Go Back

Queer στην Αθήνα, “straight” στην Κρήτη

2

Μεγάλωσα σε ένα χωριό στην Κρήτη, σε μια κοινωνία πάρα πολύ κλειστή, όπου ήξερες ποια «πρέπει» να είναι τα βήματα σου. Οπότε ήταν πολύ εμφανές για μένα από πολύ μικρή ηλικία ότι κάτι «δεν πάει καλά», ότι είμαι κάτι διαφορετικό.

Στα παιδικά μου χρόνια, η αγαπημένη μου στιγμή ήταν όταν έφευγε η μάνα μου από το σπίτι. Πήγαινα στο δωμάτιο κι άνοιγα το μπαουλάκια με τα κοσμήματα της, τις πέρλες της, κι άρχιζα να βάζω, να βάζω, να βάζω, να βάζω... Θυμάμαι χαρακτηριστικά τα αγαπημένα μου σκουλαρίκια: ήταν χρυσά, με κλιπ, οπότε δε χρειαζόταν να έχω τρύπα στα αυτιά μου για να τα φορέσω. Έπαιρνα τα παπούτσια της. Μ’ άρεσαν πάρα πολύ τα ψιλοτάκουνά της, οι μαύρες οι γόβες της... τις λάτρεψα κι ακόμα τις λατρεύω. Δεν έπαιρνα τα ρούχα της, που προφανώς δε μου έκαναν, έπαιρνα μια κουβέρτα και τυλιγόμουν και μου άρεσε να σχηματίζεται στο σώμα μου ένα σχήμα «ακατάλληλο» για αγόρι.

Όλα αυτά έρχονταν σε σύγκρουση με αυτό που μου έλεγαν η μητέρα μου κι πατέρας μου, ότι «τα αγόρια φοράνε παντελόνια». Και μετά πήγαινα στο σχολείο κι έβλεπα ότι είναι όντως έτσι: το να φοράς φόρεμα it’s not a choice, δεν είναι επιλογή.

Σταδιακά, άρχισε κι η σωματική έλξη. Ήμουν πολύ μικρός, γύρω στα δώδεκα, κι είχα μπει σε μια ομάδα ποδοσφαίρου. Η αλήθεια είναι ότι μισώ το ποδόσφαιρο και το μισούσα, απλά με πίεσε ο πατέρας μου να μπω, γιατί φαντάζομαι ήθελε μια επιβεβαίωση ότι ο γιός του είναι «φυσιολογικό» παιδί. Εκεί πρώτη φορά θυμάμαι να λέω στον εαυτό μου: «Μ’ αρέσει ο τάδε». Δε θέλω να πω ότι έπαιζε ρόλο και το γυμνό και τα αποδυτήρια, γιατί τα πράγματα ήταν πολύ αθώα.

Στο σχολείο, στο Δημοτικό, έκανα παρέα μόνο με κορίτσια. Υπήρχαν, βέβαια, κάποια σχόλια τύπου «αδερφή», «γκέι», επιθετικά σχόλια. Δεν υπήρξε έντονη σωματική βία, αλλά μπορεί να υπήρξε κάποιες φορές καμιά σφαλιάρα, κάνα τσίμπημα. Όμως ο μεγαλύτερος λόγος που πονούσα τότε ήταν πως δεν μπορούσα να εμπιστευτώ τους γονείς μου, να τους τα πω αυτά. Γιατί οι γονείς μου ποτέ δε μου είχαν πει ποτέ ότι αυτό είναι μια επιλογή. Δεν ήξερα ότι μπορείς να είσαι γκέι. Δεν ήξερα καν ότι υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι.

