Go Back

Το χελιδόνι του Άρη Βελουχιώτη

meletzhs-81_1
Αφηγητής/τρια

Το χωριό λεγόταν Χώσεψη, από το «Χάος» και την «Όψη», γιατί είναι ανάμεσα σε δυο υψώματα, ψηλά στα Τζουμέρκα. Εκεί γεννήθηκα, το 1926. Αδέρφια είχα οκτώ κι ήμασταν πάμφτωχοι. Πήγαινα ξυπόλητος στο σχολείο, δεν είχα παπούτσια. Τα αγόρια παίρναμε από ένα ξύλο στην πλάτη, από αυτά που είχαμε για τα τζάκια, και τα ρίχναμε στο σχολείο στη σόμπα.

Έβγαλα το δημοτικό το 1939 και κάλεσε τον πατέρα μου ο δάσκαλος: «Γιάννη, τον Χρήστο να τον στείλεις παρακάτω. Στην Άρτα, να πάει στο Γυμνάσιο». Του λέει ο πατέρας μου: «Δεν έχει να πάει πουθενά. Εγώ δεν πήγα σχολείο και πέρασα καλά. Φύλαξα γίδια, πρόβατα κι έζησα. Να καθίσει κι αυτός εδώ τώρα. Δεν έχω λεφτά να τον στείλω». «Γιάννη, ξέρω ότι είσαι φτωχός, αλλά εγώ έχω χρέος να στο πω. Έχει ικανότητες». Εγώ ήθελα να γίνω γιατρός. Ερχόταν ένας γιατρός στο χωριό μας απ’ το Βουργαρέλι, τρεις ώρες ποδαρόδρομο, να δει τους αρρώστους κι έπαιρνε πολλά λεφτά, 300 δραχμές, τότε. Κι ήθελα να γίνω γιατρός. Όταν μου ‘πε αυτό το πράγμα στεναχωρήθηκα κι έκλαιγα τρεις μέρες, απ’ τη στεναχώρια μου. Έτσι, έμεινα στο χωριό. Τι να ‘κανα;

Μετά έρχεται ο πόλεμος κι η Κατοχή. Η φτώχεια μεγάλωνε. Μια μέρα, έρχεται βιαστικός σπίτι ο μεγάλος αδερφός μου, ο Γιώργος, με ένα παλτό κι από κάτω, μια αραβίδα ιταλική. «Πατέρα, έφερα», λέει, «αυτό το όπλο και μια αρμάθα σφαίρες. Πάρ’ τα να τα κρύψεις κι όταν χρειαστούν…» Ο Γιώργος πριν τον πόλεμο ήταν εξορία, τον είχε πιάσει η μεταξική δικτατορία και δραπέτευσε. Κρύφτηκε στην Αθήνα και μετά ήρθε στο χωριό. Ήρθε σε επαφή με ανθρώπους κι άρχισαν να οργανώνουν την Αντίσταση στη Χώσεψη. Λέει ο πατέρας μου: «Δε φτάνει που σ’ έστειλαν εξορία, θέλεις να ανακατευτείς πάλι; Δεν το φυλάω. Να σηκωθείς να φύγεις από δω!» Λέει: «Πατέρα, να σου πω μια κουβέντα; Θα σου κακοφανεί. Μόνο παιδιά ξες να φτιάχνεις, δεν ξες όμως πώς θα τα ταΐσεις!» Και σηκώνεται και φεύγει θυμωμένος.

Μόλις έφυγε, εγώ τον ακολούθησα. Τον σταματάω και του λέω: «Δώσε μου το όπλο. Θα το κρύψω εγώ». Μου το ‘δωσε και το έκρυψα στην καλύβα που ήτανε οι κατσίκες, άνοιξα τρύπες στη σκεπή και το έβαλα μέσα στο άχυρο, μαζί με τις σφαίρες. Μετά από έναν μήνα έρχεται ο Γιώργος. Με ρωτάει: «Χρήστο, τι έγινε εκείνο το τουφέκι;» «Είναι σώο», του κάνω. Τον πήγα εκεί και του το ‘δωσα. «Μπράβο», μου λέει. «Θα σε ξαναχρειαστούμε εσένα. Είσαι έμπιστος». Κι από τότε είπε στην Οργάνωση, στο χωριό, ότι: «Για σύνδεσμο, θα χρησιμοποιούμε τον Χρήστο». 

