Go Back

Η εικόνα του βιαστή ήταν αλλιώς στο μυαλό μου

forema

Είμαι είκοσι έξι χρονών. Είμαι φοιτήτρια για δεύτερη φορά στη ζωή μου, σπουδάζω στην Καλών Τεχνών, και τον τελευταίο καιρό κάνω project που δίνουν ένα δημόσιο βήμα στις γυναίκες. Αυτό έχει να κάνει με ένα περιστατικό δικής μου σεξουαλικής κακοποίησης πριν κάποια χρόνια, το οποίο με έκανε να σκεφτώ: «OΚ, σου συνέβη αυτό. Αλλά μπορείς να το αξιοποιήσεις έτσι ώστε να μην είναι πια στίγμα πάνω σου. Να σε δυναμώσει».

Πριν πέντε-έξι χρόνια ήμουν διακοπές σε ένα νησί καλοκαίρι με τους φίλους μου, ήταν οι καλύτερες διακοπές της ζωής μου. Πραγματικά, δεν έχω ξανανιώσει πιο χαρούμενη στη ζωή μου. Ένα βράδυ έτυχε να βρεθώ σε ένα μπαράκι και κατέληξα να πίνω ποτό με ένα παιδί, που κάπως αφέθηκε να εννοηθεί ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν από την παρέα την ευρύτερη τη δική μου. Ήμασταν μία τεράστια παρέα εκείνο το καλοκαίρι, ήταν η πρώτη φορά που είχα πάει διακοπές με τόσα πολλά άτομα.

Δεν είχα κάποια παραπάνω προσωπική πρόθεση απέναντί του. Mου φάνηκε εμφανίσιμος, αλλά δεν ήμουν καθόλου σε mood να κοινωνικοποιηθώ παραπάνω. Απλά είχα χάσει τους φίλους μου, γιατί είχαν πάει σε ένα πανηγύρι. Κάποια στιγμή, του είπα: «Ψάχνω την παρέα μου. Μήπως να κάτσουμε εδώ μέχρι να τους βρούμε;» «Ναι, να κάτσουμε». Η παρέα μου δεν έρχεται, το κινητό μου δεν έχει πολύ μπαταρία, αλλά δεν ανησυχώ, ρε παιδί μου. Είμαι στο νησί, είναι καλοκαίρι… όλα καλά. Το άτομο που έχω απέναντι μου είναι πάνω-κάτω στην ηλικία μου και φαινόταν συζητήσιμο, normal άτομο, με το οποίο πιθανότατα θα έκανα παρέα. Δεν είχε κάτι στη συμπεριφορά του, αποτρεπτικό.

Σηκώνομαι μία στιγμή, να πάω τουαλέτα. Όταν γύρισα, μου είπε: «Μήπως θες να πιείς το ποτό σου λίγο γρήγορα και να φύγουμε, να βρεις και την παρέα σου; Να σε πάω εγώ μέχρι το camping;» Το camping ήταν αρκετά κοντά κι η αλήθεια είναι ότι δε σκέφτηκα ποτέ πως υπήρχε κάποιος κίνδυνος, θεωρούσα ότι τον άνθρωπο αυτόν τον ήξερε κι η παρέα μου. «ΟΚ, ξέρω ‘γώ... Έχεις δίκιο, να τους βρούμε, γιατί όντως λείπουν πολύ ώρα». Πίνω το ποτό και φεύγουμε.

Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι να βρίσκομαι σε μία τελείως διαφορετική τοποθεσία από το μπαρ. Θυμάμαι για λίγα λεπτά να μην καταλαβαίνω τι γίνεται και να ρωτάω: «Πού είμαστε; Γιατί είμαστε εδώ;» Μετά έχασα τις αισθήσεις μου τελείως, δε θυμάμαι τίποτα. 

Μετά, ξύπνησα για λίγα δευτερόλεπτα. Ξυπνάω και συνειδητοποιώ ότι αυτός ο άνθρωπος είναι από πάνω μου κι ενεργεί πάνω μου με όλους τους πιθανούς τρόπους που μπορείς να φανταστείς. Θυμάμαι να προσπαθώ να κουνήσω τα χέρια μου και τα πόδια μου. Και να βάλω μία αντίσταση ή έστω να φωνάξω. Και συνειδητοποιώ ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα από τα δύο, είναι λες και το σώμα μου έχει παραλύσει. Κυριολεκτικά. Δεν έδινε καμία εντολή, δεν κινείτο τίποτα.