Στην περιοχή που μεγάλωσα χρησιμοποιείται η λέξη «πούστης». Πολύ υποτιμητικά, πάρα πολύ βίαια. Αυτή τη λέξη την άκουγα καθημερινά από τους γονείς μου, κυρίως από τον πατέρα μου. Όταν παρακολουθούσαμε μια ταινία κι εμφανιζόταν ένα ομόφυλο ζευγάρι, έλεγε ο πατέρας μου στα κρητικά: «Τι είναι αυτές οι μπουνταλές που βλέπουμε, οι αηδίες. Άλλαξε το κανάλι. Τι με έβαλες να δω». Εκεί πάγωνα και σκεφτόμουν: «Ωχ, δε θα μπορέσω ποτέ να του το πω»

Στο Γυμνάσιο είχα έναν κολλητό φίλο. Δεν υπήρχε κάτι το ερωτικό μεταξύ μας, ήμασταν απλά φίλοι. Όταν του είπα ότι δεν περνάω καλά εδώ στο σχολείο, με ρώτησε γιατί. «Δεν έχεις καταλάβει γιατί; Γιατί με λένε ‘‘αδερφή’’, με λένε ‘‘γκέι’’, με τσιμπάνε, με βρίζουνε...» Και μου κάνει: «Γιατί; Είσαι; Είσαι όλα αυτά που λένε;» Toυ κάνω: «Μπορεί και να ‘μαι». Και ξαφνικά, σε ένα λεπτό, όλη αυτή φιλία κατέρρευσε. Έφυγε, δε μου σήκωσε ξανά το τηλέφωνο, με έβλεπε στον δρόμο και δε μου μιλούσε. Μια φιλία που υπήρχε χρόνια, από το νηπιαγωγείο σχεδόν, κατέρρευσε. Γενικότερα, θυμάμαι να ζω φοβισμένος, είτε στο οικογενειακό περιβάλλον είτε στο σχολείο.

“Η μητέρα μου μια φορά με έπιασε να φοράω τα τακούνια της. Μου είπε, αμήχανα: «Τα αγόρια δεν το κάνουν αυτό». Σαν οδηγία.”

Πιστεύω πως το είχε καταλάβει, απλά δεν ήθελε να το ξέρει, το έκρυβε στο πίσω μέρος του μυαλού της. Απ’ την άλλη, ο πατέρας μου δε θα το μάθαινε ποτέ, δε θα του το έλεγε η μάνα μου. Γιατί θα με χτυπούσε πολύ ο πατέρας μου, αν το μάθαινε. Δυστυχώς. Είχε μια πολύ σκληρή μέθοδο: είχε βίτσα, ένα κλαδί από μία βερυκοκιά που είχαμε στον κήπο. Με αυτή τη βίτσα μάς χτυπούσε συνήθως όταν ήμασταν άτακτοι, κάναμε ζημιές κλπ.

Πολλές φορές είχα τάσεις φυγής, ήθελα να φύγω για να σωθώ. Στα δεκαπέντε μου έφτασα να τηλεφωνήσω σε μια γραμμή βοήθειας. Το έκλεισα μόλις το σήκωσε κάποιος. Φοβόμουν την αντίδραση των γονιών μου, αν θα το μάθαιναν.

Η πρώτη μεγάλη βοήθεια για μένα ήταν όταν άρχισα να ασχολούμαι με το θέατρο. Οι γονείς μου με ενθάρρυναν να ασχοληθώ, δεν ξέρω αν το έβλεπαν ότι μου έκανε καλό, αλλά κατάλαβα ότι τους έκανα περήφανους με αυτό. Στην πρώτη μου παράσταση θυμάμαι ακόμα το γέλιο της μητέρας μου, γιατί ήταν μια κωμική θεατρική παράσταση. Από πλήθος επτακοσίων ατόμων, ξεχώριζε το γέλιο της μητέρας μου. 

