«Κλεάνθη μου, ο πατέρας σου σε πάντρεψε!»

Οι γάμοι παλιά στη Σκύρο γινόντανε έτσι: Ο πατέρας, η μάνα, ο μπάρμπας κι η θειά, παίρνανε το φαναράκι και πηγαίνανε στο σπίτι του γαμπρού, σε αυτόν που θέλανε να προξενέψουνε το κορίτσι. Πηγαίνανε με το φαναράκι, χτυπάγανε την πόρτα, μπαίνανε μέσα, καθόντανε χάμω στο τραπέζι. Εκεί, απάνω στο τραπέζι, κλείνανε το προξενιό. Γλέντι, όλα καλά, μέχρι που ερχόντουσαν στην προίκα, στα προικοσύμφωνα: «Μισό αλώνι», «το μουλάρι», «το μοσχάρι», «τα ελαιόδεντρα», «τα κτήματα». Εκεί, συνήθως, ήταν που μπορούσε να χαλάσει ο γάμος. Γιατί στο προικοσύμφωνο απάνω μπορούσε να πει ο πατέρας της νύφης: «Το μοσχάρι δε στο δίνω». Και χαλιότανε. Για ένα μοσχάρι χαλούσε ο γάμος, για ένα μοσχάρι.
Έτσι ήταν και το δικό μου το προξενιό. Δεν ήξερα τίποτα, οι γονείς τα κάνανε όλα. Ήμουν δεκαεφτά χρονών κι ο Γιώρης, είκοσι τέσσερα. Δεν τον είχα δει ποτέ.
Εγώ εκείνα τα χρόνια είχα φύγει από το νησί. Από δεκατριών χρονών δούλευα στο σπίτι ενός γιατρού στην Αθήνα, οικιακή βοηθός, κοίταγα τα παιδιά του. Μια μέρα, μου μήνυσε ξαφνικά ο πατέρας μου να πάω στο νησί. Ήρθε στην Κύμη, με πήρε, λέω: «Τι συνέβη, πατέρα;» «Να, ήρθα στο νοσοκομείο, είμαι άρρωστος. Σε χρειάζομαι να έρθεις στη Σκύρο, να με βοηθάς».
Φτάσαμε στο νησί το βράδυ. Με το που φτάνει το λεωφορείο στην πλατεία, βλέπω εκεί έναν νεαρό. Λέει η μάνα μου: «Τη βαλίτσα». Την παίρνει το παιδί τη βαλίτσα, πηγαίνουμε προς το σπίτι. Στα μισά του δρόμου, μου λέει η μάνα μου: «Σ’ αρέσει το παιδί;» Τώρα σκοτάδι, πίσσα σκοτάδι, δεν είχανε φώτα τότε οι δρόμοι. Πού να το δω εγώ το παιδί; Μικρή εγώ, θε’ να λογιάξω τον γαμπρό; Λέω: «Ούτε το βλέπω, ούτε το ξέρω το παιδί!»
Φτάνουμε στο σπίτι κι είναι όλοι εκεί: οι γονείς, οι θείοι μου οι Γαβουνελιάνοι, η θειά μου η Καλή, ο μπάρμπας του Γιώρη, τα ξαδερφάκια μου... με το που μπαίνουμε μέσα, αρχίζουνε: «Καλώς το παιδί μας! Άντε να είναι η ώρα η καλή! Καλά στέφανα!» Τα ‘χασα εγώ! Τα ‘χασα. Λέω: «Έλα Παναγία μου! Τι σας έπιασε;»
“Και μου λέει η θειά μου: «Κλεάνθη μου, ο πατέρας σου σε πάντρεψε». «Αμάν!» Αυτό είπα: «Αμάν!»”
Αρχίζουν γλέντι, πιάνουν τα κρασιά. Γυρίζει και λέει η θειά μου: «Τώρα τα παιδιά να φιληθούνε!» Πού να ζυγώσω καλέ εγώ το Γιώρη! Σιγά λέω, μη παντρευτώ εγώ τώρα! Αμ δε μ’ αφήναν εδά που ‘μουνε; Που δούλευα στην Αθήνα κι ήταν καλοί ανθρώποι;
Ήμασταν οχτώ παιδιά, οχτώ αδέρφια. Είχε πολλά κορίτσια ο πατέρας μου κι όταν ευρέθη ένα παιδί, ήθελε να ξελαφρώνει. Εγώ όμως, δεν ήθελα. Δεν τον ήξερα. Παίρνω τις επόμενες μέρες το αφεντικό μου τηλέφωνο στην Αθήνα, του λέω: «Μπάρμπα Νίκο, μου κάνανε προξενιό, αλλά εγώ δε θέλω να παντρευτώ. Δεν τον θέλω! Θέλω να έρθω πίσω στην Αθήνα». Μου λέει: «Γιατί, παιδί μου; Ο πατέρας σου, ο κάθε γονιός κάνει ό,τι καλύτερο για να συμμαζέψει τα κορίτσια του. Αλλά αν επιμένεις, το σπίτι είναι ανοιχτό. Θα σου στείλω λεφτά να γυρίσεις στην Αθήνα».
Πάμε να περάσουμε βέρες κι εγώ θέλω να φύγω. Πιάνω τον Γιώρη, του λέω: «Δε σε θέλω. Δε θέλω να γίνει ο γάμος». Και μου λέει: «Θα πάω να κρεμαστώ!» λέει. «Θα πνιγώ!» «Σαν πας, σκασίλα μου!», λέω εγώ. Κι όλα αυτά, λίγο πριν γίνει ο γάμος. Είχα εγώ μυαλό τότες;
Παντρευτήκαμε Χριστούγεννα,του ‘65, μετά από έναν μήνα. Τι έγινε τελικά και παντρευτήκαμε; Και δέχτηκα; Πέθανε ο παππούς μου και φύγαν οι γονείς μου, πήγαν στην Κύμη. Μας αφήσανε λίγες μέρες μοναχούς. Τότε τον πρωτογνώρισα. Έγινε τι έγινε, αυτό ήτανε, τελείωσε! Μου άλλαξε η γνώμη.
