Βετεράνος του Ιερού Λόχου

Ξεκίνησα να φοιτώ στη Σχολή Ευελπίδων στις 2 Οκτωβρίου 1940. Στις 28, ξέσπασε ο πόλεμος με την Ιταλία.
Εκείνο το πρωινό στη Σχολή Ευελπίδων, δεν ξυπνήσαμε με τον συνηθισμένο ήχο του σαλπιστή: «Τατα τατα τατα…» Ξυπνήσαμε πολύ νωρίς, 2 η ώρα, με τις πολεμικές σειρήνες. Οκτώ, δέκα σειρήνες, που ουρλιάζανε και με φωνές εκεί, από τους αξιωματικούς: «Πόλεμος! Πόλεμος! Κηρύχτηκε πόλεμος της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδος!» Παίρνουμε τα όπλα, κατεβαίνουμε κάτω κι αρχίσαμε να αγκαλιαζόμαστε και να φιλιόμαστε με τους μεγαλύτερους. Θέλαμε να πολεμήσουμε.
Οι τριτοετείς κι οι δευτεροετείς διατάχθηκαν να ετοιμαστούν, ονομάστηκαν ανθυπολοχαγοί και φύγανε αμέσως για το μέτωπο. Τους πρωτοετείς, παρ’ όλο που θέλαμε να ακολουθήσουμε, μας διατάξανε να μείνουμε μέσα να συνεχίσουμε την εκπαίδευση. Παραμείναμε στη σχολή μέχρι τις 6 Απριλίου 1941, όταν έγινε η γερμανική εισβολή στην Ελλάδα.
Ζητούσαμε επανειλημμένως να μας αφήσουν να πολεμήσουμε. Λέγαμε: «Να πάμε στις Θερμοπύλες!» «Να πάμε στα Τέμπη!» Δε μας άφηναν όμως. Όταν πια καταλάβαμε ότι οι Γερμανοί πλησίαζαν, αποφασίσαμε μόνοι μας, χωρίς αξιωματικούς, να πάμε στην Κρήτη.
“Πρώτη δουλειά, πιάσαμε τον Διοικητή, τον στρατηγό, τον δέσαμε μέσα στο γραφείο του! Οι Ευέλπιδες, τον στρατηγό!”
Kι είπαμε και στους αξιωματικούς: «Όσοι θέλουν να ‘ρθουνε, να ‘ρθουνε μαζί». Ήρθανε μερικοί μαζί μας. Και κατεβήκαμε Πατησίων, μαζέψαμε λεωφορεία και φορτηγά, ανεβήκαμε απάνω και… δρόμο!
Διασχίσαμε την Πελοπόννησο και φτάσαμε στο Γύθειο. Εκεί, μαζί με συμμαχικά τμήματα που υποχωρούσαν, φύγαμε με καΐκια για την Κρήτη. Αποβιβαστήκαμε στις 28 Απριλίου στο Κολυμβάρι Χανίων, δίπλα στο Μάλεμε, και βρήκαμε συμμαχικές δυνάμεις που ετοίμαζαν την άμυνα του νησιού.
20 Μαΐου μπήκανε οι Γερμανοί. Ήτανε 7 η ώρα, το πρωί. Ο ουρανός σκοτείνιασε. Εκατό, διακόσια, πεντακόσια αεροπλάνα... ουρανό δεν έβλεπες! Να βομβαρδίζουν. Να πολυβολούν. Από κάτω πυροβολικό να τους βαράει, τροχιοδεικτικά… Σε λίγο, κατά τις 10 η ώρα, φτάνουνε οι γουρούνες, τα Junkers, που ‘χαν τους αλεξιπτωτιστές. Ανοίγουνε οι πόρτες κι αρχίζουν να πέφτουν εκατοντάδες αλεξίπτωτα! Αεροπλάνα να πέφτουν στη θάλασσα, να πέφτουν στη στεριά… Ουρλιαχτά, φωνές...
