Δραπετεύοντας από την Αυστραλία

Το καράβι που θα ταξιδεύαμε λεγόταν ΑΥΣΤΡΑΛΙΣ. Ήταν τεράστιο, μου φαινόταν τεράστιο. Ήμουν μόλις πέντε χρονών παιδάκι κι όλα μου φαίνονταν τεράστια. Δεν είχα ξαναδεί ποτέ τόσο μεγάλο πλοίο, ούτε τόσο πολύ κόσμο.
Είχαμε βρεθεί στον Πειραιά από τον Καραβόμυλο της Σάμης, για να μεταναστεύσουμε οικογενειακώς για την Αυστραλία. Ήταν το ’69. Ο πατέρας μου είχε φορτηγό μεταφορών και του χρωστάγαν όλοι στο νησί, βρέθηκε σε τέλμα. Θεώρησε πως δε θα μπορούσε να μεγαλώσει τα παιδιά του στην Κεφαλονιά κι αποφάσισε να πάμε στην Αυστραλία, για να έχουμε μία καλύτερη μοίρα. Πριν επιβιβαστούμε στο τεράστιο πλοίο, πέρασε από μπροστά μας ένας παγωταζτής που είχε ένα κουτί, ένα κουτί με παγωτά ξυλάκι και μου πήραν ένα, το αγαπημένο μου. Αυτό το ξυλάκι το θυμόμουν πάντα.
Από το ταξίδι θυμάμαι έντονα τη ζέστη και τις γεύσεις, τις οσμές: τα φρούτα ήταν τροπικά, είχαν μία γεύση σαν τη χώρα που θα ταξιδεύαμε, ήταν εξωτικά. Όταν φτάσαμε όμως στην Αυστραλία, στο Σίδνεϊ, η πρώτη εντύπωσή μου δεν ήταν καλή. Μου φάνηκε σκοτεινό και μαύρο. Ερχόμενη από ένα νησί που ήταν έντονα τα χρώματα του πράσινου και της θάλασσας, μου έκανε τρομερή εντύπωση πως εκεί όλα ήταν σκοτεινά, μαύρα, αυτό το industrial, το βιομηχανικό τοπίο.
Πήγαμε στο σπίτι των συγγενών που θα μέναμε, σε ένα προάστιο. Μου έκανε εντύπωση ότι δεν είδα κόσμο στον δρόμο, όπως στο χωριό μας, όλα ήταν έρημα. Μου φάνηκε ότι έλειπε το ανθρώπινο στοιχείο κι η ζεστασιά, ότι όλα ήταν σκοτεινά. Είναι περίεργο, αλλά ακόμα και σε ηλικία πέντε χρονών καταλαβαίνεις πως είσαι σε μία ξένη χώρα. Το νιώθεις, πως είσαι μακριά από την πατρίδα σου.
Ως παιδί, προσαρμόστηκα γρήγορα. Τη γλώσσα, τα αγγλικά, εγώ κι η αδερφή μου τη μάθαμε πολύ γρήγορα, μέσα σε τρεις μήνες. Κάναμε πολλή παρέα με τα ξαδέρφια μας και τα παιδιά σε αυτή την ηλικία πάντα βρίσκουν τρόπο, μαθαίνουν γρήγορα, γιατί θέλουν να επικοινωνήσουν. Αλλά και το σχολείο στην Αυστραλία, μου άρεσε πολύ. Θυμάμαι πως είχαμε τη δυνατότητα να κάνουμε και πρακτικά μαθήματα, όχι μόνο θεωρητικά: τα αγόρια είχαν μαθήματα όπως μεταλλουργία και ξυλουργική, τα κορίτσια είχαν κέντημα, μαγείρεμα, ζωγραφική… πράγματα που έδιναν στα παιδιά τη δυνατότητα να αναπτύξουν διάφορες δεξιότητες.
