Go Back

Η ηρωίδα της Πίνδου

1520x736_pindos
Αφηγητής/τρια

Γεννήθηκα το 1920 στον Πεντάλοφο. Γέννημα-θρέμμα, εδώ μεγάλωσα, εδώ παντρεύτηκα, εδώ όλα και ζυγώνω τώρα τα εκατόν δύο. Δεν έφυγα ποτέ, νερό δεν ήπια ξένο, αέρα δεν άλλαξα. Όλα απ’ τον Πεντάλοφο.

Τα παιδικά τα χρόνια ήταν φτωχά, αλλά εμείς τα ζούσαμε, τα χαιρόμασταν σαν παιδιά. Είχαμε τα ντόπια μας πράγματα, την πατάτα, τα κρεμμύδια, τα κορόμηλα, τα δαμάσκηνα μας… αυτά τρώγαμε και ψωμί ζυμωτό με καλαμπόκι. Τελείωσα το σχολείο το 1932 κι έγινα μοδίστρα.

Χρήματα δεν ξέραμε τι θα πει. Μια φορά, μια γυναίκα από το χωριό, που η οικογένεια της είχε λεφτά επειδή είχαν πρόβατα, μου ζήτησε να ράψω μια κουρτίνα. Κι έραψα μια κουρτίνα που είχε πάνω τον Τάσο και την Γκόλφω. Όταν την πήγα στο σπίτι, αυτή μου έδωσε μία λίρα. Κι εγώ στεναχωρέθηκα! Δεν ήξερα τις λίρες, ήθελα να μου δώσει λεφτά να πάρω φόρεμα. Πηγαίνω στη μάνα μου, λέω: «Μάνα, μου έδωσε η Σοφία μία λίρα». «Ω! Λίρα!», λέει, «με αυτήν θα πάρουμε τρόφιμα για όλο τον χειμώνα! Θα ξεχειμάσουμε». Της λέω: «Ρε μάνα, χαζή είσαι, με αυτό το πράγμα;» «Με αυτό!» λέει. Κι έτσι πήρα λίρα, δεκατεσσάρων χρονών ήμουν και πήρα λίρα! Μετά δούλεψα στα καπνά και πήρα μηχανή ραψίματος, με τα δικά μου λεφτά. Παντρεύτηκα είκοσι χρονών, το 1940, κι έγινε μεγάλο γλέντι στο χωριό. Όμως δεν πρόλαβα να χαρώ.

Είχα δεκαοχτώ μόλις μέρες παντρεμένη, όταν ξέσπασε ο πόλεμος με τους Ιταλούς. Με τον άντρα μου, είχαμε τότε μια ταβέρνα. Ο άντρας μου από το βράδυ μού είχε πει: «Εγώ αύριο θα πάω στα ζώα, εσύ θα ανοίξεις το μαγαζί». Σηκώθηκα το πρωί, με τις καμπάνες που χτυπούσαν. Ήταν Δευτέρα. Σκέφτομαι: «Μπα; Τι να ‘ναι; Πυρκαγιά; » Φωνάζουμε στη γειτόνισσα: «Μαρία, τι γίνεται; Ξέρεις;» Δεν ήξερε, δεν είχαμε ράδια, δεν είχαμε τηλέφωνα στο χωριό. Πήρα ξύλα και ξεκίνησα να ανοίξω το μαγαζί. Στον δρόμο, βρίσκω τη δασκάλα του χωριού και μου λέει: «Γίνεται πόλεμος, οι Ιταλοί μάς κήρυξαν τον πόλεμο τη νύχτα!»