Οι Ευέλπιδες πιάσαμε τα υψώματα του Κολυμβαρίου, πάνω από το Μάλεμε. Ήταν η πρώτη μου γνωριμία με τον πόλεμο, τότε έριξα για πρώτη φορά. Και γύρω-γύρω στα χωριά να ορμάνε τα γυναικόπαιδα, γέροι με μαχαίρια, με τσεκούρια, με πριόνια… Η 5η Μεραρχία της Κρήτης ήτανε στην Αλβανία, δεν είχε έρθει ακόμα πίσω. Ο Μεταξάς είχε πάρει τα όπλα από τους Κρητικούς κι η Κρήτη δεν είχε όπλα. Πολεμάγανε με ό,τι βρίσκανε.
Στη μάχη χάσαμε τρεις-τέσσερις Ευέλπιδες, παρά ταύτα το Μάλεμε κρατιότανε. Το ζωτικό έδαφος του Μάλεμε είναι το ύψωμα 107. Εκεί ήτανε επικεφαλής ένας Νεοζηλανδός ανθυπολοχαγός, που το κράτησε τρεις ημέρες. Την τέταρτη ημέρα, άγνωστο γιατί, το άφησε για λίγο κι εκεί βρήκαν την ευκαιρία οι Γερμανοί, ορμάνε και το παίρνουν. Πήραν το 107, χάθηκε το Μάλεμε. Χάθηκε το Μάλεμε, χάθηκε η Κρήτη, χάθηκε η Ελλάδα.
Εγώ είχα μείνει από τους τελευταίους, όταν δόθηκε η διαταγή να συμπτυχθούμε. Κι αρχίζει, πλέον, η υποχώρηση προς τα Σφακιά, προς τον νότο. Όλες οι μονάδες, Νεοζηλανδοί, Αυστραλοί, Άγγλοι κι Έλληνες, όλοι για τον νότο. Δεν είχαμε πάρει τίποτα, μόνο το όπλο. Το όπλο μόνο του δε σε σώζει όμως, φίλε… Περπατούσαμε στη ζέστη χωρίς φαγητό, χωρίς νερό, διότι δεν είχαμε πάρει παγούρι, δεν είχαμε πάρει χυλό. Δεν πήραμε ούτε χλαίνη και τη νύχτα, παγώναμε. Σε μια χαράδρα βρήκα τα ούρα των μουλαριών που προπορεύονταν. Βούτηξα το κεφάλι μου μέσα κι ήπια τα ούρα των μουλαριών, κίτρινα, όπως ήταν.
Φτάσαμε στα Σφακιά, είχαν έρθει κάποια συμμαχικά καράβια και γινόταν χαμός για το ποιος θα μπει. Προσπάθησε ο διοικητής μας, πήγε, μίλησε με τους Άγγλους: «Να φύγει η σχολή;» «Όχι». Δεν μπορούσαν να πάρουν ούτε τους Άγγλους, τους Νεοζηλανδούς, τους Αυσταλούς, έμειναν πίσω χιλιάδες. Οπότε ο διοικητής έδωσε το παράγγελμα: «Τους ζυγούς λύσατε! Μαρς!» Πού να πάμε; Αδέκαροι, άφραγκοι… Πού να πάμε; Κάναμε μια προσπάθεια να μπούμε στα πλοία. Καμιά δεκαριά, τα κατάφεραν. Εμάς τους άλλους, δε μοιάζαμε κιόλας ξανθοί, μας πετάξανε έξω. Οπότε, κατά μικρές ομάδες αρχίσαμε να περπατάμε προς την ενδοχώρα της Κρήτης.
Σε ένα χωριό, μια γυναίκα έβγαζε νερό από πηγάδι. Ζητήσαμε να πιούμε και δε μας έδωσε, μας λέει: «Τα κοπέλια μας, πού είναι;» Εννοούσε την 5η Μεραρχία της Κρήτης, που είχε διαλυθεί μετά την Αλβανία. Τι φταίγαμε όμως εμείς; Τελικά, μετά από τρεις ημέρες, κάπου βρεθήκαμε με τους Γερμανούς και μας πιάσανε και μας πήρανε στη Σούδα, σε στρατόπεδο αιχμαλώτων. Μας φερθήκανε καλά. Μας θεωρούσαν αξιωματικούς, μας χαιρετάγανε, μας δίνανε φαγητό καλό. Εκεί καθίσαμε καμιά εικοσαριά μέρες και μετά μας ‘φεραν στον Πειραιά και μας αφήσανε ελεύθερους. Με τα πόδια πήγα στο χωριό μου, την Πουλίτσα Κορινθίας, όπου έφτασα πεινασμένος κι ελεεινός, ψειριασμένος και βρώμικος.