Στο σπίτι μιλούσαμε πάντα ελληνικά και τηρούσαμε όλα τα ήθη και τα έθιμα της Ελλάδας. Οι γονείς μας ήθελαν οπωσδήποτε να διατηρήσουμε την ελληνική κουλτούρα, να μη χάσουμε επαφή με την πατρίδα. Βέβαια, αυτό μας έκανε να είμαστε σε απόσταση από τους Αυστραλούς. Για αυτό δεν μπορώ να πω πως πέρασα καλά στα εφηβικά μου χρόνια εκεί, ήταν κάπως αυστηρά και περιορισμένα. Οι γονείς μας δεν ήθελαν να ερωτευτούμε κάποιον ξένο, οποιονδήποτε που δε σχετίζεται με την Ελλάδα, οπότε ήταν αυστηροί, στερηθήκαμε τις εξόδους και τις ελευθερίες της εφηβείας.
Παρακολουθούσαμε όσο πιο πολύ γίνεται τα γεγονότα στην Ελλάδα. Θυμάμαι κάθε πρωί, τα χαράματα, τον πατέρα μου να έχει γυρισμένο το ραδιόφωνο στο BBC, ώστε να ακούει τις ειδήσεις από την Ελλάδα. Θυμάμαι ειδικά τα γεγονότα στις 17 Νοέμβρη του 1973, στο Πολυτεχνείο. Λόγω της δικτατορίας, εμείς ξέραμε περισσότερα από τους Έλληνες για όσα γίνονταν στην Ελλάδα τη συγκεκριμένη μέρα! Ήμασταν, δηλαδή, στραμμένοι συνέχεια προς την Ελλάδα. Λόγω των γονιών μας, αισθανόμασταν σαν να μην λείπαμε ούτε μία μέρα από την Ελλάδα.
Το 1979, όταν τελείωσα το σχολείο και μία σχολή, ο πατέρας μου μου είπε: «Πάρε ένα εισιτήριο να πας να δεις την Ελλάδα». Ήταν η ευκαιρία που έψαχνα! Είχα τόση χαρά! Έβαλα και χειμωνιάτικα και καλοκαιρινά στις βαλίτσες, γιατί το ήξερα, το ήξερα ότι δε θα γυρίσω πια ποτέ στην Αυστραλία.
“Σαν δραπέτευση, σαν escape, εγώ έτσι το έβλεπα. Να ξεφύγω από την Αυστραλία και ποτέ να μην ξαναγυρίσω πίσω.”
Το πρώτο πράγμα που έκανα στον Πειραιά, όταν κατέβηκα από το καράβι, ήταν να βρω έναν παγωτατζή και να αγοράσω ένα παγωτό ξυλάκι. Με τις ίδιες γεύσεις, ακριβώς, όπως τότε που έφυγα από την Ελλάδα. Άκουγα ελληνικά γύρω μου, άκουγα ακόμα κι αυτόν τον παλιατζή, που τριγυρνούσε στους δρόμους και λέω: «Πωπω, είμαι στην πατρίδα μου».


Αρχικά, έμεινα σε μία θεία μου στην Αθήνα, στου Ζωγράφου. Έψαξα δουλειά και βρήκα πολύ εύκολα, γιατί την εποχή εκείνη όσοι μιλούσαν αγγλικά, είχαν εύκολη πρόσβαση σε πολλές δουλειές, καλοπληρωμένες. Στην αρχή, θυμάμαι, μου έκανε πάρα πολύ εντύπωση ότι στην Ελλάδα άκουγαν ξένη μουσική, ενώ εμείς στην Αυστραλία ακούγαμε ελληνική μουσική. Στην Αυστραλία για εμάς ήταν όλα ελληνικά: πηγαίναμε ελληνικό σινεμά, ελληνικούς χορούς, γλέντια... κι ήρθα στην Ελλάδα, ζούσα στην Ελλάδα και με δυσκολία μπορούσα να διασκεδάσω κάπου ελληνικά!
Με κέρδισαν τα τοπία της Ελλάδας, τα νησιά της, είναι σαν ζωγραφιές. Αλλά περνώντας ο καιρός, ανακάλυψα και πολλά πράγματα που δε μου άρεσαν, όπως ο τρόπος που πλησίαζαν οι περισσότεροι άντρες τις γυναίκες. Ήταν άξεστος, έως και βίαιος, μπορώ να πω. Τώρα καταλαβαίνω πως αυτό οφείλεται σε έλλειψη παιδείας μέσα στις οικογένειες, πάνω σε αυτό το θέμα.
