Ο τσαμπουνιέρης της Νάξου

Εδώ στη Νάξο, στα Λιβαδοχώρια, τσαμπούνες έπαιζαν δύο φορές τον χρόνο: την Παραμονή Πρωτοχρονιάς και τις Απόκριες. Την Παραμονή πρωτοχρονιάς λέγανε τον «Άγιο Βασίλη», τα κάλαντα, και τον λέγανε συνήθως αυτοί που θα πήγαιναν την επόμενη χρονιά φαντάροι, έτσι ήταν το έθιμο. Λέγανε τα κάλαντα σε όλα τα σπίτια του χωριού, περνούσαν από όλα τα σπίτια του χωριού με τις τσαμπούνες, ας το πούμε σαν αποχαιρετισμό, επειδή θα φεύγανε.
Το χωριό μας, οι Τρίποδες, είχαν τότε διακόσια-τριακόσια σπίτια. Ξεκινούσαν οι τσαμπουνιέρηδες 8 η ώρα το πρωί και τελείωναν το επόμενο πρωί! Περνούσαν από όλα τα σπίτια, έλεγαν τον «Άγιο Βασίλη», όλοι τους προσκαλούσανε να μπούνε μέσα όλη η κουστωδία, να πάρουν έναν μεζέ, να πιούν κι ένα ποτήρι κρασί… Κι άμα έκαναν όλη αυτή τη δουλειά σε κάθε σπίτι, στα δέκα σπίτια ήσαν και μεθυσμένοι!
Τους άκουγα παιδί κι έλεγα: «Πώς παίζουν έτσι, τόσο γλυκά! Θέλω να μάθω να παίζω κι εγώ έτσι! Θέλω να μάθω να παίζω τσαμπούνα!» Αλλά ο πατέρας μου δεν ήθελε ούτε να τ’ ακούσει. Μας έλεγε πάντα: να κοιτάτε μόνο τα μαθήματά σας, να πάτε να σπουδάσετε, να φύγετε απ’ τα χωράφια. Γιατί τότε δεν υπήρχαν ούτε τρακτέρ, τότε οι δικοί μας δουλεύαν στα χωράφια απ’ το πρωί που έβγαινε ο ήλιος, μέχρι το βράδυ. Οπότε όταν πέρασα πια στο Πανεπιστήμιο, στο Φυσικό, το πρώτο πράγμα που του είπα ήταν: «Θα πάρω τσαμπούνα!» «Τώρα», μου λέει, «κάνε ό,τι καταλαβαίνεις».
Πήγα στον μάστορα να πάρω την πρώτη μου καλή τσαμπούνα. Είχα μάθει ότι στο Δανακό φτιάχνει ένας πολύ καλές τσαμπούνες. Ο μάστορας είχε αναμμένο το τζάκι, έφτιαξε κάτι μπριζόλες, ήπιαμε ένα κρασί, έπιασε και την τσαμπούνα κι έπαιζε. Μου λέει: «Θα σου φτιάξω μια». «Αυτή», του λέω, «που παίζεις εσύ, μπορείς να μου την πουλήσεις;» «Ναι, αλλά αυτή κάνει τόσο». Είπε ένα μεγάλο ποσό. «Ντάξει». Είχα μόλις ξεκινήσει να κάνω κάποια φροντιστήρια, είχα κάποια χρήματα. Έδωσα έναν μισθό. Τέτοια ήταν η λαχτάρα μου να πάρω τσαμπούνα, που του έδωσα τα λεφτά κι έφυγα.
Δε θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη φορά που έπαιξα για κόσμο. Ήταν Παραμονή Πρωτοχρονιάς, στο χωριό μας. Ήταν κατά τις 3 τα μεσάνυχτα και λέω σε έναν τσαμπουνιέρη που είχε κουραστεί: «Να σε βοηθήσω λίγο, Γιάννη;» «Μα ίντα ξέρεις τώρα εσύ;» «Καλά, ίσα-ίσα να παίξω λίγο, να βαστώ τον ρυθμό, να ξεκουραστείς κι εσύ». Λέει: «Βάστα, πάρ' την τσαμπούνα». Την πιάνω.
“Κι είχα πραγματικά την εντύπωση πως μόλις πιάσω την τσαμπούνα, θα παίξω κανονικά.”
Κι έτσι έγινε. Ένα μυστήριο πράγμα! Θα ήταν μεγάλη επιτυχία να φουσκώσω το ασκί και να αρχίσω να παίζω έστω και με λίγες νότες, ας το πούμε.