Μετά από δέκα μέρες, ανέβηκα ξανά στην Αθήνα. Είχε αρχίσει η φυγή για τη Μέση Ανατολή και θέλαμε να πάμε να συνεχίσουμε τον πόλεμο. Βρήκα επαφή κι έψαξα καΐκι να με πάρει. Οι δυο πρώτοι μου τη φέρανε και μου φάγανε τα λεφτά. Την τρίτη φορά όμως φάνηκε τίμιος ο μπάρμπας, ο καπετάν-Γιάννης, κι από την Εύβοια, μας φόρτωσε για την Τουρκία.
Βγήκαμε στα Αλάτσατα, διασχίσαμε την Τουρκία, με ένα καΐκι πήγαμε στην Κύπρο κι από εκεί, με πλοιάριο, στη Χάιφα του Ισραήλ. Εκεί, υπήρχε ένα φυλάκιο ελληνικό που υποδεχότανε τους Έλληνες κι αν ήταν στρατεύσιμοι τους έβαζε σε μονάδες, αν ήταν γυναικόπαιδα ή ηλικιωμένοι του έβαζε σε κατασκηνώσεις, γιατί φτάνανε χιλιάδες Έλληνες πρόσφυγες. Ως αξιωματικός που ήμουν, πήγα διμοιρίτης στο 5ο Τάγμα.
Στις 6 Σεπτεμβρίου του ’42, μας ανακοίνωσαν ότι θα δημιουργηθεί μια εθελοντική μονάδα επιλέκτων και δήλωσα να συμμετάσχω. Έρχεται ένας συνταγματάρχης και μας μίλησε: «Δε με ξέρετε, αλλά εγώ ξέρω ότι είσαστε οι καλύτεροι. Εσείς θέλετε να πολεμήσετε, να ελευθερώστε την πατρίδα. Εγώ αναλαμβάνω να σας πάω στον πόλεμο και δε θα σας μιλήσω ποτέ για πολιτική». Ένας τον αναγνώρισε από παλιά και λέει: «Αυτός είναι ο Χριστόδουλος Τσιγάντες». Αναλαμβάνει διοικητής, μας ονομάζει Ιερό Λόχο και μας κατεβάζει στο Σουέζ, όπου ήταν το βρετανικό σύνταγμα κομάντος, το Special Air Force. Εκεί εκπαιδευτήκαμε ως πρώτη σειρά αλεξιπτωτιστών.
Θυμάμαι το πρώτο μου άλμα. Ήταν Σαββατοκύριακο κι είχανε πάρει όλοι άδεια, εγώ δεν είχα λεφτά κι έμεινα μέσα. Την Κυριακή ήρθανε από τους Άγγλους, λέει: «Είναι κανένας από αυτούς που εκπαιδεύτηκε;» «Ναι, είμαστε τέσσερις-πέντε». «Θέλετε να πηδήξετε σήμερα;» «Ναι», λέμε. Ήμασταν οι πρώτοι Έλληνες αλεξιπτωτιστές.
Στη μάχη του Ελ Αλαμέιν βάλανε κάποιες ομάδες από εμάς στα μετόπισθεν. Όταν οι Γερμανοί άρχισαν να οπισθοχωρούν, στέλνουν τη δική μου ομάδα κι άλλες στη Βεγγάζη να στήσουμε ενέδρα, γιατί εκεί είναι κάτι λίμνες και στενεύει ο δρόμος. Αλλά ο διοικητής των Γερμανών, ο Ρόμελ, πρόλαβε και πέρασε. Πάμε στην Τρίπολη. Ο Μοντγκόμερι, ο διοικητής των Βρετανών, μας διέταξε να κινηθούμε νότια να βρούμε τον Λεκλέρκ, που ερχόταν με μία μεραρχία Γάλλων. Κινηθήκαμε 200 χιλιόμετρα μέσα στην έρημο. Την ημέρα είχαμε 45 βαθμούς Κελσίου και τη νύχτα βάζαμε τρεις κουβέρτες.