Η σκηνοθέτης της θεατρικής ομάδας, μία γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας, ήταν για μένα μια κομβική μορφή. Θυμάμαι ένα παιδί στην τάξη να μου κάνει ένα ομοφοβικό σχόλιο. Κι η συγκεκριμένη καθηγήτρια, του είπε: «Αυτό που κάνεις δεν είναι σωστό. Ζήτα συγγνώμη. Πρέπει να καταλάβεις κάποια πράγματα». Ήταν η πρώτη καθηγήτρια που με υπερασπίστηκε ποτέ, ήταν ο πρώτος άνθρωπος που με υπερασπίστηκε ποτέ. Κι ήταν και το πρώτο πρόσωπο που μπόρεσα να ανοιχτώ. Δε χρειάστηκε καν να κάνω coming out, με την κλασική έννοια. Απλά της είπα μία μέρα ότι: «Είμαι ερωτευμένος με τον...» κι ακολούθησε ανδρικό όνομα. «Α, ωραία, έλα να το συζητήσουμε». Μεμιάς, μπορούσα να είμαι ο εαυτός μου μαζί της, για πρώτη φορά μπορούσα να είμαι με κάποιον ο εαυτός μου. Και σκεφτόμουν: «Μα γιατί να μην είναι σαν κι αυτή η μαμά μου;»

Αποφάσισα να έρθω στην Αθήνα. Διάβασα και πέρασα στις Πανελλήνιες σε μια σχολή εδώ, αλλά ο πραγματικός μου στόχος ήταν το θέατρο. Με το που μπήκα στη θεατρική ομάδα της σχολής είπα: «Εδώ είμαστε». Πρώτη φορά γνώρισα άτομα με τα οποία ήμουν άνετος, μπορούσα να είμαι ο εαυτός μου. 

Στην Αθήνα ανακάλυψα την queer ταυτότητά μου. Ένας φίλος, μου έλεγε: «Νιώθω queer. Έλα να βάψουμε τα νύχια μας. Έλα να βάλουμε φορέματα…» Και σκέφτηκα: «Είσαι queer και δεν το ξέρεις». Άρχισα να τα κάνω όλα αυτά και μου άρεσαν κι άρχισα να με αποδέχομαι. «Βγες, φόρα τα ρούχα σου που θες, μη σκεφτείς τι θα πουν οι άλλοι». Για μένα queer είναι ο άλλος να είναι ό,τι θέλει, να είναι η μορφή που θέλει να παίρνει, τη στιγμή που θέλει να την παίρνει. Και συ απλά να ‘σαι εκεί κι όχι απλά να το αποδέχεσαι, να το καταλαβαίνεις.

Θυμάμαι, επίσης, το πρώτο Pride στο οποίο είχα πάει. Αρχικά φοβόμουν πως θα με δει κάποιος γνωστός μου και θα το πει στη μητέρα μου. Αλλά όταν πήγα εκεί κι είδα χιλιάδες άτομα, το ξεπέρασα. Και πέρασα υπέροχα. Έβγαζα στρας από τα ρούχα μου για μια εβδομάδα μετά. 

Ξεκίνησα και ψυχοθεραπεία, κάτι που με βοήθησε πολύ. Νόμιζα πως είχα αποδεχθεί τον εαυτό μου, αλλά δεν είχε συμβεί αυτό ολοκληρωτικά. Για παράδειγμα, φοβόμουν να πιάσω το χέρι του συντρόφου μου στον δρόμο, γιατί φοβόμουν πως θα με χτυπήσουν. Αυτό το ξεπέρασα με τη βοήθεια του ψυχολόγου. Είχε να κάνει με την κοινωνία από όπου προέρχομαι, στην Κρήτη. Στεναχωριέμαι που το λέω, γιατί είναι ο τόπος μου, αλλά είναι μια πολύ συντηρητική κοινωνία και βίαιη. Αν μπορούσαν να με λιθοβολήσουν, θα το κάνανε. Έχω ακούσει για ένα παιδί στο χωριό μου που το έκλεισαν σε ψυχιατρείο, δεκατεσσάρων χρονών, «επειδή ήθελε να είναι γυναίκα». Ακόμη και τώρα, όταν πάω στην Κρήτη δεν είμαι queer, δεν είμαι γκέι.

Ο πρώτος άνθρωπος που το είπα στην οικογένειά μου, ήταν η μικρή μου αδερφή. Ένα βράδυ, πριν κοιμηθούμε, της το είπα. «Εγώ σ’ αγαπάω!» μου είπε. Ήταν αυτό, η παιδική φωνή που βγήκε από μέσα της: «Εγώ σ’ αγαπάω!» Από ένα παιδί δεκατεσσάρων χρονών. Απίστευτο...