Θυμάμαι να μου λέει προσβλητικά πράγματα και κάποιες φράσεις τύπου: «Σου αρέσει;» «Πώς είναι;» και τέτοια. Δεν είχα άμεση οπτική επαφή με εκείνον. Ένιωθα το βάρος του, τις κινήσεις του, άκουγα τη φωνή του. Θυμάμαι πράγματα με την όσφρηση. Δεν έβλεπα το πρόσωπό του. 

“Το μόνο μέρος του σώματός μου που αντέδρασε ήταν τα μάτια μου. Για λίγα δευτερόλεπτα έπεσε ένα δάκρυ και μετά λιποθύμησα ξανά, τελείως.”

 Από εκεί και πέρα δε θυμάμαι τίποτα.

Όταν ξύπνησα, ήμουν μόνη μου. Ήταν ξημερώματα κι ήμουν σε μία παραλία, τα πράγματά μου ήταν γύρω πεταμένα. Δεν είχα ιδέα που στο διάολο ήταν αυτή η παραλία, δεν την είχα δει ποτέ, όσες μέρες ήμουνα στο νησί. Δε θυμάμαι καθόλου τι σκατά έκανα για να βγω στον δρόμο. Αν ανέβηκα σκαλιά, αν ήταν ανηφόρα. Πραγματικά, τίποτα. Θυμάμαι μόνο ότι μου φάνηκε αδιανόητα μεγάλος αυτός ο δρόμος, λες κι έπρεπε να περπατήσω χιλιόμετρα σε ανηφορικό δρόμο με καρφιά πάνω στον γαμημένο τον δρόμο. Νόμιζα πως δε θα φτάσω ποτέ.

Κάποια στιγμή, πέρασε ένα βανάκι. «Ντάξει, θα κάνω ωτοστόπ, τι χειρότερο να πάθω». Πέτυχα μία οικογένεια. Ήταν ένας μπαμπάς, πίσω τα παιδάκια του, εγώ κάθομαι μπροστά. Με ρώτησε: «Πού πας, κορίτσι μου;» «Πάω στο camping». Και μου λέει: «Είσαι καλά;» «Ναι, μία χαρά, γιατί;» Δε μου απάντησε τίποτα, δεν του απάντησα τίποτα και σε όλη τη διαδρομή, δεν κοιταχτήκαμε καθόλου. Κοίταζα απλά έξω από το παράθυρο.

Θυμάμαι υπήρχε ένας καθρέφτης κι όταν τον κοίταζα, νόμιζα ότι για λίγο πάθαινα dissociation. Κοιτούσα κι έλεγα: «Εγώ είμαι αυτή;» Με κοιτούσα στον καθρέφτη του αυτοκινήτου και μου ήταν ανοίκειο το πρόσωπό μου, το σώμα μου, τα πάντα, σαν να έχω κάνει ένα zone out από εμένα και να μην μπορώ να διαχειριστώ τι μου συνέβη.

Φτάνω στο camping. Ήταν πρωί, οι περισσότεροι κοιμόντουσαν. Πήγα να κάνω μπάνιο. Το νερό ήταν κρύο, ήταν μπούζι, ήταν άθλιο. Σιχαίνομαι να κάνω μπάνιο με κρύο νερό. Κι όπως ήταν το κεφάλι μου εκείνη τη στιγμή, παίζει να ήταν το πράγμα που ενόχλησε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Βγήκα από το μπάνιο. Μέσα σε όλο αυτό, πέτυχα μία φίλη μου. Της είπα: «Είμαι πάρα πολύ κουρασμένη, θα πάω να κοιμηθώ». Δε συζητήσαμε τίποτα παραπάνω. Αυτό που ήθελα να κάνω ήταν να χωθώ στο καβούκι μου σαν σαλιγκάρι και να κάτσω στην ησυχία μου και να μη με ενοχλήσει κανένας. Άρχισα να ψάχνω τη σκηνή μου και δεν την έβρισκα. Άρχισα να αγχώνομαι, άρχισα να νιώθω ότι όλος αυτός ο κόσμος σε λίγο θα ξυπνήσει και θα βγει και θα με δει κι όλοι θα ξέρουνε. Λες κι οι υπόλοιποι θα ξέρανε όλα αυτά τα κομμάτια που εμένα ο εγκέφαλός μου δεν τα θυμάται, γιατί ήμουνα λιπόθυμη, και θα μου τα πούνε. Ξέρω ότι είναι μία παράλογη σκέψη, ξέρω ότι κανείς δε θα μπορούσε να ξέρει κάτι.