Στο μεταξύ, άρχισε να φτάνει στρατός, πολύ στρατός… φαίνεται όλο το βράδυ περπατούσαν για να φτάσουν εδώ. Άνοιξα το μαγαζί, ήρθε κάποιος στρατιώτης και ρωτάει: «Τι είναι το μαγαζί;» «Ταβέρνα», λέω. «Κλείσ’ το!» Το έκλεισα, αλλά σε λίγη ώρα έρχεται ένας αξιωματικός και λέει: «Να ανοίξει το μαγαζί. Οι φαντάροι που θα περνούν, να μπορούν να πιουν ένα ποτήρι νερό και να αφήνουν γράμματα για τα σπίτια τους». Σιγά-σιγά, στο χωριό στήθηκε μεγάλο κέντρο ανεφοδιασμού, το μεγαλύτερο της περιοχής, κι ο στρατός συγκέντρωνε τρόφιμα και εφόδια. Όλα μέσω μονοπατιών, δρόμος δεν υπήρχε. Είχαν ζώα, καζάνια, αποθήκες…

Δεν είχε ξεσπάσει πολλές μέρες ο πόλεμος, όταν ήμουν στο μαγαζί κι ακούω φασαρία. Βγαίνω έξω κι είχανε φέρει τον Κωνσταντίνο Δαβάκη, τον Συνταγματάρχη. Είχε τραυματιστεί και τον κατεβάζανε προς την Κοζάνη, που ξεκινούσε δρόμος αμαξωτός. Τον μεταφέρανε στην πλάτη στρατιώτες και σταματήσανε στο μαγαζί μας. Βάλαμε δυο τραπέζια κι ακούμπησαν το φορείο. «Νερό!» ζητούσε νερό. Πήγα με το ποτήρι να του δώσω νερό. Λένε τα παιδιά: «Όχι! Απαγορεύεται». «Γιατί; Διψάει!» «Είναι τραυματισμένος, απαγορεύεται!» Πήρα ένα μαντήλι, το έβρεξα και το έβαλα στα χείλη του. «Νεράκι…» είπε. Ξεκουράστηκαν λίγο και συνέχισαν προς τα κάτω.

Ο πόλεμος συνεχιζόταν κι όταν πέρασε κοντά μήνας, τέλη του Νοέμβρη, μας λένε: «Οι γυναίκες θα πάτε να βοηθήσετε, ο στρατός δεν επαρκεί. Δεν μπορούν τα ζώα να πάνε εκεί που πρέπει. Θέλουμε πολεμοφόδια, θέλουμε τρόφιμα, θα πάνε οι γυναίκες». Πήγαμε αμέσως! Δε φέραμε καμιά αντίρρηση, όλες χαρούμενες πήγαμε απάνω.

Φύγαμε δεκάδες κοπέλες από το χωριό, όλες από είκοσι μέχρι σαράντα χρονών. Εγώ στον Γράμμο πήγα, στου Γράμμου τα βουνά, ‘κει πάνω.

“Κουβαλούσαμε το ζαλίκι στην πλάτη, το είχαμε όλες οι γυναίκες. Είχε πολεμοφόδια μέσα, σφαίρες, όλμους και χειροβομβίδες.”

Στην πλάτη! Στα χέρια πού να βάλεις τόσο βάρος; Άλλη έπαιρνε περισσότερο βάρος, άλλη λιγότερο. Το ανεβάζαμε μέχρι κάποιο σημείο κι ο στρατός έλεγε: «Να τα αφήσετε εδώ». Τα αφήναμε κι ο στρατός τα μοίραζε μετά στο μέτωπο.

Κάποιες φορές στην επιστροφή, φέρναμε και τραυματίες. Δεν υπήρχαν μονοπάτια. Τα ζώα δεν μπορούσαν να κουβαλήσουν, μόνο οι γυναίκες. Ήταν μέρη ακαταλόγιστα. Θάμνοι καταγής, πέτρες, βράχοι… Τα χαρακώματα κι οι γραμμές μας ήταν πάνω στα βουνά.

Την ημέρα δεν δουλεύαμε, ήταν τα αεροπλάνα και κρυβόμασταν στους θάμνους. Μόλις χάραζε και πήγαινε 10 η ώρα, να τα αεροπλάνα! «Γυναίκες, έρχονται τα αεροπλάνα!» φώναζαν. «Γυναίκες, τα αεροπλάνα, καθίστε!».  Καθόμασταν. Το βράδυ, μόλις νύχτωνε, έφευγαν τα αεροπλάνα, μας έλεγαν: «Γυναίκες, κουβαλάτε!» Ανάβαμε τα δαδιά και κουβαλούσαμε με το φως τους ή με την αστροφεγγιά. Περπατούσαμε δώδεκα και δεκατρία χιλιόμετρα κάθε μέρα. Από το Επταχώρι μέχρι το Κούτσουρο, πάνω. Αν κουραζόμασταν; Πέφταμε κάτω με το ζαλίκι από την κούραση. Ερχόταν ο στρατιώτης, εγώ ήμουν από τις μικρές,  και μου έλεγε: «Δεσποινούλα, εσύ παίρνε λίγο πιο ελαφριά πράγματα». Είχε όμως και γυναίκες μεγάλες, γερές γυναίκες!