Όταν δημιουργήθηκε η ΕΠΟΝ, η Οργάνωση των νέων, με καλεί ένας από το χωριό, ο Στέφανος Μπαρτζώκας, ο οποίος ήτανε μέλος του Κόμματος. Μου ‘δωσε ένα βιβλίο του Μαξίμ Γκόρκι και μου λέει: «Πάρε να το διαβάσεις κι έλα μετά να κουβεντιάσουμε». Έκατσα όλη νύχτα με το φαναράκι και το διάβασα. Ο Γκόρκι ήτανε στη φυλακή. Η μάνα του ήταν απ’ έξω κι όταν πήγαινε να τον δει για να του δώσει ψωμί, αυτός της έδινε σημειώματα και τα ‘δωνε έξω στο κίνημα των μπολσεβίκων. Με συνάρπασε και σκέφτηκα: «Κι εγώ πρέπει να γίνω έτσι, να κάνω κι εγώ αυτή τη δουλειά!» Έτσι μπήκα στην ΕΠΟΝ, το 1943. Με στέλναν στην Καλλονή, στον Αϊ-Γιώργη, στο Βουλγαρέλι, σε μέρη που ήταν άνθρωποι δικοί μας και πήγαινα σημειωματάκια.

Οργανώθηκε πλέον το ΕΑΜ. Έρχονταν απ’ την Άρτα κι αλλού, ανέβαιναν στο βουνό αντάρτες. Κάποια στιγμή, Μάης μήνας ήταν, ήρθαν στο χωριό σε περιοδεία ο Άρης Βελουχιώτης με τον Ναπολέοντα Ζέρβα κι βγάλαν λόγο μαζί. Αγκαλιαστήκαν, φιληθήκαν, είχαν και τα οπλοπολυβόλα εκεί, βάλανε απέναντι σε μια πλαγιά σημάδι, ποιος θα σημαδέψει καλύτερα. Είπαν: «Εμείς βγήκαμε στο βουνό να πολεμήσουμε τον κατακτητή. Όποιος θέλει έρχεται με τον Άρη κι όποιος θέλει, πάει με τον Ζέρβα». Στο δικό μας χωριό το 90%, πήγαν με τον ΕΛΑΣ, με τον Άρη.

Κάποια στιγμή όμως, ξεκίνησαν κι εχθροπραξίες μεταξύ του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ, που είχε φτιάξει ο Ζέρβας. Το αντάρτικο φούντωνε. Εγώ μπήκα πια στον εφεδρικό ΕΛΑΣ και με χρησιμοποιούσαν κατά κύριο λόγο ως σύνδεσμο. Εκείνη την εποχή, ο Βελουχιώτης έρχεται πάλι στο χωριό, με το τμήμα του. Φέρανε δυο πυροβόλα που είχαν πάρει από τους Ιταλούς στην Καρδίτσα και τα εγκατέστησαν σε ένα ύψωμα πάνω από το χωριό. Μας ενημέρωσε ο Άρης ότι οι Γερμανοί θα ξεκινούσαν να έρθουν στα Τζουμέρκα, απ’ την Άρτα. Ο Άρης λέει: «Θέλω να μου βρείτε έναν αγγελιοφόρο, να είναι γρήγορος κι έμπιστος». Συνεδρίασε η επιτροπή του ΕΑΜ του χωριού και παίρνουν εμένα και με πάνε στον Άρη.

Μου κάνει ο Άρης: «Φοβάσαι ρε;» «Όχι, Καπετάνιε. Γιατί να φοβάμαι; Εγώ για να ’μαι εδώ, δε φοβάμαι». «Μπράβο, έτσι σε θέλω!» Κι έτσι, άρχισε να με στέλνει σε διάφορες αποστολές. Δε μου έλεγε ποτέ τι γράφανε τα μηνύματα. Απλώς, μου ’δινε τα χαρτάκια. Πήγαινα, τα ’δωνα εγώ στα μέρη που ήταν αντάρτικα τμήματα, έπαιρνα απαντήσεις και τις έφερνα πίσω στον Άρη.

Κάποια στιγμή, οι Γερμανοί ξεκίνησαν να έρθουν και φτάσανε στην Καλεντίνη. Τους σταμάτησε όμως ο ΕΛΑΣ εκεί κι έκανε γραμμή άμυνας. Ο Άρης με έστελνε τότε να πηγαίνω σημειώματα στους αντάρτες εκεί. Στον δρόμο που πηγαινοερχόμουν, στα χωριά με ρωτούσαν ανήσυχοι οι κάτοικοι αν ανέβουν οι Γερμανοί παραπάνω. Το μετέφερα εγώ στον Άρη αυτό. Και μου ρωτάει: «Τι λες εσύ, ρε; Θα ’ρθουν οι Γερμανοί απάνω;» «Όχι, Καπετάνιε δε θα ’ρθουν», λέω. «Μπράβο!» και με χτύπησε στις πλάτες. «Μπράβο, έτσι σε θέλω! Θα δεις τι θα πάθουν οι Γερμανοί!»