Την επόμενη μέρα, με ρώταγαν: «Ε, σε είδαμε χθες με ένα γκομενάκι, τι έγινε με αυτόν;» «Τίποτα, όλα κομπλέ». Ένιωθα ότι δεν μπορώ να το πω αυτό σε κανέναν. Που δεν ξέρω γιατί αντέδρασα έτσι, δηλαδή θα μπορούσα να τα πω σε κάποιον, είχα τους κολλητούς μου, είχα τις καλύτερές μου φίλες. Θα μπορούσα προφανώς να το μοιραστώ με κάποιον και πριν κάνω μπάνιο, πριν το βγάλω αυτό το πράγμα από πάνω μου, να πάω σε ένα τμήμα, σε ένα ιατρικό κέντρο. Αλλά η αντίδρασή μου δεν ήταν καθόλου αυτή, η αντίδρασή μου ήταν να μην παραδεχτώ ότι συνέβη αυτό το πράγμα. Εννοείται πως δε σκέφτηκα ούτε να τον καταγγείλω. Δεν μπορούσα να αποδεχτώ ότι αυτό που μου είχε συμβεί είναι ένας βιασμός. Δεν μπορούσα να το διαχειριστώ καθόλου.

Και περνάνε πέντε χρόνια. Στο ενδιάμεσο, έχω προσπαθήσει να κάνω σχέσεις. Κάποιες φορές που προσπαθούσαμε να κάνουμε κάτι σεξουαλικό, στο τέλος ή προς το τέλος εγώ άρχιζα να χάνω τις αισθήσεις μου και να λιποθυμώ, πάντα. Και δεν καταλάβαινα για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό. Ή κάποιες φορές, μπορεί να με έπιανε να θέλω να βάλω τα κλάματα, που επίσης δεν καταλάβαινα για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό. Δεν έκανα καν τη σύνδεση στο μυαλό μου. Το είχα απωθήσει. Σαν κάτι που δε συνέβη ποτέ. Έβλεπα όλοι οι φίλοι να κάνουνε πανικό, πανζουρλισμό γύρω από το κομμάτι του σεξ κι εγώ να είμαι σε φάση που ή να υπερσεξουλικοποιώ τον εαυτό μου --γιατί πέρασα κι από αυτή την φάση-- ή απλά να το απεχθάνομαι σαν να μην υπάρχει τίποτα άλλο στον κόσμο που να απεχθάνομαι περισσότερο. Και δεν καταλάβαινα γιατί. Δεν ήθελα να πω στον εαυτό μου: «Ρε είσαι σοβαρή; Προφανώς γι’ αυτό συμβαίνει».

Η επιφοίτηση, κατά κάποιον τρόπο, συνέβη με δύο περιστατικά. Η μία ήταν ένας τσακωμός με τον τότε σύντροφο μου, έναν άνθρωπο που με είχε τρελάνει και με είχε κάνει να νιώθω πάρα πολύ σκουπίδι. Γιατί οι περισσότερες σχέσεις μικρού ή μεγάλου μήκους, σοβαρές ή ασόβαρες που μπήκα, είχανε έναν ήπιο ή λιγότερο ήπιο κακοποιητικό χαρακτήρα, κυρίως λεκτικό. Ήταν σαν να αναπαράγω ένα pattern υποβάθμισης, στην ουσία. Κατάλαβα εκεί πως αυτό το πράγμα δε μου αξίζει και προσπάθησα να καταλάβω τι είναι αυτό που με κάνει να μπαίνω σε τέτοιου είδους σχέσεις. Οπότε, αποφάσισα να μείνω μόνη μου και να δώσω για την Καλών Τεχνών.

Το πραγματικό σοκ όμως, ήρθε λίγες μέρες πριν δώσω για την Καλών Τεχνών. Μου φάνηκε ότι είδα τον βιαστή μου μπροστά μου. Ήμουν σε ένα μαγαζί που πηγαίνω συχνά, ένα safe place για μένα. Και ξαφνικά βλέπω έναν τύπο, που θα έκοβα το χέρι μου ότι είναι αυτός, να κάθεται έξω και να πίνει αμέριμνα το ποτό του με μία κοπέλα. Η κοπέλα έδειχνε αρκετά μικρότερη, όχι σε σημείο ποινικά κολάσιμο, απλά θυμάμαι να μου κάνει εντύπωση ότι η κοπέλα έδειχνε μικρότερη. Θυμάμαι να τον κοιτάζω, θυμάμαι να με κοιτάζει. Να έχουμε, για λίγα δευτερόλεπτα, ένα περίεργο eye contact.

