείς είχαμε μόνο λίγα πολυβόλα και κυρίως τυφέκια. Κι όμως, πολεμούσαμε συνέχεια. Αντισταθήκαμεν όσο μπορούσαμεν.

Πρέπει να ήταν 26 Ιουλίου όταν τραυματίστηκα. Το όπλο που βαστούσα ήταν ένα μπρεν, πολυβόλο, και δίπλα μου ήταν ένας σύντροφός μου στρατιώτης, ο οποίος μου γέμιζε τις γεμιστήρες κι εγώ έριχνα. Σε κάποια φάση λοιπόν, μας χτύπησε ένα ΠΑΟ. Το ΠΑΟ έχει μεγάλα βλήματα… έπεσε ένα βλήμα πάνω στον βράχο και τα θραύσματα, τόσο του βλήματος όσο και των βράχων, έπεσαν πάνω μας. Σε μένα έπεσε πάνω στο πόδι, στο χέρι και σε διάφορα σημεία στο σώμα μου. Ήταν όμως τέτοια η ένταση που ένιωθα που δεν το κατάλαβα εκείνη τη στιγμή πως είχα χτυπηθεί! Μου το είπε ο διπλανός μου: «Πρέπει να φύγουμε», μου λέει, «να πάμε στο νοσοκομείο».

Από το φυλάκιο έως τον λόχο ήταν αρκετά μακριά. Ήμουν χτυπημένος στο πόδι, ήταν καλοκαίρι με 40 βαθμούς θερμοκρασία, υπήρχαν κι οι φωτιές… η ατμόσφαιρα ήταν αποπνιχτική. Ενώ προχωρούσαμε, άρχισα να μην μπορώ να πατήσω το πόδι μου. Μου λέει ο σύντροφός μου: «Ακούμπα πάνω μου κι ελπίζω να τα καταφέρω σιγά-σιγά να πάμε». Σιγά-σιγά τα καταφέραμε, φτάσαμε στον λόχο. Βρήκαμε ένα landrover, έβαλε μέσα ακόμα έναν που είχε χτυπήσει και πήγαμε στο νοσοκομείο της Λευκωσίας.

Στο νοσοκομείο επικρατούσε χαμός. Από ό,τι θυμούμαι —γιατί από το αίμα που έχασα άρχισα να χάνω λίγο τις αισθήσεις μου— μ’ έβαλε ο γιατρός στον διάδρομο, μου έβγαλε κάποια βλήματα από το κορμί μου, πέτρες που μπήκανε μέσα στο σώμα μου, που έσπασε βράχος... Εν τω μεταξύ, σε κάποια φάση, μου λέει ο γιατρός: «Α, εσύ δεν πέθανες;» λαλεί μου. «Γιατί φέρανε ένα αυτοκίνητο γεμάτο με σοβαρά τραυματισμένους… Να σε πάρω πάνω στον θάλαμο και μετά βλέπουμε». Εκεί στον θάλαμο που με βάλανε, κατά κακή μου τύχη, οι υπόλοιποι στρατιώτες ήταν κρουσμένοι, δηλαδή καμμένοι, ανατριχιαστική εικόνα. Τους είχαν βομβαρδίσει με ναπάλμ οι Τούρκοι…

Στο νοσοκομείο έμεινα τέσσερις-πέντε μέρες και μετά με έστειλαν στο χωριό μου, στο Κολόοσι. Στο χωριό μου, γενικά στην περιοχή της Λεμεσού, ήταν σαν μη γίνεται πόλεμος στην Κύπρο. Καμία σχέση με τον Πενταδάκτυλο και την Κερύνεια.

Οι δικοί μου δεν ήξεραν αν ζω ή αν έχω πεθάνει. Ο πατέρας μου, όταν με είδε με τα αίματα, έχασε την ακοή του. Το ένα του το αυτί, το ένα του τύμπανο δεν άκουγε, λόγω τραύματος από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και με τη στενοχώρια του που ήμουν κι εγώ στον πόλεμο, έχασε τελείως την ακοή του κι από το άλλο αυτί.

Μετά από λίγες μέρες, 13 Αυγούστου, γύρισα στο τάγμα μου για να ζητήσω να πάρω κι άλλη άδεια, γιατί το πόδι μου και το χέρι ήταν ακόμα πρησμένο. Εκεί, με πέτυχε η δεύτερη εισβολή.