Μια μέρα, με φώναξε πάλι. Είδα έφτιαχνε ένα σημείωμα, το δίπλωσε καλά και μου λέει: «Αυτό θα το πάρεις και θα το πας στην Μπούγα. Όσο μπορείς πιο γρήγορα και προσεκτικά. Και θα μου φέρεις απάντηση». Παίρνω το σημείωμα, ήξερα κι άλλους δρόμους, πιο γρήγορους. Πήγα στην Μπούγα, έδωσα το σημείωμα. Το διάβασαν και μου δώσανε πίσω άλλο κι έρχομαι ξανά στο χωριό. Μόλις με είδε ο Άρης κάνει: «Πήγες στην Μπούγα;» «Πήγα, Καπετάνιε». Με κοιτάζει καλά-καλά, έτσι γουρλωμένα τα μάτια, λέει: «Πήγες στην Μπούγα;» «Πήγα, Καπετάνιε». «Πότε πήγες κι ήρθες;» Κάνω έτσι εγώ τότε, βγάζω από μέσα από το σακάκι το σημείωμα και του δίνω. Μόλις το διαβάζει: «Καλά, ρε Βενιαμίν, χελιδόνι είσαι;» Κι από τότε, με φώναζε «Βενιαμίν-χελιδόνι». «Βενιαμίν», επειδή ήμουν μικροσκοπικός.

“Και μου έμεινε και με φώναζαν «Βενιαμίν-χελιδόνι», το χελιδόνι του Άρη του Βελουχιώτη.”

Εκείνο το μήνυμα, όπως έμαθα μετά, έλεγε να κάνουν υποχώρηση τα τμήματα του ΕΛΑΣ και ν’ αφήσουν να προχωρήσουν οι Γερμανοί κι αυτοί να κρυφτούν στα πλάγια. Κι όταν προχώρησαν, τους έκαναν επίθεση οι ΕΛΑΣίτες και τους τσάκισαν. Διαλύθηκε ο λόχος ολόκληρος των Γερμανών. Άφησαν αυτοκίνητα, άφησαν πολεμικό υλικό, άφησαν τρόφιμα. Ήταν η μάχη της Καλεντίνης.

Ό Άρης, το διάστημα που έμεινα δίπλα του, τον ένοιωθα σαν να ’μασταν φίλοι, φίλοι παιδικοί. Τόσο πολύ απλός ήταν. Δεν αισθανόμουνα ότι: «Α, είναι ο Βελουχιώτης, να προσέχω, να…» Ήταν ευγενικός, ένας άνθρωπος έξυπνος, θαρραλέος, ψύχραιμος και πειθαρχικός. Η πειθαρχία του ήταν κι η πειθώ του. Στα χωριά το έβλεπαν ότι η πειθαρχία ήταν για καλό του ίδιου του λαού. Μια μέρα, θυμάμαι, στην πλατεία του χωριού, σε ένα κρεοπωλείο που το είχαν δικοί μας, σφάζανε κάτι ζώα. Τρέχανε όμως τα αίματα και γινόταν χαμός. Κι όπως έκανε βόλτες ο Άρης, έρχεται εκεί στο μαγαζί, κοιτάει. «Τι είναι αυτά ρε; Θα σας πιάσει χολέρα, ρε. Θα παίρνετε ασβέστη και θα σφάζετε σε άλλο σημείο και θα τα θάβετε στο χώμα. Και θα ρίχνετε ασβέστη από πάνω», λέει με ύφος αυστηρότατο. «Αν δεν το κάνετε, θα σας εκτελέσω εδώ», τους είπε. «Η καθαριότητα είναι βασικό πράγμα, να μη σας πιάσει χολέρα. Δε μας φτάνουν τα άλλα που έχουμε;» Το θυμάμαι, ήμουν εκεί, τα ’βλεπα αυτά. Τον θυμάμαι με τις μπότες και το καμουτσίκι που βάραγε το άλογο, όπως τον βλέπετε εσείς στις φωτογραφίες σήμερα.

