Η νύχτα του χριστόψωμου

Το χωριό μου είναι στο Ρουμλούκι, στην περιοχή που προέκυψε μετά την αποξήρανση της λίμνης των Γιαννιτσών. Ήταν πολυπολιτισμικό χωριό, είχε Πόντιους, είχε Ντόπιους, είχε Μικρασιάτες πολλούς, Βλάχους, κι ήμασταν κι εμείς.
Η πιο έντονη ανάμνηση από τα παιδικά μου χρόνια, είναι από την εποχή των Χριστουγέννων. Τη νύχτα 23 προς 24 Δεκεμβρίου, δεν κοιμόντουσαν οι γυναίκες καθόλου. Οι σόμπες στα σπίτια ήτανε μονίμως αναμμένες, έχω αυτήν την εικόνα μέσα μου, τη σόμπα που καίει, τη μαμά και τη γιαγιά που φέρνουν συνέχεια τα ξύλα, για να μη σβήσει η φωτιά. Όταν έβγαινες έξω, τα παράθυρα έφεγγαν, δεν κοιμόταν ο κόσμος. Κι εμείς τα παιδιά, προσπαθούσαμε να μην κοιμηθούμε. Μας έλεγαν η γιαγιά κι η μαμά μου: «Άντε, άντε μη κοιμόσαστε. Περιμένετε να δείτε τι θα γίνει».
Οι γυναίκες ζύμωναν τα χριστόψωμα σε ένα σκαφίδι, χρησιμοποιώντας προζύμι από προηγούμενο ζύμωμα. Δεν είχε διαφορά από τα άλλα ψωμιά, απλά η μαμά μου έβαζε και λίγο ζαχαρίτσα στο αλεύρι. Μετά το ζύμωμα δεν έπλαθαν το ψωμί αμέσως, το αφήνανε να ξεκουραστεί σε ένα ζεστό μέρος. Σκεπάζαν το σκαφίδι με το ζυμάρι και για δυο-τρεις ώρες «μουρμουτούσαν». «Μουρμουτούσαν» σημαίνει μιλούσαν σιγά-σιγά, χωρίς θόρυβο. Λέγαν κανένα κουτσομπολιό και τι δουλειές θα κάνουν την άλλη μέρα. Συγχρόνως, πλέκανε. Θυμάμαι, η γιαγιά είχε πάντα το πλεκτό μαζί της κι έπλεκε σκουφούνια, μάλλινες κάλτσες για τον παππού μου. Η μαμά μου έπλεκε σκουφάκια και ζακέτες, γιατί εγώ τα Χριστούγεννα πάντοτε φορούσα ένα καινούριο σκουφάκι, μία καινούργια ζακέτα, ακόμη και φόρεμα, η μαμά μου έπλεκε πολύ ωραία. Το μουρμούτισμα όμως ήταν σαν νανούρισμα, οπότε εμείς δεν αντέχαμε, κοιμόμασταν. Βέβαια, δεν κοιμόμασταν στα δωμάτιά μας, όχι, θέλαμε να έχουμε όλους αυτούς τους ήχους κοντά μας. Οπότε κοιμόμασταν στα ντιβάνια της κουζίνας. Μας σκέπαζε η μαμά με φλοκάτες και κάποιες κουβερτούλες κάτω από τις φλοκάτες, γιατί όλο και θα άνοιγε καμία πόρτα και θα έμπαινε κρύο.
Σε δυο-τρεις ώρες λοιπόν, άρχιζαν να πλάθουν τα ψωμιά και τα έβαζαν μετά σε πινακωτή. Στα χριστόψωμα πριν να βάλουν τα πλασμένα ψωμιά στο φούρνο, πάνω στη μαλακή ζύμη έμπηγαν ξερά σύκα και σταφίδες σε διάφορα σχέδια. Οπότε, όταν λέω «χριστόψωμα», αυτό θυμάμαι: τα παράθυρα που φεγγοβολούν, γιατί κανείς δεν κοιμόταν, και τα σύκα, αυτά τα σύκα, τα ξερά.