Στη δεύτερη εισβολή μάς διάταξε ο λοχαγός να πάμε να καταλάβουμε ένα φυλάκιο τούρκικο που είχε τέσσερα άρματα πάνω. Εμείς δεν είχαμε ούτε όπλα. Επειδή εγώ δεν μπορούσα να πολεμήσω, διότι ήδη ήμουν χτυπημένος, ένας φίλος μου ανθυπολοχαγός μου είπε: «Δώσ’ μου το όπλο σου, αφού εσύ είσαι χτυπημένος και δεν μπορείς!» και του το έδωσα.

Πηγαίνοντας για το φυλάκιο, μας έριξαν οι Τούρκοι με τα άρματα. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε οτιδήποτε. Δεν υπήρχε περίπτωση πλέον να πάρουμε οτιδήποτε πίσω. Δε γίνεται να πολεμάς με τα μαρτίνια —τα μαρτίνια είναι ένα όπλο όπως το τυφέκιο— κι οι Τούρκοι να έχουν άρματα κι αεροπλάνα. Ήταν πραγματικά ένας πόλεμος με μια ολόκληρη Τουρκία κι εμείς, μονάχοι μας. Επεριμέναμεν κάποια βοήθεια από την Ελλάδα, η οποία δεν ήρθε ποτέ.

Οπισθοχωρήσαμε. Φύγαμε, απομακρυνθήκαμε από το χωριό, τον Άγιο Βασίλη, όλοι, όλος ο λόχος. Εκεί πια είχαμε τελειώσει με τον πόλεμο. Η μισή μας πατρίδα πάει.

720x961tryfonos
720x961tryfonos3








Ακόμα και σήμερα με ακολουθεί η θύμηση του πολέμου. Είναι νύχτες που μπορεί να κοιμηθώ και να ξυπνήσω μες στη νύχτα γιατί βλέπω όνειρο από τον πόλεμο ή κάποιον σύντροφό μου που πέθανε. Δεν μπορείς να ξεχάσεις τους φίλους που σκοτωθήκαν, τους συντρόφους ή αυτούς που είναι αγνοούμενοι. Ακόμα κι έως πριν δυο-τρία χρόνια πήγαμε και θάψαμε έναν που ήταν αγνοούμενος, από το Παραλίμνι, τύχαινε να είναι και φίλος μου όταν ήμαστε στρατιώτες. Και βρεθήκαν τα οστά του και πήγαμεν και τον θάψαμε. Δηλαδή, τι θάψαμεν, ας πούμε, κάποια… ένα φέρετρο κενό με λίγα κοκκαλάκια μέσα…

Είναι τραύματα που μένουν. Όχι μόνο σωματικά τραύματα. Αλλά βλέπεις και στον δρόμο φίλους σου, γνωστούς που είναι πάνω στο καροτσάκι, γιατί έχασαν τα πόδια τους. Άλλος έχασε το χέρι του, άλλος είναι κρουσμένο το πρόσωπόν του ή το κορμί του. Σκέφτεσαι ότι θα μπορούσες να είσαι εσύ στη θέση του.

Είναι τρομακτική η εμπειρία του πολέμου. Έχει και κάτι άλλο περίεργο. Πολλές φορές, δεν μπορείς να ξέρεις αν έχεις σκοτώσει άνθρωπο. Τη μέρα που τραυματίστηκα, όπως είπα, έρχονταν οι Τούρκοι κατά πάνω μας, από μακριά. Εγώ τους έριχνα με το πολυβόλο. Τους έβλεπα να πέφτουν, να ξαπλώνουν, αλλά όλα γίνονται τρομερά γρήγορα. Μπορεί κάποιος να σκοτώθηκε, κάποιος να τραυματίστηκε, άλλος να απέφυγε τις βολές, δεν μπορείς να είσαι σίγουρος…

Είναι εμπειρίες που δεν μπορείς να τις ξεχάσεις. Μένουν για πάντα μέσα σου. Ειδικά όταν έρχεται ο Ιούλιος κι ο Αύγουστος. Από εκείνη τη χρονιά, από το 1974, πάντα όταν έρχεται ο Ιούλιος κι ο Αύγουστος, πάντα δεν είμαι καλά. 

Ερευνητής/τρια
Βασιλάκη Πένυ
Επιμέλεια
Γιώργος Πουλιόπουλος
Autoplay
Playing next

Είσαι σίγουρος πως θέλεις να τερματίσεις τον player;

Alt text
Με το που γυάλιζε το μάτι του ήξερα τι θα συμβεί