Μια άλλη φορά, την ώρα που μπήκα στο αρχηγείο να του πάω ένα σημείωμα, του έφερε ένας αντάρτης φαγητό στην καραβάνα. «Σου έφερα φαγητό, Καπετάνιε». «Α, τι μου έφερες;» «Κρέας». «Κρέας; Το τμήμα κάτω, τι φαγητό έχουνε αυτοί;» «Φασόλια», λέει ο αντάρτης. «Κερατάδες, κερατάδες! Δε σας είπα ότι θα τρώω κι εγώ ότι τρώνε αυτοί;» Χτύπησε το χέρι πάνω στο πόδι και σηκώθηκε όρθιος. Το θυμάμαι αυτό, μου χαράχτηκε. Λέει: «Πάρ’ το κρέας και πήγαινέ το στο νοσοκομείο, σε κανέναν άρρωστο. Εμένα θα μου φέρεις φασολάδα, όπως θα φάνε κι οι άλλοι».

Μόλις έφυγε ο Βελουχιώτης από τα μέρη μας, εγώ μπήκα στην επιμελητεία του ΕΛΑΣ. Πριν γίνει η Συμφωνία της Βάρκιζας ετοιμαζόμασταν να μετακινηθούμε στην Αθήνα, όπου γίνονταν μάχες. Ένας σύντροφος, ο Ρίζος, θυμάμαι ότι μου είπε: «E ρε Χρήστο, γαμώτο, τι κάνανε; Μας πούλησαν!» Λέω: «Ε, αφού έγινε η Συμφωνία τώρα, θα ειρηνέψει». «Τι λες ρε Χρήστο;» μου λέει. «Ξέρεις τι θα τραβήξουμε τώρα από αυτούς; Δεν ξέρεις εσύ! Είσαι μικρός!» Κι έτριζε τα δόντια του. Και μέσα σε λίγες μέρες έρχεται εντολή και παραδώσαμε τα όπλα, κλαίγοντας, όλη η ομάδα. Μετά γυρίσαμε στα χωριά μας και για λίγο καιρό, ήταν κάπως ήρεμα.

Σε λίγο, όμως, άρχισαν να εμφανίζονται οι μαγκουροφόροι. Έρχονταν στο χωριό, στην πλατεία, προκλητικοί, κι είχαν κάτι «στειλιάρια» τα λέγαμε εμείς, κάτι γκλίτσες, χοντρές. Δηλαδή, ξύλο, για να δείρουν. Για να τρομοκρατήσουν εμάς, που ήμασταν στο ΕΑΜ. Κι άρχισαν και συλλάμβαναν ανθρώπους. Άλλους τους χτυπούσαν, άλλους τους σκότωσαν, από το πολύ ξύλο.

Έτσι, λάβαμε τα μέτρα μας. Μας ειδοποίησε κι η Οργάνωση από την Άρτα να κάνουμε αυτοάμυνα, οπότε μαζευτήκαμε καμία δεκαριά άτομα κι οργανωθήκαμε. Μας είχαν δώσει εντολή να έχουμε ένα τσεκούρι στο σπίτι κι άμα χτυπήσει κάποιος την πόρτα, να μην ανοίξουμε, κι αν πάνε να ανοίξουν με το ζόρι, να τραβήξουμε στα ίσια με την τσεκούρα. Αυτό λέγεται αυτοάμυνα. Μας είχαν πει, επίσης: «Αυτό είναι προσωρινό. Να είστε έτοιμοι, γιατί θα έρθει κι άλλο αντάρτικο. Θα έρθουν να σας πάρουν, θα βγείτε ξανά στο βουνό».

Μια μέρα, άρχισαν να λένε στο χωριό: «Πάει ο Άρης! Πάει ο Άρης! Σκοτώθηκε ο Άρης!» Μαζευτήκαμε στην πλατεία, όχι μόνο δικοί μας, αλλά κι άνθρωποι από τους δεξιούς, μερικοί κλαίγανε. Εγώ τους είπα το εξής: «Μη στεναχωριέστε, θα βρεθούν κι άλλοι Άρηδες. Θα γεννηθούν κι άλλοι Άρηδες. Δεν ήταν μόνο ο Άρης, ο αγώνας μας θα συνεχιστεί».

Μετά από λίγο καιρό, μαθαίνουμε ότι δημιουργήθηκαν οι ΜΑΥδες, παρακρατικοί που έρχονταν στα χωριά κυνηγώντας εμάς, τους παλιούς ΕΛΑΣίτες. Αρχίσαμε να κοιμόμαστε έξω και να κρυβόμαστε στις ράχες και στα δάση γύρω από το χωριό. Εκεί, κάποια στιγμή, με πιάσανε.

