Go Back

Μοδίστρα στη Σπιναλόγκα

1520x736spinalogka
Αφηγητής/τρια

Μεγάλωσα στην Πλάκα, το χωριό που είναι απέναντι από τη Σπιναλόγκα. Εκεί ήταν το λεπροκομείο, είχε λεπρούς από όλη την Ελλάδα.

Θυμάμαι ακόμα τις γυναίκες στο λιμάνι που έφερναν τα άρρωστα παιδιά τους, να τα αφήσουν για να τα πάνε στη Σπιναλόγκα. Κλάματα, κλάματα οι κακομοίρες… Είναι ένα εκκλησάκι εκεί κι εκεί βάζανε τους αρρώστους, πριν τους πάνε οι βαρκάρηδες στο νησί. Πόσο εκλαίγανε οι μανάδες που φέρνανε τα παιδιά τους… Μεγάλη αμαρτία κι αυτό, ο Θεός να μην αφήσει να συμβεί σε κανέναν κάτι τέτοιο ξανά. Να θες να δεις το παιδί σου και να μη μπορείς. Να θες να δεις τον άντρα σου και να μη μπορείς. Δράμα.

Ήτανε και πολλοί που δεν ήθελαν να αφήσουν τα παιδιά τους ή τους άντρες και τις γυναίκες τους. Ένας νεαρός από την Ελούντα, ήθελε μια κοπέλα που ήταν άρρωστη. Ο πατέρας της ήταν κι αυτός άρρωστος. Και δεν την άφησε να φύγει. Την έκλεψε, της κούρεψε τα μαλλιά για να μη γνωρίζεται και την έκρυψε σε ένα κοτέτσι. Αλλά μετά τη βρήκανε.

Στην αρχή, τα πράγματα ήταν δύσκολα γι’ αυτούς στη Σπιναλόγκα, τους «λουβιάρηδες», έτσι τους λέγανε τους λεπρούς. Οι άνθρωποι πεινούσαν κι αναγκάζονταν κι έρχονταν κολυμπώντας απέναντι σε εμάς, όχι φανερά, σκαστοί. Και ζητιάνευαν λίγο ψωμί, λίγο λάδι, ό,τι τους έδινε ο κόσμος.

Θυμάμαι στην Κατοχή, ένας άρρωστος κολύμπησε κι ήρθε στην Πλάκα. Είχε έρθει από το σπίτι μας κι λέει του πατέρα μου: «Γιάννη, αύριο το πρωί να μου φέρεις ένα γομάρι ξύλα και ψωμί και γάλα κι αυγά, ό,τι έχεις». Αλλά δυστυχώς τον είδε ο γιατρός, ο διευθυντής του λεπροκομείου, ο οποίος δεν ήθελε να φεύγουν οι άρρωστοι από τη Σπιναλόγκα και να πηγαίνουν στα χωριά. Κι ήρθαν οι Ιταλοί στο σπίτι στο δικό μας και τον βρήκανε εκεί, τον πήρανε. Τον στήσανε μπροστά στα μάτια μας, των κοπελιών, και σε μένα και στ’ αδέρφια μου και τον σκοτώσανε. Μπροστά στα αδέρφια μου κι εμένα! Εκεί ήταν κι ο αδερφός του, μπροστά στον αδερφό του! Τον βάλανε σε μία βάρκα και τον πήγαν στη Σπιναλόγκα και τον θάψανε. Αμαρτία μεγάλη.

Σιγά-σιγά όμως, τα πράγματα έφτιαξαν στη Σπιναλόγκα. Ήταν νοικοκύρηδες, δημιούργησαν αγορά στο λιμάνι και πουλούσαν κι αγόραζαν πράγματα. Το κράτος έδινε λεφτά στους λεπρούς, οπότε μπορούσαν να αγοράσουν προϊόντα.

Η αγορά στη Σπιναλόγκα, δούλευε από απόσταση. Ήταν μια αίθουσα με μεγάλα παράθυρα στο λιμάνι κι ήταν οι λεπροί από την έξω πλευρά κι οι άλλοι που πουλούσαν, από μέσα. Εκεί πουλούσαν όλα τα γύρω χωριά τα ξύλα τους, τα φρούτα τους, όλα τα προϊόντα τους. Έτσι, ο κόσμος στα χωριά δεν είχε κανένα πρόβλημα μαζί τους, τους αγαπούσε, γιατί από εκεί ζούσαν όλα τα χωριά τριγύρω. Ζούσαμε εμείς καλά, ζούσαν κι αυτοί.

Εγώ στη Σπιναλόγκα πήγα ως μοδίστρα, όταν έγινα είκοσι χρονών. Υπήρχε πολύς κόσμος από τα γύρω χωριά που δούλευε εκεί, ήταν ανέχεια τότε. Κι αυτοί δεν είχανε τα χέρια τους, τα μάτια τους, για να μαγειρέψουνε, για να ράψουνε. Πήγε κι η μάνα μου, έκατσε πέντε-έξι μέρες, δεν άντεξε. Μου λέει ο γιατρός και διευθυντής: «Δεν έρχεσαι Χριστίνα», μου λέει, «να πας εσύ, γιατί η μάνα σου δε κάνει; Γιατί να χάσεις τα λεφτά που θα πάρεις;» 900 δραχμές ήπαιρνα τότεσας, καλά λεφτά. Με έπεισε ο γιατρός.