Το coming out στη μητέρα μου το έκανα έναν χρόνο αφότου είχα φύγει από την Κρήτη. Ήμασταν μόνοι στο σπίτι. Με ρώτησε: «Πώς είναι η ζωή σου στην Αθήνα; Έχεις καμιά κοπέλα; Δεν έχω μάθει για τους φίλους σου». Μου το ‘φερνε γύρω-γύρω. Της κάνω: «Μαμά, πες αυτό που θες να ρωτήσεις». Φουλ αμηχανία, κι απ’ τις δύο πλευρές… αμηχανία στο κόκκινο. «Ξέρω τι θέλεις να μάθεις». «Τι θέλω να μάθω;» «Ναι, είμαι γκέι».

Άρχισε να με ρωτάει αν φταίει αυτή. Αν με βίασε κανείς όταν ήμουν μικρός. Αν κάποιος μου είπε πως είμαι γκέι και τον πίστεψα. Πίστευε ότι υπήρχαν μόνο αυτά τα τρία για να γίνεις γκέι, ας πούμε. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ξέρεις, γεννήθηκα έτσι, από πάντα αισθάνομαι έτσι. Το θεωρούσε, δηλαδή, πρόβλημα, ήθελε μεγάλη συζήτηση για της εξηγήσω. Της το εξήγησα. Κάποια στιγμή, μου είπε: «Δυσκολεύομαι να σε αποδεχτώ». «Πάρε τον χρόνο σου». Της έδωσα το χρόνο της κι ακόμα της τον δίνω. Το πρώτο διάστημα συνέχισε να με ρωτάει «αν υπάρχει καμιά κοπέλα». Με πονούσε πολύ όταν με ρωτούσε κάτι τέτοιο. Μου έλεγε: «Εννοείται θα σ’ αγαπώ πάντα», αλλά δεν μπορούσα να το δω. Της έδωσα κι άλλο χρόνο. Πιστεύω αυτό είναι πολύ σημαντικό, να δώσουμε χρόνο στους γονείς μας, όταν δεν είναι έτοιμοι.

Σήμερα μπορώ να πω ότι είμαστε πολύ καλά. Μπορώ να της πω για το αγόρι μου, μπορώ να της πω για μια σχέση μου. Φυσικά, έχουμε ακόμα διαδρομή. Θα μου πει κάποιες φορές: «Αισθάνομαι αμήχανα. Μην πας παρακάτω σε λεπτομέρεια». Ωραία. Αλλά πλέον το νιώθω, νιώθω ότι μ’ αγαπάει για αυτό που είμαι.

Σε κάποιο παιδί από μία συντηρητική κοινωνία που είναι στη θέση μου, θα έλεγα: «Δεν είσαι μόνος σου, μόνο σου, μόνη σου. Υπάρχουν κι άλλοι σαν και σένα, που είναι εκεί έξω και περιμένουν να σε αποδεχτούν γι’ αυτό ακριβώς που είσαι, γεννήθηκες, θέλεις να είσαι». Kι επίσης θα του έλεγα αν αντιμετωπίζει θέματα στο σπίτι, να καταλάβει ότι οι γονείς του μάλλον τον αγαπάνε. Υπάρχουν γονείς που όντως δεν αγαπάνε τα παιδιά τους. Αλλά, όπως κι οι δικοί μου, πιστεύω πως πολλοί περισσότεροι γονείς αγαπούν τα παιδιά τους, με λάθος τρόπο.

Πλέον αποδέχομαι τον εαυτό μου κι όλη τη πορεία που έχω διανύσει. Δε θα μπορούσα να έχω κάνει κάτι καλύτερα. Μ’ αγαπάω. 

Ερευνητής/τρια
Τέσσα Δανάη
Επιμέλεια
Γιώργος Πουλιόπουλος
Autoplay
Playing next

Είσαι σίγουρος πως θέλεις να τερματίσεις τον player;

Alt text
Με το που γυάλιζε το μάτι του ήξερα τι θα συμβεί