Μεγάλωσα σε κοινόβιο

Μεγάλωσα σε ένα κοινόβιο στη Γερμανία, με πολλούς άλλους ανθρώπους.
Όλα ξεκίνησαν όταν οι γονείς μου αποφάσισαν ως φοιτητές να ζήσουν μαζί με άλλους οκτώ φοιτητές. Νοίκιασαν ένα μεγάλο σπίτι σε ένα χωριό μία ώρα μακριά από το πανεπιστήμιο και κάθε μέρα πηγαινοέρχονταν με ένα μεγάλο βαν, για να παρακολουθήσουν τις σχολές τους. Από τότε, ζουν σε αυτό το σπίτι.
Από αυτό το αρχικό γκρουπ, η μαμά μου, ο μπαμπάς μου κι ένα άλλο ζευγάρι, ζουν μαζί σχεδόν σαράντα πέντε χρόνια. Αλλά συνέχεια μπαινόβγαινε κόσμος, ακόμα συμβαίνει αυτό. Θυμάμαι πάντα όταν μεγάλωνα να έρχονται κάποιοι και να λένε: «Ψάχνω σπίτι». «Ωραία, έλα εδώ. Έχουμε δωμάτια και μπάνιο και κουζίνα για δέκα άτομα». Δε χρειαζόταν να πουν πόσο θα κάτσουν ή να δεσμευτούν. Ζούσαν για ένα διάστημα σε μας και μετά, μετακόμιζαν αλλού. Πού και πού γυρνούσαν πίσω άνθρωποι που είχαν χωρίσει ή που είχαν άλλα προβλήματα και μπορούσαν να μείνουν ξανά εκεί για ένα διάστημα.
Το πιο εντυπωσιακό στο κοινόβιο ήταν πως διάφοροι άνθρωποι, χωρίς να είναι συγγενείς, δε μοιράζονταν μόνο το ίδιο σπίτι.
“Μοιράζονταν τα πάντα, ακόμα και τα λεφτά.”
Αυτό δεν μπορούμε να το φανταστούμε σήμερα, να μοιραζόμαστε τα λεφτά. Άμα ο ένας ήταν δάσκαλος κι έβγαζε π.χ. χίλια ευρώ κι ο άλλος ήταν κοινωνικός λειτουργός κι έβγαζε πεντακόσια ευρώ, έλεγαν: «Εντάξει, θα τα βάλουμε στη μέση και θα έχουμε περισσότερα για όλους». Αυτό το έκαναν τοτε και το κάνουν ακόμα και σήμερα.
Εγώ λέω πως έχω τέσσερα αδέρφια. Έπρεπε να πάω επτά-οκτώ χρονών για να καταλάβω πως ο Λάσε, ο Σβεν-Όλε κι ο Μπγιορν, τα τρία παιδιά του άλλου ζευγαριού, δεν είναι αδέρφια μου εξ αίματος. Αλλά ποτέ δε με ένοιαξε. Για μένα είναι ακριβώς το ίδιο. Με τον Λάσε, για παράδειγμα, μοιραζόμασταν ως παιδιά το ίδιο δωμάτιο για πολλά χρόνια, την ίδια κουκέτα. Με τον Γιόνας, που είναι ο μικρότερος αδερφός μου εξ αίματος, δεν το έχω κάνει αυτό. Οπότε όταν μιλάμε, λέμε πάντα «ο αδερφός μου», «η αδερφή μου». To αστείο είναι πως μοιάζουμε όλοι μεταξύ μας κι εμφανισιακά, αλλά και σαν χαρακτήρες. Όταν είμαστε έξω και λέμε πως είμαστε αδέρφια, μας λένε: «Α, φαίνεται, φαίνεται!»
Επιπλέον, είχαμε πάντα κι ανάδοχα παιδιά που είχαν αναλάβει να φροντίσουν οι γονείς μας, κυρίως η μητέρα μου. Από το 2014 έχουμε και πρόσφυγες. Και με τα ανάδοχα παιδιά έχω ακόμα σχέσεις, μιλάμε, αλλά όχι με όλα.