Έφευγα το πρωί στις 8 κι ερχόμουν πίσω στις 4 το βράδυ. Μας έπαιρνε μία δημόσια βάρκα το πρωί, έβαζε τριάντα άτομα μέσα. Πήγαινε η βάρκα όσους δούλευαν εκεί, τους φροντιστές, και τους χωριάτες από όλα τα γύρω χωριά, Πλάκα, Λούμα, Βρουχά, Ελούντα, Σκοινιά, που πουλούσαν προϊόντα: χόρτα, κότες αρνιά, αυγά, γάλα κλπ.

Εγώ με τους λεπρούς δεν είχα κατευθείαν επαφή. Έραβα μεν τα φουστάνια τους, αλλά χωρίς πρόβα και τέτοια. Μου έφερναν τα ρούχα τους απολυμασμένα, έραβα και τους έβλεπα μόνο από το παράθυρο. Όταν ήταν να φύγω, κάθε μέρα, με απολυμαίνανε. Έβγαζα τα ρούχα μου, τα παίρναν οι πλύστρες και τα έπλεναν ξεχωριστά και την άλλη μέρα ήταν πάλι καθαρά. Ήταν δεκαπέντε-είκοσι γυναίκες πλύστρες εκεί, άλλες γερές, άλλες άρρωστες. Έβραζαν τα ρούχα σε μεγάλα καζάνια και τα ξέπλεναν σε γούρνες.

Η αρρώστια αυτή δεν κολλούσε. Αλλά ήταν σιχαμερή. Δηλαδή, τους έβλεπες εκεί και τους λυπόσουνα. Ο ένας δεν είχε μύτη, ο άλλος τα χείλια του, άλλος τα μάτια του, άλλος τ’ αυτιά του... λυπόσουν πραγματικά.

“Εγώ δεν τους φοβόμουν τους ανθρώπους αυτούς, μόνο στεναχωριόμουν.”

Δεν κολλούσε μωρέ η αρρώστια, η λέπρα, δεν κολλούσε. Και να φας και να πιεις μπορούσες στη Σπιναλόγκα. Αλλά δε σου κάνει όρεξη να φας και να πιείς εκεί.

Πέρασα τέσσερα ωραία χρόνια εκεί. Αυτό που μου έχει μείνει από τους λεπρούς στη Σπιναλόγκα, ήταν πόσο νοικοκύρηδες ήταν. Τους έβλεπες να πλέκουν... πώς κατάφερναν κι έπλεκαν, χωρίς χέρια! Έβλεπες τα σπίτια τους κι έλαμπαν. Τι δαντέλες, τι λουλούδια, τι ασπρίσματα… σαν τον ήλιο ήταν άσπρα τα σπίτια τους. Και τα πεζούλια τους…

Του Αγίου Παντελεήμονα, που είναι ο προστάτης των αρρώστων και των αναπήρων, γινόταν μεγάλο πανηγύρι, πολύ μεγάλο. Σωρούς οι άρτοι! Έβγαζαν οι κακομοίρηδες οι λεπροί καρπούζια να φάνε οι ξένοι που έρχονταν, γιατί δεν αγγίζανε αυτά που τρώγανε οι λεπροί. Και σέρβιραν πιοτά, ούζα, ρακές, κονιάκ… Μεγάλο πανηγύρι, πολύ μεγάλο. Τη Μεγάλη Εβδομάδα δε, είχαν παπά δικό τους και δικό τους Επιτάφιο. Την ώρα που γυρίζαμε εμείς τον Επιτάφιο στην Πλάκα, γυρίζανε κι αυτοί. Είχαν και τη δική τους λέσχη και κάνανε γλέντια…

Στη Σπιναλόγκα ερωτεύονταν και παντρεύονταν και κάνανε και παιδιά. Οπότε, είχαμε και βαφτίσεις. Κάνανε κοπέλια κι άμα ήτανε γερά, τα παίρνανε από τη Σπιναλόγκα. Άμα ήταν άρρωστα, τα αφήνανε. Εγώ θυμούμαι έναν που είχε δυο κοριτσάκια, σαν τις κούκλες. Αλλά ήτανε άρρωστα, τα κακομοίρικα… Οι λεπροί βαφτίσαν και πολλά παιδιά από το χωριό. Δεν του παίρνανε του παιδιού ρούχα, του δίνανε λεφτά. Γιατί δεν είχαν επιπλέον ρούχα, μόνο λεφτά. Κι έβαζαν κάτι εικοσάρικα για μαρτυρίκια στις βαφτίσεις!

Κάποια στιγμή, βρέθηκε το φάρμακο. Σου κάνανε μία ένεση. Δε γινόσουν καλά, αλλά βοηθούσε να σταματήσει η αρρώστια εκεί, να μη συνεχίσει. Κι έτσι το ’57, έκλεισε τελείως η Σπιναλόγκα. Είχαν μείνει πια ελάχιστοι εκεί και τους πήγαν στην Αθήνα, στην Αγία Βαρβάρα.

Τώρα εκεί είναι άδεια, τελείως. Αλλά τους λεπρούς, τα γέλια τους, τις φωνές, τους τα κλάματα τους, τα χέρια τους, τα μάτια τους, δε θα τα ξεχάσω ποτέ.

Ερευνητής/τρια
Μαχαιρά Κατερίνα
Επιμέλεια
Γιώργος Πουλιόπουλος
Autoplay
Playing next

Είσαι σίγουρος πως θέλεις να τερματίσεις τον player;

Alt text
Με το που γυάλιζε το μάτι του ήξερα τι θα συμβεί