Πώς έφτιαξα το πρώτο χριστουγεννιάτικο χωριό στην Ελλάδα

Ήρθα στη Δράμα το 1984, όταν έκανα τη στρατιωτική θητεία μου. Γνώρισα τη σύζυγό μου κι αποφασίσαμε να ζήσουμε εδώ, γιατί την πόλη την αγάπησα από την πρώτη στιγμή που την αντίκρυσα.
Τότε, μπορώ να πω, ήταν η εποχή που «δέναμε τα σκυλιά με τα λουκάνικα». Υπήρχε μια μεγάλη χαρτοβιομηχανία, υπήρχαν εργοστάσια, βιοτεχνίες με ρούχα… δούλευαν 8.000 γυναίκες εκεί. Όλες οι οικογένειες είχαν δύο ανθρώπους που δούλευαν, είχαν καλό εισόδημα. Κι υπήρχαν και πολλοί μετανάστες πρώτης γενιάς στη Γερμανία, οι οποίοι το περίσσευμα τους, το επένδυαν στην πόλη. Δηλαδή, έχω αγοράσει διαμέρισμα, ως πληρεξούσιος δικηγόρος, για ανθρώπους που δεν το είχαν δει ποτέ τους από κοντά, λες κι αγόραζαν πουκάμισο. Αλλά σταδιακά, όλα αυτά παρήκμασαν. Οι βιοτεχνίες παρήκμασαν, το μεγάλο εργοστάσιο έκλεισε. Άρχισα να ενδιαφέρομαι για τον συνδικαλισμό και την πολιτική. Έγινα πρόεδρος του δικηγορικού συλλόγου, δημοτικός σύμβουλος και το 2004, εξελέγην δήμαρχος της Δράμας, μέχρι το 2010.
Από την πρώτη στιγμή που έγινα δήμαρχος, ήθελα να κάνουμε κάτι σημαντικό και μεγάλο, που να ταιριάζει στη δική μας περιοχή. Η Δράμα είναι στις εσχατιές του Βορρά της Ελλάδος, ο κόσμος τη γνωρίζει μόνο από τον άσχημο καιρό του ορεινού Νευροκοπίου. Είναι μία περιοχή απρόσωπη κι απρόσιτη στους πολλούς, λόγω και του δύσκολου οδικού δικτύου. Και σκέφτηκα ότι έπρεπε να κάνουμε μία δράση τέτοια, που παρά τις δυσκολίες που ανέφερα, τα μειονεκτήματα μας να τα κάνουμε πλεονεκτήματα.
Με τη γυναίκα μου νέος είχα επισκεφτεί το Ροβανιέμι της Φιλανδίας. Τι καταπληκτική σκέψη ήταν για αυτούς τους ανθρώπους να κάνουν το χωριό του Άη Βασίλη μέσα στον πάγο, μέσα στην παγωνιά. Να συνδέσουν για πάντα το μέρος τους με τα Χριστούγεννα. Και σκέφτηκα να κάνουμε κι εμείς κάτι αντίστοιχο στην πόλη μας, ένα χριστουγεννιάτικο χωριό.
“Γιατί κι η Δράμα είναι μια πόλη με κρύο, με χιόνι με παγωνιά, σαν το Ροβανιέμι!”
Αρχικά, οι δημοτικοί μου σύμβουλοί ήταν αρνητικοί, διότι ήταν μαθημένοι να κάνουν εκδηλώσεις είτε για τα ΚΑΠΗ, είτε συνηθισμένες δράσεις στην Ελλάδα, όπως καρναβάλια, γιορτές κρασιού κλπ. Αλλά επέμεινα. Άλλοι, μου έλεγαν: «Τα παιδιά δεν ψηφίζουν». Μα το θέμα είναι να κάνουμε κάτι για την πόλη. Αλλά ακόμα και με τη δική τους λογική, τα παιδιά είναι αυτά που κινούν το σύνολο της οικογένειας: τους γονείς και τους παππούδες, τους θείους και τους πάντες. Αν μια τέτοια εκδήλωση ήταν πετυχημένη κι άγγιζε το συναίσθημα, τότε θα πετύχουμε να βγουν όλοι από τα σπίτια τους στην κεντρική πλατεία, για να πάνε στο χριστουγεννιάτικο χωριό, την Ονειρούπολη.