Τρεις από αυτούς, με ανέβασαν νύχτα στο ύψωμα του Φτελιά, που έχει γκρεμό. Με πάνε στην άκρη και μου λένε: «Γδύσου, την Παναγία σου! Μείνε με το βρακί!» κι ο ένας μου δίνει σκαμπίλι. Πέφτω κάτω, με ξανασηκώνουν. Βγάζω το σακάκι και το παντελόνι. Μου δίνουν ένα σκαμπάνι και λένε: «Σκάψε εδώ, σκάψε το λάκκο σου! Ή θα μας πεις αυτά που θα σε ρωτήσουμε». Θέλανε να τους πω πού ήταν οι άλλοι από το χωριό κι η αποθήκη με τα όπλα. Λέω: «Δεν έχω ιδέα από αυτά. Ούτε τους ανθρώπους, ούτε τα όπλα. Έχω να τους δω οχτώ μήνες αυτούς». Μου ‘δωσαν πάλι το σκαμπάνι: «Σκάψε, την Παναγία σου! Απόψε δε θα χαλάσουμε σφαίρα για εσένα. Θα σε ρίξουμε στον γκρεμό και μόνο τα κοράκια θα σε βρούνε!» «Τι να σκάψω εδώ; Είναι όλο πέτρες!» τους λέω και πετάω το σκαμπάνι.

Ξαφνικά, πέφτουν δυο πυροβολισμοί πέρα, προς τον Πατροκοσμά. Έρχεται ένας απ’ το φυλάκιο, που ήταν λίγο πιο κάτω: «Τι κάνετε ρε εδώ, έχουμε μάχη! Πιάστε θέση στο Ξερόγκισμα!» Εγώ βρήκα την ευκαιρία, φόρεσα γρήγορα τα ρούχα μου και κάνω να φύγω μέσα στη νύχτα. Με βλέπει όμως ένας τους. «Την Παναγία σου! Νομίζεις θα γλυτώσεις ε;» Μου δίνει μια σπρωξιά και πέφτω στον γκρεμό. Αλλά όπως με έσπρωξε, τι τύχη είχα να πούμε! Ήταν μια πουρνάρα, χαμηλή, κι ήταν κρεμασμένη στον γκρεμό και με το σπρώξιμο που μ’ έκανε, έπεσα απάνω σε αυτήν. Κρατήθηκα από τα κλωνάρια της κι ένα, μπήκε στο μάτι μου. Πόνεσα πολύ αλλά δε μίλησα, κρατήθηκα σφιχτά. Αυτοί, στο μεταξύ, φύγανε. Σιγά-σιγά βγήκα πάνω στον γκρεμό, με αίμα να τρέχει από το μάτι μου. Κρύφτηκα στο δάσος κι έφυγα.

960x720_aggelioforos
960x720_aggelioforos1






Μετά πήγα στην Άρτα και τελικά στην Αθήνα και βγήκα στην παρανομία. Για πολλά χρόνια, μέχρι να κάνω χειρουργείο, είχα χάσει την όρασή μου στο μάτι που χτύπησα. Ποτέ δε φοβήθηκα όμως. Τότε, στις διαδρομές που με έστελνε ο Άρης, μια μέρα μου είχε πει: «Συναγωνιστή Βενιαμίν-χελιδόνι» -έτσι δα μου έβαλε το χέρι του, έτσι δα- «αφού μπήκες στον δρόμο αυτόν, ο οποίος είναι ιερός και πιστεύεις στα ιδανικά αυτού του δρόμου, να διώχνεις τον φόβο από μέσα σου. Και να βλέπεις αυτά μπροστά. Και δε θα χάσεις ποτέ». Και πραγματικά, αυτό το κράτησα σε όλες τις δυσκολίες της ζωής μου. Και πέρασα πολλά. Θυμόμουν πάντα αυτά τα λόγια και δεν είχα ποτέ φόβο. Σήμερα, όμως, που τα χρόνια πέρασαν, όταν πάω σε μία κηδεία συντρόφου, λυγίζω. Ή όταν μιλάω για τον Καπετάνιο, για τον Άρη. 

Συνέντευξη - Επιμέλεια
Σταύρος Βλάχος
Autoplay
Playing next

Είσαι σίγουρος πως θέλεις να τερματίσεις τον player;

Alt text
Με το που γυάλιζε το μάτι του ήξερα τι θα συμβεί