Go Back

Ο Γερμανός ψαράς της Αμοργού

1520x736_krossman
Αφηγητής/τρια

Αυτό που θυμάμαι μεγαλώνοντας στη Γερμανία, είναι πως ένιωθα ότι μεγαλώνω σε λάθος χώρα. Μου φαινόταν πολύ σκληρή η κοινωνία της. Άχρωμη ζωή, ζωή χωρίς γεύση.

Γεννήθηκα στο Έσλινγκεν, μια πόλη κοντά στη Στουτγάρδη. Όμως ρίζες, δηλαδή ένα μέρος με το οποίο να είμαι συνδεδεμένος, για μένα στη Γερμανία δεν υπάρχουν, γιατί εξαιτίας της δουλειάς του πατέρα μου μετακομίσαμε καμιά δεκαριά φορές.

Ένα πράγμα που με γοήτευε από μικρό παιδί, ήταν το ψάρεμα. Πρωτο-ψάρεψα οκτώ-εννιά ετών, στις λίμνες και τα ποτάμια της Γερμανίας και με ηρεμούσε το ότι ήμουν κοντά στο νερό, κοντά στη φύση. Όταν ήμουν δέκα ετών, είχα πάρει μία βαρκούλα που είχε ο παππούς μου, την είχα πάρει μόνος μου κι έπιασα ένα πολύ μεγάλο ψάρι, έναν λούτσο του γλυκού νερού. Κάποια στιγμή χάλασε ο καιρός, άρχισε να φυσάει, σήκωσε κύματα και κατέληξα να κινδυνεύω με τη βάρκα. Αλλά δε με ένοιαζε. Το μόνο που με ένοιαζε είναι η χαρά του να πιάσω ένα τόσο μεγάλο ψάρι μόνος μου. Ήταν υπέροχο συναίσθημα.

Σπούδαζα, θυμάμαι, οικονομολόγος και συγχρόνως, δούλευα σε μια εταιρεία. Μια μέρα, ένας φίλος μού πρότεινε να κάνουμε ένα break για ένα τρίμηνο, αυτό ήταν συνηθισμένο τότε για τους νέους στη Γερμανία. Κι αποφασίσαμε να ταξιδέψουμε Ελλάδα-Τουρκία-Αίγυπτο, αυτό ήταν το πρόγραμμα μας. 

Ήρθαμε στην Ελλάδα με ωτοστόπ. Όταν φτάσαμε στην Αθήνα, η πόλη μού άρεσε πάρα πολύ: Η Ομόνοια, η Αθηνάς, τα μπαχαρικά, οι μυρωδιές… μου φάνηκε πιο πολύ Ανατολή, δε μου φάνηκε Ευρώπη κι αυτό ήταν κάτι που με γοήτευσε. Πήραμε ένα καράβι και πήγαμε στη Νάξο. Κάτσαμε δεκαπέντε μέρες στη Νάξο, μείναμε σε μια παραλία μόνοι μας, ήταν πολύ όμορφα. Σε αυτή, λοιπόν, την παραλία, ένα πρωί πέρασε ένα μικρό καραβάκι. Ρωτήσαμε πού πηγαίνει. «Στην Αμοργό». Κοιτάξαμε εμείς τον χάρτη. Η Αμοργός ήταν πιο ανατολικά, βόλευε για να πάμε μετά στην Τουρκία. Και μπήκαμε.

Όταν ήρθαμε στην Αμοργό, ήταν τέλη Απρίλη. Φτάσαμε απόγευμα στο λιμάνι, στα Κατάπολα. Ερημιά. Μας έδωσαν έναν χάρτη στο καφενείο και πήγαμε στην πιο κοντινή παραλία, στις Φοινικιές, και κατασκηνώσαμε εκεί για δεκαπέντε μέρες. Ψαρεύαμε, τρώγαμε τα ψάρια μας και παραδίπλα υπήρχε ένα μικρό περιβόλι. Ερχόταν, λοιπόν, ένας παππούς κάθε τρεις-τέσσερις μέρες και μας έδωνε κάτι από το περιβόλι. Μας άρεσε πάρα πολύ, ήταν μια μοναδική αίσθηση για εμάς.

Μετά από δεκαπέντε μέρες, αποφασίσαμε να συνεχίσουμε για τα Δωδεκάνησα κι από εκεί Τουρκία, όπως είχαμε σχεδιάσει. Μαζέψαμε τη σκηνή κι ήρθαμε στα Κατάπολα να περιμένουμε το καράβι, το οποίο θα περνούσε τη νύχτα. Ο φίλος μου ξάπλωσε στην προβλήτα με το sleeping bag, εμένα δε με έπιανε ύπνος. Πήγα σε ένα μαγαζί που είχε ακόμα κόσμο. Εκεί ήταν μόνο μια παρέα, ντόπιοι. Είχαν μεζέδες, με κέρασαν κιόλας, ήπια λίγο κρασί.

“Κι είναι τότε που μάλλον με φώτισε ο Θεός κι είπα: «Δε θα φύγω. Θα μείνω εδώ».”