Περάσαμε από τρία, τέσσερα, πέντε σπίτια παίζοντας και δεν κατάλαβε κανείς πως δεν είμαι έμπειρος, πως δεν είμαι επαγγελματίας. Κρατούσα το ίσο κι εκείνοι τραγουδούσαν, χορεύαν… Εκεί είναι όλο το κουμπί. Δηλαδή το μεγαλύτερο, πιστεύω, ξεκίνημα ενός μουσικού είναι όταν θα παίξει και θα χορέψουνε οι άλλοι. Πάει να πει ότι μπορείς να παίξεις στον ρυθμό για να χορέψουν κι εκεί είναι που θα κάνεις το ξεκίνημά σου. Εκεί, ας πούμε, καταλαβαίνεις ότι «καλός είσαι, συνέχισε».
Από εκεί καθιερώθηκε να παίζω την Πρωτοχρονιά και τις Απόκριες. Πήρε ένας φίλος μου το τουμπακι κι ήμασταν πια τσαμπουνάτορας και τουμπακάτορας. Κάποιος που δεν έχει συνηθίσει τον ήχο θα του φαινόταν πως είναι συνέχεια ένας σκοπός, ο ίδιος ο τσαμπουνιστός σκοπός, πως δεν έχει διαφορά. Αλλά δεν είναι έτσι. Ξεχωρίζει ο καλός ο τσαμπουνιέρης.
Όταν ήρθα φοιτητής στην Αθήνα, από τα πρώτα πράγματα που έκανα ήταν να πάω να μάθω κιθάρα σε ένα ωδείο, για να μάθω να διαβάζω νότες. Κι η κιθάρα συνόδευε βέβαια και τα γλέντια μας στη φοιτητική παρέα. Μια φορά που τόλμησα να φέρω την τσαμπούνα, την κοιτάζαν σαν να είναι κάτι εξωγήινο. «Τι είναι αυτό το πράγμα;» Και μου το έλεγαν κι άνθρωποι που ήταν από τη Νάξο. Εκεί κατάλαβα ότι είχε αρχίσει ήδη να χάνεται η παράδοση, το ενδιαφέρον για την τσαμπούνα.
Πρόφτασα τρεις-τέσσερις καλούς τσαμπουνιέρηδες μέσα στο χωριό, αλλά ο μοναδικός που έμαθα μέσα στις Τρίποδες στις μέρες μου, ήμουνα εγώ. Πλέον σε πολλά χωριά της Νάξου δεν υπάρχει ούτε ένας τσαμπουνιέρης. Η τσαμπούνα στα γλέντια στη Νάξο αντικαταστάθηκε σιγά-σιγά από το βιολί. Αλλά ακόμα κι έτσι, οι βιολιτζήδες μιμούνταν την τσαμπούνα. Όταν στα πανηγύρια ο κόσμος ήθελε να παίξουνε ένα κομμάτι χορευτικό, τότε τους λέγανε: «Κάνε μου λίγη τσαμπούνα!»
Τα γλέντια τις Απόκριες και την Πρωτοχρονιά συνεχίζονται, αλλά δεν έχουν σχέση με τα παλιά. Έχουν ξεχαστεί κι οι χοροί. Παίζεις ένα σκοπό και δε σου λένε μετά: «Παίξε μας και ντίρλα, παίξε μας κι αποκριανό, παίξε μας…» Αφού δεν τα ξέρουν. Θα βάλουν τα βιολιά με τα μεγάφωνα στην πλατεία και θα γίνει σαν να ‘ναι πανηγύρι του καλοκαιριού. Δεν έχει καμία σχέση με εκείνο το πράγμα που γινότανε τότε, που ήταν μυστηριακό, το καταλάβαινες ότι ερχότανε από αιώνες πίσω...
Σκέψου ότι την τσαμπούνα που παίζουμε εμείς στη Νάξο την παίζουνε και σε άλλα νησιά του Αιγαίου, παίζουνε και στη Κρήτη, την ασκομαντούρα που τη λένε, παίζουνε και στα Δωδεκάνησα. Παίζουνε γύρω-γύρω σε όλη τη Μεσόγειο. Η τσαμπούνα είναι από τα πιο παλιά όργανα, στην αρχαιότητα λεγόταν άσκαυλος. Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια πηγαίνουμε και παίζουμε και σε άλλα νησιά και βλέπουμε ότι υπάρχει πιο μεγάλο ενδιαφέρον για την τσαμπούνα και τα άλλα παραδοσιακά όργανα από νέα παιδιά. Παλιά πηγαίναμε στην Πάρο, πηγαίναμε στη Μύκονο και τα μικρά παιδιά μας λέγανε: «Α, τι όργανο είναι αυτό;» Δεν το ήξεραν, είχε εγκαταλειφθεί κι εκεί. Αλλά τώρα υπάρχουν στα νησιά πολλά νέα παιδιά που ενδιαφέρονται και μου έχουν ζητήσει και μένα να τους μάθω. Έχει μπει και στα κέντρα, αδιανόητο πράγμα στην εποχή μου. Οπότε, ελπίζω στο μέλλον να γίνουμε ξανά πιο πολλοί εμείς οι τσαμπουνιέρηδες.