Τα είδα όλα. Κατέβηκα κάτω στην τουαλέτα και καλά να πλύνω τα χέρια μου και τα λοιπά, κάθομαι για αρκετή ώρα, και λέω: «Ντάξει ρε μαλάκα, αποκλείεται, δεν παίζει». Και δεν ήξερα τι να κάνω. Κι αυτός να ήταν όντως, εκεί τι να έκανα; Τι να του έλεγα; «Γιατί το έκανες αυτό;» Ποιος νοιάζεται; Θα γυρίσεις τον χρόνο πίσω; Δε γίνεται να πάθει τίποτα όσο δεν υπάρχουν αποδείξεις. Να πεις στην κοπέλα: «Φύγε, γιατί μπορεί να σου κάνει το αντίστοιχο;» Άμα δεν ξέρεις σίγουρα πως αυτός, επίσης δε γίνεται. Δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα εκείνη την ώρα.

Επιστρέφω λοιπόν στο τραπέζι μου και γίνομαι κουρούμπελο από το ποτό εκείνο το βράδυ. Τις επόμενες μέρες μπαίνω σε τελική ευθεία για να δώσω εξετάσεις για τη σχολή μου. Και την ίδια στιγμή έχω φάει ένα ανεπανόρθωτο χαστούκι, δεν μπορώ να λειτουργήσω. Είχα αποσυντονιστεί τελείως. Έπαθα sleep paralysis στον ύπνο μου, για πρώτη φορά. Άρχισαν να μου σκάνε random εικόνες από εκείνες τις καλοκαιρινές διακοπές. Από εκείνη την ημέρα. Random σκέψεις και χρώματα και μυρωδιές. Άρχισα να ανακαλώ στη μνήμη μου το πώς ήταν αυτή η αίσθηση. Ξαφνικά μπορούσα να το κάνω, μπορούσα να ανακαλέσω πράγματα, αλλά και πάλι αυτή η μνήμη ήταν πάρα πολύ θολή.

Αποφάσισα ότι ήρθε η ώρα να απευθυνθώ σε ψυχολόγο. Μπορεί να πέρασαν και δέκα συνεδρίες και δεν είχα αναφερθεί στο περιστατικό. Μιλούσα περί ανέμων κι υδάτων. Κάποια μέρα, η ψυχολόγος κάνει τη φοβερή ερώτηση: «Έχουν υπάρξει περιστατικά στη ζωή σου που αισθάνεσαι ότι έχεις υποβαθμιστεί ως γυναίκα;» Απλά την κοιτάζω, με κοιτάζει, υπάρχει μία σιωπή. «Τι να σου πω, δεν ξέρω». Και με το που το λέω αυτό, ξαφνικά είναι σαν να βλέπω ταινία σε speed mode και να έρχονται όλα γρήγορα στο μυαλό. Και της λέω: «Βασικά, ναι». Κι αρχίζω και της περιγράφω το περιστατικό. Κι εκείνη τη στιγμή που της το περιγράφω, συνειδητοποιώ ότι αρχίζουνε τα πόδια μου και τρέμουνε, η φωνή μου αρχίζει και κλείνει… Είναι η πρώτη φορά που μιλάω για εκείνη την ημέρα. Είναι ο πρώτος άνθρωπος που ακούει αυτή την ιστορία. Από τότε, είναι ένα θέμα που το δουλεύω ψυχοθεραπευτικά σε διάφορες συνεδρίες.

Πριν τον βιασμό, θεωρούσα ότι είναι επιστημονική φαντασία αυτό το ενδεχόμενο. Πίστευα ότι συμβαίνει μία στο τόσο σε κάποιον άτυχο άνθρωπο. Για να είμαι ειλικρινής, πίστευα κι ότι μέχρι ένα σημείο είχε να κάνει και με την ενδυμασία του άλλου, χωρίς φυσικά να δίνω δίκιο στον βιαστή. Και τη νύχτα του βιασμού εγώ φορούσα κάτι σαν κελεμπία, ήμουνα σαν παπάς, ένα άχαρο φαρδύ φόρεμα το οποίο δεν το έχω ξαναβάλει ποτέ, μακρύ μέχρι τον αστράγαλο κι έχει ένα V μπροστά το οποίο οριακά φαίνεται το κόκαλο του λαιμού. Κι έχει ένα χρώμα σαν σάπιο μύλο, είναι πάρα πολύ φαρδύ και δεν μου πάει καθόλου. Ήμουν μικρή και τα πίστευα αυτά με τις ενδυμασίες, είναι απίστευτο και μου φαίνεται αστείο, αδιανόητο το πώς ενστερνιζόμαστε πράγματα έτσι, χωρίς να το καταλάβουμε.