Με συγκεκριμένους εξωτερικούς συνεργάτες καταφέραμε και στήσαμε τα πρώτα σπιτάκια κι αναπτύξαμε παιδικές δράσεις στην πλατεία της πόλης, οι περισσότερες δωρεάν. Η διαδικασία δεν ήταν εύκολη. Θυμάμαι ότι γύριζα τα σχολεία κι έλεγα στα παιδιά ότι τίποτα δεν μπορεί να κάνει ο δήμαρχος από μόνος του χωρίς τη συνεισφορά των πολιτών. «Ζητώ την βοήθεια σας». Η ανταπόκριση ήταν πάρα πολύ μεγάλη, έγιναν όλοι εθελοντές. Είναι δυνατόν άνθρωποι μεγάλης ηλικίας να φορούν μια ζώνη στο λαιμό που έλεγε «δημότης εθελοντής;» Κι όμως, αυτό έγινε. Έγιναν ασύλληπτα πράγματα για τα δεδομένα της Δράμας, ακόμα κι η 5η μοίρα καταδρομών που βρίσκεται στην περιοχή μας, βοήθησε.
Την πρώτη μέρα που λειτούργησε η Ονειρούπολη, έγινε η είσοδος του Άγιου Βασίλη στο χωριό: ο Άγιος Βασίλης κατέβαινε στην πόλη από ένα ψηλό σημείο, είτε πολυκατοικία, είτε καπναποθήκη. Ε, αυτός ο Άγιος Βασίλης που κατέβαινε με ένα συρματόσχοινο ενώ τον φωτίζαμε, ήταν καταδρομέας! Και μαζεύτηκε όλη πόλη να τον δει, όλα τα παιδάκια. Μιλάμε για χιλιάδες κόσμος που κατέκλυσε την πλατεία.
Δε μας έφτανε αυτό, όμως. Από τη Δράμα προσπαθήσαμε να κάνουμε την εκδήλωση πιο γνωστή, να έχουμε επισκέπτες από ολόκληρη την Ελλάδα. Επισκέφτηκα τότε όλους τους καναλάρχες των μεγάλων καναλιών ιδιωτικών και κρατικών καναλιών στην Αθήνα κι η αλήθεια είναι ότι συνάντησα τοίχο. Κανένας δεν πίστευε ότι η Δράμα θα κάνει κάτι σημαντικό. Η επιμονή μας έφερε το πρώτο κανάλι εδώ κι αυτά είναι αλυσίδα, ο ένας ακολούθησε τον άλλον. Άρχισαν όλα τα πρωινάδικα να προβάλουν την εκδήλωση, η οποία ήταν τότε πρωτοπόρα και μοναδική σε όλη την Ελλάδα. Γυρίστηκαν εκπομπές εδώ, έρχονταν γνωστοί τραγουδιστές. Γίναμε γνωστοί σε όλη την Ελλάδα, ότι στην ορεινή, την ακριτική, την φημισμένη για τον κακό της τον καιρό Δράμα, στήθηκε το πρώτο και μεγαλύτερο χριστουγεννιάτικο χωριό στην Ελλάδα. Αυτή η άσημη κι αθέατη για τους πολλούς πόλη στις εσχατιές του Βορρά, έδειξε ότι μπορεί με ομόνοια, με την εργασία, με εθελοντικό κίνημα το οποίο αναπτύχθηκε τότε, να κάνει κάτι σημαντικό.
Ξυπνήσαμε ένα πρωί κι είδαμε στην πόλη μας χιλιάδες επισκέπτες. Οι ουρές των αυτοκινήτων έφταναν μέχρι και τον Στρυμόνα, στο δήμο της Αμφίπολης, στον νομό Σερρών. Με παίρνει τηλέφωνο ένας δημοτικός μου σύμβουλος από το χωριό Κουδούνια, στην είσοδο της Δράμας, και μου λέει: «Μάλλον έπεσαν οι μπαριέρες του σιδηροδρομικού σταθμού, το χωριό μου είχε γεμίσει αυτοκίνητα. Δεν μπορούμε να περάσουμε απέναντι να πάρουμε ψωμί, από τα αυτοκίνητα! Να ειδοποιήσουμε τον ΟΣΕ!» Δεν είχε πέσει η μπάρα. Ήταν ο κόσμος που ερχόταν για να επισκεφθεί την Ονειρούπολη. Δεν πίστευε στα αυτιά του.