Η μητέρα μου ήταν πάντα εκεί, πάντα διαθέσιμη, αλλά χωρίς να είναι «helicopter mum», δηλαδή να είναι καταπιεστική και συνέχεια από πάνω μας, να ελέγχει τα πάντα. Το αντίθετο. Πολύ συχνά έλεγε: «Πήγαινε έξω και κάνε ό,τι θες». Είχαμε και την ευκολία του χωριού βέβαια, είχαμε το δάσος, είχαμε την αυλή. Εκείνη ήταν κυρίως επιφορτισμένη με τις δουλειές του σπιτιού και με τα ανάδοχα παιδιά, γιατί δε δούλευε, αλλά αυτό δε σήμαινε πως δε βοηθούσαν όλοι. Παράδειγμα, μου λέγανε: «Σήμερα η μαμά θα λείπει, γιατί έχει πάει να παίξει βόλεϊ». Δε με πείραζε γιατί ωραία, θα είναι ο Χούμπερτ, ο άλλος πατέρας, στο σπίτι. Με αυτόν κυρίως παίζαμε. Ο δικός μου πατέρας μάς έπαιζε πάντα κιθάρα πριν κοιμηθούμε κι η μαμά μου κι η Άνκε, η άλλη μητέρα, μας διάβαζαν. Θυμάμαι κάθε μέρα να κάνουμε και κάτι διαφορετικό: τη Δευτέρα χορό, την Τρίτη θέατρο, κάθε απόγευμα κάναμε κάτι όμορφο στο δάσος…
Κάθε καλοκαίρι ερχόμασταν όλοι διακοπές στην Ελλάδα, με σκηνή και τροχόσπιτο. Αγοράσαμε μετά κι ένα σπίτι στην Αχαΐα κι έτσι ανέπτυξα μια σχέση με τη χώρα, αφού έρχομαι από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Γι’ αυτό κι όταν πήγα στο Πανεπιστήμιο, πριν από επτά χρόνια, αποφάσισα να κάνω Erasmus στην Ελλάδα. Κι εδώ, έμελλε να γνωρίσω τον άντρα μου. Πήγαμε για λίγο καιρό στη Γερμανία και μετά, αποφάσισα ότι θέλω να ξαναγυρίσω στην Ελλάδα. Μετακομίσαμε εδώ κι αποκτήσαμε ένα παιδάκι.
Το να μεγαλώνεις παιδιά στην Ελλάδα, στο κέντρο της Αθήνας, έχει μεγάλη διαφορά από ό,τι σε ένα χωριό στη Γερμανία. Στην Αθήνα πρέπει να προσέχεις πολύ. Βγαίνεις έξω κι είναι όλα βρώμικα, υπάρχουν σκουπίδια στον δρόμο, πολλά αυτοκίνητα… Επίσης, βλέπω ότι οι γονείς πιέζουν πολύ τα παιδιά τους: να τους κρατάνε συνέχεια από το χέρι, να τρώνε συνέχεια, να κάθονται «σωστά». Βλέπεις γονείς ακόμα και στην παραλία, να κυνηγάνε τα παιδία με ένα κουτάλι! Όλα αυτά είναι τελείως ξένα για μένα. Και δεν ξέρω αν είναι ο τρόπος που μεγάλωσα, αλλά δε μου αρέσει πολύ αυτό, μου φαίνεται δύσκολο να είμαι μητέρα στην Ελλάδα. Από την άλλη βέβαια, το να είσαι έγκυος ή μητέρα μικρού μωρού στην Ελλάδα, είναι όνειρο. Μπαίνεις σε λεωφορείο και σε ρωτάνε πάντα: «Θες να κάτσεις;» Περιμένεις σε μια ουρά και σου λένε: «Περάστε μπροστά». Στην αρχή έλεγα: «Όχι δε χρειάζεται, δεν είμαι άρρωστη…» Αλλά και τώρα πάλι, μου λένε: «Ελάτε, ελάτε, έχετε μικρό μωρό!»
Αν με ρώταγες πριν από δέκα χρόνια αν θα ήθελα να μεγαλώσει το παιδί μου όπως μεγάλωσα εγώ, θα έλεγα «όχι». Είναι λογικό όταν είσαι νεότερη, να θέλεις κάτι διαφορετικό. Άλλα όσο μεγαλώνω, τώρα που είμαι κι εγώ μαμά, τόσο καταλαβαίνω πόσο ωραία ήταν όλα αυτά που έζησα. Ότι ποτέ δε μου έλειψε τίποτα. Ότι πάντα είχα ανθρώπους να με φροντίζουν. Ότι πάντα είχα παρέα. Ότι ποτέ δεν ήμουν μόνη.
Θα ήθελα ο γιος μου να μεγαλώσει σε μια τέτοια κοινότητα. Το όνειρο μας με τον άντρα μου είναι να ζήσουμε μαζί με φίλους. Να μοιραστούμε ένα μεγάλο σπίτι ή δύο σπίτια που να είναι δίπλα ή δύο διαμερίσματα σε ένα κτίριο. Δε με νοιάζει, κάτι που να χωράμε όλοι. Να έχουμε μία αυλή. Να μεγαλώσουν τα παιδιά μας με άλλα παιδιά. Οπότε να έχουν και πολλά αδέλφια, όπως είχα κι εγώ, αλλά ταυτόχρονα να έχουμε τον χρόνο και την ελευθερία να κάνουμε και πράγματα για τον εαυτό μας. Και νομίζω ότι είναι τελικά πιο εύκολο να συμβεί αυτό στη Γερμανία, παρά στην Ελλάδα. Κάθε φορά που πάω στη Γερμανία βλέπω τα αδέρφια μου, που έχουμε κάνει σχεδόν όλοι παιδιά, το ίδιο κι οι άλλοι που έμειναν μαζί μας. Και βλέπω ότι έχει πια φτιαχτεί μια μεγάλη-μεγάλη οικογένεια.