Δεν ξέρω πώς πήρα έτσι γρήγορα αυτή την απόφαση. Θυμάμαι τη ζωντάνια απ’ τον κόσμο. Καθόμουνα κάνα-δύο ώρες σε ένα τραπεζάκι μόνος μου, δίπλα στην παρέα, αλλά ακόμα θυμάμαι τη ζωντάνια που είχαν. Μήπως ήταν η παρέα που είδα εκεί πέρα, εκεί στο ταβερνάκι; Μήπως ήταν η ηρεμία εδώ πέρα, στο λιμάνι; Ήταν πάντως ένα συναίσθημα που ήταν καινούργιο και παλιό για μένα, ταυτόχρονα. Σαν κάτι που είχα ξαναζήσει και το ξαναβρήκα. 

Πάω γρήγορα και το ανακοινώνω στον φίλο μου. Αυτός, βέβαια, τρελάθηκε! Κι εκείνο το βράδυ, δεν μπήκα στο καράβι. Ο φίλος μου έφυγε κι εγώ, έκατσα εδώ πέρα.

Λίγες μέρες μετά, γνώρισα έναν ψαρά. Τον έβλεπα κάθε μέρα να καθαρίζει τα δίχτυα του εδώ, στην προβλήτα, και κοίταζα με ενδιαφέρον τι και πόσα ψάρια έπιανε. Ε, μια μέρα μου λέει: «Αύριο, έλα μαζί μου».

Από το πρώτο ψάρεμα στην Αμοργό, αυτό που μου έχει μείνει είναι η κούραση. Είχε και λίγο κακοκαιρία, ήταν όλα καινούργια για μένα, δεν είναι υπερβολή να πω ότι μετά το ψάρεμα κοιμόμουν για δυο μέρες! Λίγο καιρό μετά, ο ψαράς μου ξαναζήτησε να τον βοηθήσω. Θα πηγαίνε σε ένα νησί παραδίπλα να τους πάει προμήθειες, είχαν μείνει δύο εβδομάδες χωρίς καράβι λόγω απαγορευτικού. Στη διαδρομή, έριξε κάτι παραγάδια. Αυτό έκανε μέσα μου ένα «κλικ», μου άρεσε πάρα πολύ η διαδικασία αυτή του ψαρέματος. Κι αποφάσισα πως θα κάνω αυτή τη δουλειά. 

Το πιο σημαντικό ήταν να μάθω την τέχνη του ψαρά. Μπορεί κάποιος να το ακούσει και να πει: «Σιγά το πράγμα». Δεν είναι έτσι. Το επάγγελμα του ψαρά έχει πολλά μυστικά, πρέπει να μάθεις τον καιρό, με μέχρι πόσα μποφόρ μπορείς να βγεις έξω με το καΐκι, να μάθεις φτιάχνεις καινούργια δίχτυα, να μπαλώνεις τα δίχτυα, να φτιάχνεις παραγάδια, να μπορείς να δένεις κόμπους, να μπορείς να συντηρήσεις τη βάρκα, το καΐκι, το ξύλο, μια μηχανή, έναν κινητήρα. Είναι αρκετή πολύπλοκη η δουλειά του ψαρά και πρέπει να παλεύουμε να κρατάμε τη θάλασσα ζωντανή.

Όμως το πραγματικά σημαντικό ήταν πως εδώ έκανα φίλους από την πρώτη στιγμή. Γνωρίστηκα με τους ντόπιους, έμαθα την ελληνική γλώσσα και γίναμε μια παρέα ζωής. Γιατί εμείς οι ψαράδες εδώ στο νησί, ήμασταν ενωμένοι. Γιατί εκείνη την εποχή, όλες οι ανάγκες του νησιού, περνούσαν από εμάς. Όταν είχε απαγορευτικό, όταν υπήρχε ένας ασθενής που έπρεπε να μεταφερθεί, το κάλυπταν οι ψαράδες. Αισθανόμουνα πάντα ότι ανήκω σε μία ομάδα που είναι υπερήφανοι γι' αυτό που κάνουν. Και βέβαια ήταν πάντα παρόντες στις ταβέρνες, χειμώνα-καλοκαίρι ήμασταν παρέα, γλέντια… Οι νησιώτες, ειδικά στα λιμάνια, είναι ανοιχτοί άνθρωποι, τον θέλουν τον ξένο και το να είσαι ξένος εδώ, είναι πλεονέκτημα.

Έκατσα έναν χρόνο στην Αμοργό και στον χρόνο πάνω, πήγα στη Γερμανία. Αλλά τότε πια, δεν μπορούσα να σκεφτώ ότι θα φύγω κι ότι δε θα γυρίσω πίσω στην Αμοργό. Σε δύο εβδομάδες πούλησα τα πράγματά μου, άφησα το σπίτι μου και γύρισα πάλι στο νησί. Πήρα την απόφαση πολύ ελαφριά, πολύ εύκολα. Βέβαια, δεν είχα σκεφτεί τότε ότι θα μείνω για πάντα, απλά είπα: «Τώρα θέλω να μείνω εδώ» και τι θα γινόταν σε πέντε-δέκα χρόνια, δεν το σκεφτόμουνα. Αλλά μετά από δύο χρόνια, είχα αποκλείσει πια μέσα μου ότι μια μέρα θα γυρίσω στη Γερμανία.

Και κάπως έτσι, βρίσκομαι πια στην Αμοργό κοντά στα σαράντα χρόνια.

Ερευνητής/τρια
Παράσχης Νικόλας
Επιμέλεια
Γιώργος Πουλιόπουλος
Autoplay
Playing next

Είσαι σίγουρος πως θέλεις να τερματίσεις τον player;

Alt text
Με το που γυάλιζε το μάτι του ήξερα τι θα συμβεί