Go Back

Η μυστική γλώσσα των «Γεωργατζάδων»

1520x736georgatzades
Αφηγητής/τρια

Ονομάζομαι Βασίλης Σταθάκης και γεννήθηκα στο χωριό Κοσμάς, στην Αρκαδία. Το χωριό μας είναι το χωριό των «χτενάδων», των «Γιωργατζάδων», όπως τους λένε, αυτών που φτιάχνουν χτένια για τον αργαλειό. Είναι μια τέχνη αποκλειστικά του χωριού μας. Ήρθε παλιά, τόσο παλιά που κανείς δεν ξέρει πώς ήρθε. Ούτε το όνομα Γιωργατζάδες ξέρουμε πώς βγήκε. Αλλά από τα χτένια του αργαλειού, έγινε το χωριό γνωστό σε όλη την Ελλάδα.

Ο παππούς μου κι ο πατέρας μου ήταν Γιωργατζάδες. Τον πατέρα μου τον θυμάμαι καθιστό, μια ζωή, να φτιάχνει χτένια για αργαλειούς. Με το που τελείωσε το δημοτικό σχολείο τον πήρε ο παππούς μου δίπλα του, γιατί ο παππούς μου ήταν «βολτατζής», όπως τους λέγανε. Κι έφτιαχνε και πούλαγε. 

Τι είναι το χτένι; Το χτένι φτιάχνεται από δεκάδες μικρά «δόντια» από καλάμι, μέσα από τα οποία περνούσε το στημόνι, η κλωστή, κόκκινη ή άσπρη. Από εκεί το έπαιρνε η ανυφάντρα, το έβαζε στον αργαλειό κι άρχιζε να δουλεύει με τη σαΐτα. Άλλο χτένι έβαζες άμα ήθελες να φτιάξεις στρώμα, άλλο για μεταξωτά, άλλο για αλατζάδες, κάθε πράγμα είχε το δικό του χτένι. Όσο πιο λεπτοδουλειά το υφαντό, τόσο πιο λεπτοδουλειά και το χτένι για να φτιαχτεί. Γι’ αυτό, ένα κανονικού μεγέθους χτένι στα χρόνια του πατέρα μου, έκανε τριάντα δραχμές. Αυτό ήταν περίπου ένα μεροκάματο.

Oι Γιωργατζάδες του Κοσμά ήταν μονοπώλιο σε όλη την Ελλάδα και στα Βαλκάνια, οπότε ήταν οργανωμένοι σαν συντεχνία. Είχαν, λοιπόν, αναπτύξει μία δική τους γλώσσα. Συνθηματική, δηλαδή την καταλάβαιναν μόνο αυτοί. Για παράδειγμα, οι λέξεις που χρησιμοποιούσαν για τις γυναίκες: Τις κοπελιές τις λέγανε «σαΐτες». Τις μεσόκοπες, τις μεσαίες, τις λέγανε «κότενες». Είναι η κότα, η κότα τώρα, που έχει γεννήσει το αυγό. Τις πιο μεγάλες τις λέγανε «πουλάδες» κι η ηλικιωμένη ήταν η «φαφάνα». Τους άκουγα να λένε, όταν πήγαιναν να πουλήσουν: «Έρχεται η φαφάνα;» «Έρχεται ο “κουριάς”;» «Κουριάς» ήταν ο νεαρός άντρας, από το «κούρος».

"Αυτή η γλώσσα τούς ήταν χρήσιμη όταν πήγαιναν να πουλήσουν, γιατί δεν τους καταλάβαινε κανείς." 

Και να σου πω μια ιστορία που δείχνει πώς δούλευε η γλώσσα αυτή, η συνθηματική. Πήγαιναν στα χωριά σε ομάδες. Ήταν ο μάστορας, ήταν το τσιράκι, που έκανε βοηθητικές δουλειές, κι ήταν κι ο βολτατζής. Ο βολτατζής ήταν αυτός που ειδοποιούσε το χωριό πως έχει φτάσει ο μάστορας. Πήγαν, λοιπόν, σε ένα χωριό για πρώτη φορά. Βγήκε ο βολτατζής μια βόλτα, να πουλήσει χτένια. Φώναζε «Χτένια!» «Χτένια!» Τίποτα. Δεν πούλησε κανένα. Γυρνάει πίσω στον μάστορα και του λέει συνθηματικά πως δεν πούλησε τίποτα: «Αλαταριάσου». Τι θα πει αλατάριασμα; Σημαίνει: «Πάρε δρόμο, φύγε». «Αλαταριάσου Γιωργατζά, γιατί εδώ δεν πάμε καλά». 