Κατά τις 4 τα ξημερώματα, είχε ήδη ανάψει ο φούρνος. Έχω ακόμα την εικόνα της μαμάς μου, η οποία έπιανε την πετσέτα που ήταν μέσα στην πινακωτή και την αναποδογύριζε, δηλαδή «παφ!» κι έτσι το ψωμί που ήταν κάτω, ερχόταν πάνω. Το έβαζε η γιαγιά στο φουρνόφτυαρο, είναι ειδικό φτυάρι, ξύλινο, επίπεδο, κυκλικό, με μακρύ κοντάρι. Το έβαζε στο φούρνο η γιαγιά, έκλεινε ο φούρνος και ψηνόταν το ψωμί.
Όταν ψηνόταν το ψωμί, το έκοβαν σε κομμάτια κι έπαιρναν τους δρόμους. Έβγαιναν στον δρόμο και πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι, για να το μοιράσουν. Το ψωμί δεν έπρεπε να κοπεί με το μαχαίρι, αλλά με το χέρι.
“Κι όλη αυτή η διαδικασία μέχρι και το μοίρασμα του ψωμιού έπρεπε να γίνει πριν ξημερώσει, πριν φανεί φως.”
Όλες οι γυναίκες βιάζονταν: «Να μη σε πάρει η μέρα», λέγανε, «να μη φέξει». Όταν ήμασταν εμείς στα πόδια τους, μας έπαιρναν και μας έλεγαν: «Άντε, παραμερνάτε», έλεγε η γιαγιά μου, «παραμερνάτε, μη μας αμποδάτε».
Έβγαιναν μόνο οι νέες γυναίκες στο δρόμο, η γιαγιά μου δε θα έβγαινε, θα ‘βγαινε η μητέρα μου μόνο. Στη γιαγιά μου θα έφερναν οι υπόλοιπες τα χριστόψωμα. Φώναζαν, ας πούμε: «Θεία Γιώργαινα! Θεία Γιώργαινα! Έβγα έξω! Χρόνια πολλά, καλά Χριστούγεννα!» Κι έβγαινε η γιαγιά μου κι έπαιρνε κι έδινε κι αυτή. Είχαν τα πανέρια με τα Χριστόψωμα και μέσα στρώνανε τις μεσάλες, μεσάλες είναι μεγάλα πανιά, βαμβακερά σε χρώμα καρό. Στην ουσία, κοινωνούσαν τον ερχομό του Χριστού, του νεογέννητου παιδιού. Έρχεται ο Χριστός, γεννιέται ο Χριστός.
Όλο αυτό γινόταν πριν ξημερώσει. Κάποια στιγμή, γύριζε η μαμά μου κι αν ήμασταν ξυπνητά, τρώγαμε κι εμείς από τα χριστόψωμα που είχε φέρει. Αν δεν ήμασταν, η μαμά μάς έπαιρνε με αγάπη από ‘κει απ’ τα ντιβάνια, μας κουβαλούσε και μας πήγαινε μέσα στα δωμάτιά μας, να κοιμηθούμε.
Τα χριστόψωμα, που ήταν κάτι πολύ έντονο, πολύ εντυπωσιακό, δεν τα κάνουμε πια. Δεν έχει νόημα, η γειτονιά έχει αλλάξει. Δεν μπορείς να πάρεις τα χριστόψωμα να τα μοιράσεις έξω στη γειτονιά, δεν υπάρχει αυτή η επικοινωνία, το να δίνεις και να παίρνεις. Δεν τα κρατήσαμε αυτά τα έθιμα. Αλλάζουν οι άνθρωποι, αλλάζουν οι συνθήκες. Μπήκαν καινούργια πράγματα, ας πούμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Βρίσκουμε πια τις η εύκολες λύσεις, δηλαδή θα πάμε να αγοράσουμε τη βασιλόπιτα από το ζαχαροπλαστείο, θα πάμε να αγοράσουμε τα μελομακάρονα, θα πάμε να αγοράσουμε τα γλυκά. Απλά, αυτό που κάνω εγώ και πιστεύω ότι είναι σημαντικό, είναι να τα διηγούμαι στα παιδιά μου. Πώς οι άνθρωποι βρίσκουν τη χαρά και την ευτυχία σε απλά πράγματα, γιατί καμιά φορά αυτά τα απλά πράγματα που είναι θαμμένα μέσα μας, είναι αυτά που μπορεί να μας δώσουν τη γαλήνη, την ηρεμία και την ευτυχία.