Στο Ksar-Rillan δώσαμε μια τρομερή μάχη. Δυο μεραρχίες Γερμανών μας περικύκλωσαν, είχανε ισχυρές μηχανοκίνητες μονάδες κι εμείς είχαμε τουφέκια μόνο. Ήμασταν καθηλωμένοι κι ο Μοντγκόμερι μάς είχε διατάξει να κρατήσουμε. Αμυνθήκαμε επί πέντε μέρες, μέχρι που ήρθε η αεροπορία κι οι Γερμανοί υποχώρησαν. Εκεί είχαμε και τους πρώτους νεκρούς μας, τους θάψαμε στην έρημο. Στη συνέχεια ενωθήκαμε με τους Νεοζηλανδούς και προχωρήσαμε προς τα πάνω, προς το Γκαμπές, πέρα από την Τυνησία. Στο δρόμο δώσαμε μάχες κι ελευθερώσαμε διάφορες πόλεις, μέχρι που η στρατιά του Ρόμελ αποχώρησε οριστικά από τη Βόρειο Αφρική.
Η στρατιά του Ρόμελ ήτανε πολύ δυνατή, με τρομερούς πολεμιστές. Κι η Αφρική, παιδί μου, ήταν πόλεμος κανονικός. Στρατιά από δω, στρατιά από κει… Πόλεμος κανονικός, συμβατικός, δε γίνονται έτσι οι πόλεμοι πια. Κατάλαβες; Κι είχε στρατηλάτες. Ο Ρόμελ, ο Μοντγκόμερι… μεγάλοι στρατηλάτες, από τους μεγαλύτερους της ιστορίας.


Από την Αφρική, πήγαμε στο Αιγαίο, να απελευθερώσουμε τα νησιά από τους Γερμανούς. Πιάσαμε πρώτα το Καστελόριζο κι ένα-ένα, ελευθερώσαμε όλα τα Δωδεκάνησα. Οι γερμανικές φρουρές σχεδόν δεν έφερναν αντίσταση κι οι ελληνικοί πληθυσμοί των νησιών μάς υποδέχονταν ως απελευθερωτές.
Στις 8 Μαΐου του 1945 ήμουν αυτόπτης μάρτυρας της παράδοσης των γερμανικών δυνάμεων του Αιγαίου στη Σύμη, ήμουν εκεί ως διοικητής της 1ης ομάδος του Ιερού Λόχου. Ήρθε ο Γερμανός στρατηγός Ότο Βάγκνερ από τη Ρόδο, σε ένα τραπέζι καθόντουσαν ο Βρετανός Ταξιάρχος Μόφατ, πέντε ακόμα συνταγματάρχες των συμμάχων κι ο Τσιγάντες. Ο Βάγκνερ χαιρετάει, βγάζει κι αφήνει το πιστόλι κι υπογράφει το πρακτικό παράδοσης. Χαιρετάει πάλι και φεύγει, χωρίς να του ανταποδώσει τον χαιρετισμό κανένας. Τότε ο Βρετανός Ταξίαρχος παίρνει το πιστόλι του Γερμανού, το δίνει στον Τσιγάντε και λέει: «Το τρόπαιο αυτό ανήκει στον Ιερό Λόχο, τον απελευθερωτή των νήσων».
Την επόμενη μέρα, βρεθήκαμε στην Κάλυμνο, με επικεφαλής τον ταγματάρχη Παπαγεωργόπουλο. Συναντάμε τον διοικητή της γερμανικής φρουράς, έναν αντισυνταγματάρχη. Του λέει ο Γερμανός: «Τι θέλετε εδώ; Έχω χίλιους άντρες και κατέχω το νησί, θα σας πιάσω αιχμαλώτους». Του λέει ότι χθες στη Σύμη είχε υπογραφεί η παράδοση. «Εγώ δεν ξέρω τίποτα», απαντάει. Πάνε σε ένα τηλέφωνο, μιλάει με τον διοικητή του και του λέει: «Υπεγράφη η παράδοση, θα παραδοθείς». Χαιρετάει ο Γερμανός, λέει: «Παραδίδομαι». Κι ο Παπαγεωργόπουλος διατάσσει εμένα να πάρω τον οπλισμό από τους Γερμανούς.
Το parabellum που έχω εδώ είναι το περίστροφο του διοικητή των Γερμανών της Καλύμνου. Και το ‘χω εδώ, στο μαξιλάρι μου.