Μετά, μου δημιουργούσε πρόβλημα η προφορά μου που ξεχώριζε, η προσφορά η αυστραλέζικη. Και το διαφορετικό η Ελλάδα δεν το υιοθετεί έτσι εύκολα, ακόμα και μέχρι σήμερα. Ένιωθα ξένη στην ίδια μου την πατρίδα. Ξένη ένιωθα στην Αυστραλία, όμως ξένη ένιωθα και στην Ελλάδα. Ένιωσα λίγο απογοητευμένη με τη νοοτροπία των ανθρώπων. Βέβαια, ήταν αμέσως μετά από μία δικτατορία, ήταν σε καταστολή τα πάντα, ακόμα και τα συναισθήματα των ανθρώπων. Και ξαφνικά, βρήκαν την ελευθερία και δεν ήξεραν πώς να τη διαχειριστούν.
Ερωτεύτηκα εδώ. Βρήκα τον έρωτα της ζωής μου, τον άντρα μου. Τότε πήρα και την τελική απόφαση να μείνω εδώ. Δεν υπήρχαν κινητά και τα τηλέφωνα ήταν λίγο δύσκολα τότε, οπότε έστειλα στον πατέρα μου μια επιστολή: «Δε σκοπεύω ποτέ να ξαναγυρίσω στην Αυστραλία». Κι η χαρά του ήταν απερίγραπτη, φυσικά, γιατί αυτό ήθελε πάντα.
Ο άντρας μου ήταν από το ίδιο νησί με μένα, από την Κεφαλονιά, και βάλαμε σκοπό να ξεκινήσουμε μία καινούργια ζωή εκεί. Αυτός ήταν ένας καινούργιος Γολγοθάς. Ζεις σε μία ξένη χώρα, την Αυστραλία, ξαφνικά βρίσκεσαι στην Αθήνα και μετά σε ένα νησί… ήταν σαν έχω πέσει από βουνό, με κατακόρυφη πτώση! Το νησί μου άρεσε, αλλά όπως σε όλα τα μικρά μέρη, ένιωθα σαν να είμαι συνέχεια κάτω από το μικροσκόπιο. Εάν το αφήσεις αυτό να σε κυριαρχήσει, έχεις χάσει το παιχνίδι.
Έκανα οικογένεια στην Κεφαλονιά, έκανα τρεις κόρες. Σιγά-σιγά ερωτεύτηκα το νησί κι από τότε, ζω εδώ. Οι γονείς μου γύρισαν κι αυτοί στην Ελλάδα, μετά από κάποια χρόνια.
Την Αυστραλία την επισκέφτηκα ξανά τρεις φορές. Μου φάνηκε ακριβώς η ίδια, απλά είναι πιο πυκνοκατοικημένη. Μου έκανε εντύπωση η πολυεθνικότητα, δηλαδή πέρα από τους Μεσόγειους, που υπήρχαν όταν κατοικούσαμε εμείς στην Αυστραλία, υπάρχουν πια και πολλοί Ασιάτες, πολλοί Άραβες και πολλοί Αφρικανοί. Αλλά δεν ένιωσα καμία συγκίνηση, δεν ένιωσα απολύτως τίποτα. Η Αυστραλία είναι μια χώρα στην οποία οι γονείς μου ήρθαν λόγω ανάγκης. Κι η νοσταλγία του πατέρα μου για την Ελλάδα με επηρέασε τόσο, που γύρισα στην Ελλάδα και παρότρυνα και τους άλλους να το κάνουν. Άρα δεν μου έκανε καμία εντύπωση το να πάω στα λημέρια τα παλιά που μεγάλωσα, το σπίτι που κατοικούσαμε, δεν είχα συναίσθημα για αυτά. Δε συνδέεσαι με άψυχα πράγματα, τα οποία είναι κιόλας σε ξένη χώρα.
Δε μετάνιωσα ποτέ που γύρισα στην Ελλάδα και στην Κεφαλονιά. Υπάρχουν άνθρωποι που θεωρούν πως δεν ταιριάζουν στον τόπο που έχουν γεννηθεί. Σίγουρα εγώ δεν είμαι σε αυτή την κατηγορία. Εγώ είμαι Ελληνίδα, οι ρίζες μου είναι στην Ελλάδα, θέλω να ζω στην Ελλάδα και να πεθάνω στην Ελλάδα.