Πριν μου συμβεί αυτό το περιστατικό, ακούγοντας ή βλέποντας ακόμα και στο σινεμά τέτοιες ιστορίες, μου γεννιόταν η απορία: «Γιατί δε μιλάει;» «Γιατί δεν κάνει κάτι;» «Δεν έχει θυμό μέσα της;» «Δεν μπορεί να δώσει μια κλωτσιά;» Για να μην κινητοποιηθείς εκείνη τη στιγμή πάει να πει πως έχεις παγώσει μέσα σου, από τον φόβο. Αν και στη δική μου περίπτωση, πέρα από το πάγωμα που προκαλεί ο φόβος, πιστεύω πως είχε ρίξει κάτι στο ποτό μου. Αυτό πιστεύει κι η ψυχολόγος.

Και βέβαια κι η εικόνα για τους βιαστές ήταν αλλιώς στο μυαλό μου. Πίστευα πως ο βιαστής είναι ο περίεργος τύπος που παρενοχλεί στο λεωφορείο. Ο περίεργος τύπος που σε περιμένει σε ένα σοκάκι. Ο άνθρωπος με το βανάκι, με τα κοκάλινα γυαλιά, όλα αυτά τα στερεότυπα. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως ένας άνθρωπος ο οποίος βγαίνει στα στέκια που βγαίνεις κι εσύ και φαίνεται ένας μέσος λειτουργικός άνθρωπος, κοινωνικά ενσωματωμένος, που δε φαίνεται να χάνει βίδα… δεν μπορούσα να χωνέψω πως αυτός ο άνθρωπος είναι βιαστής.

Πλέον έχω καταλάβει πως ο βιασμός είναι θέμα που με έχει δυσκολέψει σε πολλά περισσότερα πράγματα από όσα φανταζόμουνα. Αλλά ταυτόχρονα μου έχει δώσει κι ένα θράσος που δεν περίμενα. Κατά πάσα πιθανότητα να μην άφηνα την προηγούμενη σχολή μου για την Καλών Τεχνών, άμα δεν υπήρχε κάτι μέσα μου που μου έλεγε ότι δεν έχεις πιο low bottom, πιο low point. Είχα πάντα μία αίσθηση αφηρημένη ότι δε θα συμβεί κάτι χειρότερο. Πως το χειρότερο συνέβη ήδη. Οπότε δε με νοιάζει, θα κάνω αυτό που γουστάρω, είναι δική μου η ζωή και θα την κάνω με τον δικό μου τρόπο. Kαι θα βοηθήσω κι άλλους ανθρώπους που μπορεί να θελήσουν κάποια μέρα κάποιον άνθρωπο να μιλήσουνε.

Αυτή την περίοδο, στο πλαίσιο της σχολής, έχω ξεκινήσει και κάνω διάφορα project γύρω από αυτό το θέμα. Κι από τότε που δούλεψα αυτό το πράγμα μέσα μου, έχει τύχει να γνωρίσω πολλά άτομα, κι αγόρια πέρα από κορίτσια, τα οποία μου έχουν εκμυστηρευτεί ιστορίες σωματικής και ψυχικής παρενόχλησης. Ένιωσα λοιπόν πως έχω ελαφρύνει άλλους ανθρώπους από αυτό το άθλιο βίωμα. Όταν ακούνε από μένα να λέω: «Ναι, καταλαβαίνω τι εννοείς», είναι σαφές και για αυτούς, πως δεν το λέω έτσι απλά. Δεν το λέω έτσι απλά.

 

Ερευνητής/τρια
Φακορέλλης Ορέστης
Επιμέλεια
Γιώργος Πουλιόπουλος
Autoplay
Playing next

Είσαι σίγουρος πως θέλεις να τερματίσεις τον player;

Alt text
Με το που γυάλιζε το μάτι του ήξερα τι θα συμβεί