Πριν τον γάμο, ημέρα Δευτέρα, πήγαιναν οι δυο συμπεθέρες σε κάθε σπίτι στη Σκύρο και καλούσανε: «Παντρεύω το κορίτσι μου, να κοπιάσετε στο γάμο μας». Ο γάμος γινότανε πάντα Σάββατο. Από τη Δευτέρα μέχρι το Σάββατο, γλεντούσανε και τις τρεις τελευταίες μέρες, βγάζαν τηγανίτες για τον κόσμο. Εμείς βγάλαμε εννιά σακιά πενηντάρια, τηγανίτες. Έρχονταν όλοι οι φίλοι, έρχονταν καλεσμένοι, ερχόντανε ακάλεστοι, όποιος ήθελε να περάσει. Τραγούδια, χοροί…
«Γαμπρέ μου, ν’ αγαπάς τη νύφη τη χαδούλα,
γιατί την είχε η μάνα της νοικοκυρά σε ούλα».
Είχαμε ένα πικάπ και γυρίζανε με το χερούλι κι έπαιζε. Μετά βρέθηκε ένα ακορντεόν, ένα κλαρίνο, ένα λαβούτο και πέφτανε, πέφτανε τα δώρα! Δώρα, όχι σαν σήμερα που πάνε φακελάκια. Φέρανε το καλαθιάτικο, φέρνανε ρύζι, φέρνανε μακαρόνια, πατάτες, κρέατα, φέρνανε ξύλα για τις τηγανίτες, φέρνανε ούζο…
Ο γάμος γινόταν πάντα απόγευμα. Ντύθηκα με τα ρούχα μου τα σκυριανά, τα παραδοσιακά, δεν έβαλα άσπρο νυφικό. Πήγαμε στην εκκλησία, μας στεφάνωσαν, γυρίσαμε στο σπίτι με τραγούδια από την εκκλησία. Εκεί, κρεμάσαν τον γαμπρό, είναι ένα έθιμο αυτό, κρεμάγαν τον γαμπρό. Τον δένανε από τη μέση, από τη μασχάλη και τον κρεμάγανε. Κι αυτός έπρεπε να τάζει τραπέζι στους κουμπάρους και στους φίλους, για να τον ξεκρεμάσουνε!
Στο σπίτι το τραπέζι, το τάβλωμα, βάσταξε δυο μέρες. Δευτέρα πήγαμε για ύπνο. Άυπνοι! Άμα μας έβλεπαν να πηγαίνουμε για ύπνο, μας έλεγαν: «Άντε σηκωθείτε απάνω! Για σας γλεντούνε!» «Μωρέ πατέρα, για λίγο να ξαπλώσουμε…» «Σήκω απάν’!» Αυτοί ήτανε οι γάμοι.
Τον πρώτο χρόνο περάσαμε λίγο δύσκολα. Φτώχεια. Εμένα ο πατέρας μου στην προίκα μου, δεν έταξε ούτε μισό αλώνι. Τι να δώσει, αφού είχε εφτά παιδιά πίσω. Ένα τραπέζι και τέσσερις καρέκλες είχα, δεν είχα τίποτα άλλο να μου δώσει η μάνα μου. Προίκα μου ήταν οι πετσέτες και τα σεντόνια μου. Μαξιλάρια είχαμε τότες με άχυρα, στρώμα με άχυρα κι απάνω στο κρεβάτι, κουρελούδες. Κι όσο για σπίτι, λέει ο πατέρας μου του γαμπρού εκείνη την ημέρα που κουβεντιάζανε το προξενιό: «Εγώ, παιδί μου, δεν έχω σπίτι να δώσω». Και γυρίζει και λέει ο Γιώρης: «Εγώ είμαι άξιος να κάνω σπίτια!»
Ο άντρας μου δούλευε οικοδομή κι εγώ, έκανα ασπρίσματα. Απάνω το χωριό όλο, το άσπριζα εγώ. Δούλευα κι εγώ, γιατί μια πέτρα δεν το βγάνει τ’ αλεύρι, θέλει άλλη μία να αλέθει. Κάναμε ύστερα έξι παιδιά, ήθελα τέσσερα κουτιά γάλα την ημέρα. Όμως με φτώχεια, με αγώνα, μπόρεσα και τα τακτοποίησα όλα τα παιδιά μου, τα βόλεψα. Όσο για τον άντρα μου, αλήθεια είναι αυτό που είχε πει στον πατέρα μου: τέσσερα σπίτια έχει φτιάξει, με τη δούλεψή του.
Εγώ είμαι τώρα εβδομήντα τεσσάρων χρονών. Τι μου ‘μεινε; Να σου πω. Που έβλεπα την οικογένειά μου στο τραπέζι. Που έβαζα τραπέζι κι έβλεπα τα παιδιά μου, τη χαρά μου, την οικογένεια μου. Και τον Γιώρη, που τον έχω σήμερα δίπλα μου. Ούτε αυτός κάνει, ούτε εγώ κάνω δίχως αυτόν. Πάει όπου πάω, φωνάζει: «Πού είσαι;» Λέω: «Εδώ είμαι!» Σαν πάει κάπου αυτός κι αργεί λίγο: «Γιώρη, πού είσαι;» «Εδώ είμαι». Ε, δεν είναι και λίγα πενήντα έξι χρόνια που είμαστε μαζί…