Όταν, λοιπόν, μαζεύτηκαν γυναίκες γύρω-γύρω από τον μάστορα να δουν τι χτένια φτιάχνει, λέει ο μάστορας στον βολτατζή: «Ήρθε από το σύρε κι έλα τηλεγράφημα. Θα πουλήσουμε διακόσια χτένια». Τώρα, αυτό το «σύρε κι έλα» προκάλεσε απορία στις γυναίκες. Και πίστεψαν πως θα φύγουν οι μάστορες, πως είχαν άλλη, μεγάλη παραγγελία, αλλού. Όταν ο μάστορας είπε ξανά: «Σύρε μια βόλτα ακόμα κι έλα», τότε άρχισαν να αγοράζουν. Αυτά ήταν τα κόλπα των Γιωργατζάδων. Συνεννοούνταν με αυτόν τον τρόπο.

Υπήρχαν, βέβαια, κι άλλα κόλπα για να καταφέρεις να πουλήσεις. Μου έχει πει μια ιστορία ένας βολτατζής παλιός, ο οποίος είχε πάει μικρός κοντά στον μάστορα κι είχε μάθει να φτιάχνει χτένια ο ίδιος. Του έδωσε ο μάστορας τα χτένια για να τα πουλήσει κι είδε και το χτένι που είχε φτιάξει ο βολτατζής. «Πού τον πας αυτόν τον “λύκο” που έφτιαξες; Αυτός είναι “λύκος”, δεν είναι χτένι!»

Πείσμωσε λοιπόν ο άλλος κι έβαλε στο μυαλό του: «Θα τον πουλήσω εγώ αυτόν τον “λύκο”». Τι έκανε λοιπόν... Το χτένι που είχε φτιάξει αυτός, τον “λύκο”, το έβγαλε έξω από τα άλλα χτένια, το ξεχώρισε. Κι όταν μαζεύτηκαν οι γυναίκες, οι ανυφάντρες, να ψωνίσουν, μία από αυτές βλέπει το χτένι. Του λέει: «Εκείνο εκεί πέρα, γιατί το ‘χεις;» Αυτός, επειδή είχε πάει πολλές φορές στο χωριό αυτό ήξερε, οι ανυφάντρες ήταν γνωστές, οι καλές, στους μαστόρους. «Αυτό», της λέει, «το ‘χω για την ανυφάντρα την τάδε». «Τι λες μωρέ!» λέει. «Αυτή θα μου παίρνει τα καλά χτένια;» Και το αρπάζει. Οπότε, το πούλησε το χτένι, τον «λύκο».

To βασικό χαρακτηριστικό των Γιωργατζάδων ήταν πως ταξιδεύανε. Ταξίδευαν σε όλη την Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες, Βουλγαρία, Ρουμανία… Σε παρέες, γιατί δεν μπορούσες να κουβαλάς όλα τα πράγματα μόνος σου. Είχαν και τα εργαλεία τους μαζί, γιατί φτιάχνανε και χτένια στην πορεία, δεν παίρνανε όσα θα πουλούσαν από το χωριό.

Ήταν δύσκολα τα ταξίδια τότε, δύσκολη η μετακίνηση. Ταξίδευαν με το τρένο και μετά με τα πόδια ή το πολύ-πολύ με κανένα γαϊδουράκι. Όπως μου έχει πει ο παππούς μου, στη Βουλγαρία και στη Ρουμανία κινδύνευαν κι από ληστές. Και δεν ήταν πάντα εύκολο να βρεις να μείνεις κάπου, οπότε είχανε μαζί τους τη βελέντζα τους, την κουβέρτα τους. Όταν ταξίδευαν με καράβι, ας πούμε στη Μικρά Ασία, κάνανε πολλές φορές το εξής: εκεί που βάζαν τα χτένια και τα πράγματα τους μέσα, κρύβονταν τα τσιράκια. Ρίχνανε οι μαστόροι μια κουβέρτα από πάνω και κάθονταν πάνω της. Περνούσε ο έλεγχος για τα εισιτήρια και τα τσιράκια ήταν κάτω από τις κουβέρτες. Μόλις περνούσε ο έλεγχος, βγαίνανε έξω. Έτσι γλίτωναν το εισιτήριο.

Η τέχνη των χτενάδων, των Γιωργατζάδων, κράτησε μέχρι τη δεκαετία του 1980. Μετά βγήκαν καινούργιες τεχνικές ύφανσης και σιγά-σιγά, χάθηκε. Επίσης, πολλοί Γεωργατζάδες, που ξέρανε να ταξιδεύουν, μετά τον πόλεμο μετανάστευσαν Αμερική, Αυστραλία… Μ’ αυτούς, έσβησε κι η τέχνη. Την πήρανε μαζί τους οι παλιοί, δεν έμεινε τίποτα. Τώρα, βλέπουν τα χτένια οι νεότεροι και δεν ξέρουνε καν τι είναι. Αν δουν τα εργαλεία τους, δεν ξέρουν πώς να τα χρησιμοποιήσουν. Και τη γλώσσα τους, δεν τη μιλά πια κανείς.

Ερευνητής/τρια
Καττή Αγγελική
Επιμέλεια
Γιώργος Πουλιόπουλος
Autoplay
Playing next

Είσαι σίγουρος πως θέλεις να τερματίσεις τον player;

Alt text
Με το που γυάλιζε το μάτι του ήξερα τι θα συμβεί