Τις πρώτες μέρες ήταν καλός ο καιρός. Μετά όμως έγινε κρύο κι αρχές του Δεκέμβρη έριξε χιόνια, κουβαλούσαμε μες στα χιόνια. Κρύο να δεις παιδί μου! Δε φοβόμουνα. Δεν ήξερα τι θα πει φόβος, ήμουνα και με τόσες γυναίκες μαζί! Μαυρίλα ο τόπος, γεμάτος γυναίκα. Όλο γυναίκα! Ήταν και λίγοι άντρες, λίγα φανταράκια, αλλά όλο γυναίκα, κουβαλούσαν οι γυναίκες, κουβαλούσανε! Έκατσα περίπου έναν μήνα στις μεταφορές και μετά γύρισα στον Πεντάλοφο με σκισμένα ρούχα και παπούτσια, τρύπια από τα βράχια, σχεδόν δεν είχα ρούχο πάνω μου…

Όταν έφυγα, δε φανταζόμουν πού πάω. Κι επειδή ήμουν νέα κοπέλα, ήθελα να φοράω καλά ρούχα, έφυγα με λεπτά ρούχα. Η μαμά μού έλεγε: «Πάρε ρούχα χοντρά, βρε κορίτσι μ’!» Οι άλλες, οι μεγαλύτερες, φορούσαν χοντρά ρούχα, μάλλινα.

Όταν γύρισα στο χωριό, άρχισα να πλέκω για τον στρατό πουλόβερ, γάντια, κάλτσες. Με δικό μας μαλλί, από τα πρόβατα. Όλος ο Πεντάλοφος έπλεκε. Είχαμε κι ένα ράδιο με μπαταρίες και ακούγαμε νέα. Καρτερούσαμε, τι θα πάρει ο στρατός σήμερα; Πού θα μπει; Το Αργυρόκαστρο, τους Άγιους Σαράντα, το Τεπελένι… της Αλβανίας ντε! Προχωρούσαμε στην Αλβανία μέσα!

Είμαι περήφανη που συμμετείχα στον πόλεμο. Ναι, είμαι περήφανη, γιατί πήγαμε όλες οι γυναίκες, όλη η Ελλάδα, σύσσωμα. Το κάναμε για την πατρίδα μας, να ζήσουμε. Για να ελευθερωθούμε! Να μην τους βάλουμε στην Ελλάδα! Πολεμήσαμε κι εμείς και γίναμε μια μέρα ελεύθεροι και ζάτε εσείς ελεύθερα!  Όλη, όλη η Ελλάδα ζα ελεύθερη, χωρίς κατακτητή μέσα. Άμα δε βοηθούσαμε, θα ερχόντανε οι Ιταλοί. Είμαι χαρούμενη κι ας είδα πόλεμο και τραυματισμένα παιδιά.

Αν νιώθω ηρωίδα;  Δε με λένε «Αρετή». Με λένε «Γυναίκα της Πίνδου». Με παίρνουν στο τηλέφωνο φίλοι, συγγενείς, από την Κοζάνη ή από αλλού και μου λένε: «Τι κάνεις, "γυναίκα της Πίνδου;"» Είμαι εδώ ακόμα! Εγώ ζω! Ήταν κι άλλες, όμως έφυγαν. Είμαι η τελευταία.

Συνέντευξη - Επιμέλεια
Σταύρος Βλάχος
Autoplay
Playing next

Είσαι σίγουρος πως θέλεις να τερματίσεις τον player;

Alt text
Με το που γυάλιζε το μάτι του ήξερα τι θα συμβεί