Δεν πίστευαν στα μάτια τους κι όλοι οι Δραμινοί. Μιλάμε για μία περιοχή η οποία δεν είχε ίχνος τουριστικής συνείδησης. Να σκεφτείτε ότι δεν άνοιγαν τα καταστήματα Σαββατοκύριακα, τότε που είχαμε και τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα. Πιάστηκε το χέρι μου να χτυπάω κουδούνια σε φουρνάρηδες, σε ταβερνιάρηδες, σε μαγαζάτορες, σε κρεοπώλες. «Να μείνετε ανοιχτοί, να βγάλετε ψωμί, να υπάρχουν προϊόντα, θα έρθει κόσμος». Όσοι με ακούσανε, που ήταν κι οι περισσότεροι, θησαύρισαν. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι γινόταν. Ορισμένοι που έμειναν κλειστοί, χτυπούσαν το κεφάλι τους κι έλεγαν: «Είχαμε τόσο κόσμο, ακόμα και πέτρες χρωματιστές να πουλούσαμε, θα είχαμε θησαυρίσει». Δεν είχε δει η Δράμα ποτέ τέτοιο κόσμο κι αυτό επαναλήφθηκε πολλές χρονιές. Δεν υπήρχε άλλο χριστουγεννιάτικο χωριό στην Ελλάδα.


Μια τυπική μέρα στην Ονειρούπολη ξεκινούσε πάρα πολύ πρωί και τελείωνε αργά. Η Ονειρούπολη άνοιγε κατά τις 10, αλλά εγώ ξεκινούσα πολύ πρωί, διότι υπήρχαν επισκέπτες, λεωφορεία, πούλμαν που έπρεπε να τα ξεναγήσουμε, μιλούσα σε όλους, τους έκανα βόλτα στην πόλη. Φτιάχτηκε ένα πεντάστερο ξενοδοχείο στη Δράμα σε μια παλιά καπναποθήκη και πώς φτιάχτηκε; Ο άνθρωπος που το αγόρασε είναι από την Κρήτη. Είδε στην τηλεόραση την Ονειρούπολη κι ήρθε διακοπές στη Δράμα. Τον έκανα εγώ μια βόλτα τον ξεναγήσω, το είδε, του άρεσε το κτίριο, το αγόρασε και το έκανε ξενοδοχείο.
Δεν είναι μόνο ότι έγινε η Δράμα γνωστή εξαιτίας της εκδήλωσης αυτής σε ολόκληρη την Ελλάδα. Δεν είναι ότι μας αντέγραψαν όλοι, τώρα υπάρχουν πολλά χριστουγεννιάτικα χωριά στη χώρα. Είναι κυρίως η χαρά, που μπήκε σε τόσα σπίτια. Στο αρχείο μου έχω δεκάδες γράμματα μικρών παιδιών και των γονιών τους. Θυμάμαι ιδιαίτερα ένα γράμμα μιας γυναίκας: «Είμαι μητέρα πέντε παιδιών, δεν έχω μεγάλη οικονομική επιφάνεια. Τα σχολεία έκλεισαν. Τι θα τα έκανα στο σπίτι; Έρχονται στην Ονειρούπολη, δεν πηγαίνουν στις δράσεις που πληρώνουν, ξέρουν ότι δεν έχουμε λεφτά, αλλά γυρίζουν χαρούμενα κι ευτυχισμένα. Σ' ευχαριστώ πολύ». Τι μπορεί να σε ευχαριστήσει περισσότερο, ως άνθρωπο;
Άνθρωποι που είχαν χάσει τις δουλειές τους με την κατάρρευση των βιοτεχνιών, άτομα τα οποία δεν μπορούσαν να βγουν από ο σπίτι τους για οικονομικούς λόγους, πήγαιναν τα παιδιά τους στο τρενάκι της Ονειρούπολης που έκανε βόλτα στην πόλη, και χαίρονταν. Συμμετείχαν στην γιορτή της πόλης με τις ελεύθερες και δωρεάν δράσεις. Δεν αισθάνονταν παιδιά ενός κατώτερου θεού. Γιατί τα Χριστούγεννα, όταν όλοι μένουν μέσα στα σπίτια τους, βιώνουν την φτώχεια τους. Ενώ όταν βγαίνουν έξω, μαζί με τον κόσμο, μοιράζονται και την χαρά και των άλλων. Κι αυτό είναι η μεγαλύτερη χαρά.