Καλύτερα που είμαι τυφλή

Τυφλώθηκα πλήρως όταν ήμουν είκοσι τεσσάρων χρονών. Μόλις είχα γεννήσει, είχα ένα παιδάκι δύο μηνών. Δεν πρόλαβα καν να δω πώς ήταν, πώς είναι το πρόσωπό του. Το γνώρισα με την αφή. Ξέρω πως είναι το πρόσωπό του. Ξέρω πως είναι το κεφάλι του. Ξέρω πώς είναι το κορμί του, τα πάντα.
Ήξερα ότι θα τυφλωνόμουν. Πάσχω από μία κληρονομική ασθένεια η οποία οδηγεί σταδιακά στην τύφλωση, την κληρονόμησα από τον πατέρα μου. Αλλά παρόλα αυτά, στην αρχή πελάγωσα. Το παιδί έπρεπε να φάει, να κοιμηθεί, να αλλαχτεί, να πλυθεί, όλα με την αφή. Ζορίστηκα πάρα πολύ, ειδικά όταν το παιδί άρχισε να περπατάει και μονίμως ό,τι έβρισκε κάτω, το έβαζε στο στόμα. Έπρεπε να είμαι σκυφτή μαζί του, έτσι ώστε με το που πάει να σκύψει, να το καταλάβω, να δω τι αγγίζει ή να το σηκώσω.
Όταν ο γιος μου έγινε ενάμισι χρόνων, άρχισα τα μαθήματα κινητικότητας και δεξιοτήτων γιατί ήθελα να είμαι ανεξάρτητη, κάτι που δεν έκανε ο πατέρας μου. Η δική του ζωή ως τυφλός είναι να βρίσκεται μέσα στο σπίτι και να έχει παντού σύνοδο τη μάνα μου. Θεωρούσε ότι αν κυκλοφορείς έξω, ο κόσμος σε κοροϊδεύει και σε λυπάται. Όταν λοιπόν αποφάσισα ότι θα κυκλοφορώ μόνη μου με το λευκό μπαστούνι, ο πατέρας μου ήρθε και μου το πέταξε! Δεν ήθελε να γνωρίζει κανένας ότι είναι κληρονομική ασθένεια, άρα δεν έπρεπε κι εγώ να βγαίνω από το σπίτι με το μπαστούνι. Κι επίσης, οι γυναίκες είναι για να κάθονται στο σπίτι και να πλένουν πιάτα, πού ακούστηκε παντρεμένη γυναίκα με παιδί να πάει για καφέ μόνη της; Όμως αυτά, δεν έχουν καμία σχέση με μένα. Εγώ με το σπίτι έχω αλλεργία, δε θα μπορούσα να ζήσω έτσι.
Την πρώτη φορά που αποφάσισα ότι θα κυκλοφορήσω με μπαστούνι μόνη μου, φοβόμουν πολύ. Αλλά είπα: «Εγώ θα πάω!» Βέβαια, μία διαδρομή που σε φυσιολογικά πλαίσια την κάνεις σε δέκα-δεκαπέντε λεπτά, εγώ την έκανα μία ώρα. Αλλά την έκανα. Την επόμενη μέρα, την ξανάκανα. Μέχρι που το μπαστούνι έγινε η προέκταση του χεριού. Οπότε άρχισα σιγά-σιγά να βγαίνω έξω και να γνωρίζω τον κόσμο.
“Ανακάλυψα πράγματα που οι βλέποντες δεν έχουν ονειρευτεί καν!”
Άρχισα να συνδέω μυρωδιές με καταστάσεις. Για παράδειγμα, τα μωρά έχουν μια ιδιαίτερη, ωραία μυρωδιά, σαν πούδρα. Και το χορτάρι, όταν είναι βρεγμένο ή φρεσκοκομμένο, έχει μια φανταστική μυρωδιά. Αυτές οι δύο μυρωδιές μού θυμίζουν τη γένεση, ότι κάτι ωραίο ξεκινάει. Αλλά μπορώ να αναγνωρίσω κι άσχημες μυρωδιές: όταν ταξίδευα προς την Αθήνα, ήξερα ότι πλησιάζουμε από την μπόχα του νέφους. Εξάσκησα πολύ και την αφή μου. Έμαθα να μαζεύω φρούτα ψηλαφώντας τα δέντρα. Άρχισα να ανακαλύπτω κι άλλα πράγματα, ανακάλυψα το σκάκι τυφλών, το κολύμπι χωρίς να βλέπεις. Παλιά που είχα μειωμένη όραση, έβλεπα μία θάλασσα και κολυμπούσα. Τώρα δε βλέπω μία θάλασσα, τώρα ακούω τη θάλασσα, τη μυρίζω. Μόλις πάω προς τα εκεί και με χτυπάει στα πόδια, νιώθω αυτόν τον αφρό από τα κύματα και μου δίνει τόση χαρά αυτή η αίσθηση! Και φυσικά, άρχισα να ακούω πολύ καλύτερα, αν και με κουράζουν οι έντονοι ήχοι. Δεν ξεχνάω φωνές. Με το που θα ακούσω φωνή, ξέρω ποιος είναι, ενώ οι άνθρωποι που δεν είναι τυφλοί ξεχνούν πιο εύκολα το πρόσωπο κάποιου. Πολλές φορές μου αρέσει περισσότερο αυτός ο κόσμος. Γιατί εσείς, οι βλέποντες, τα χάνετε αυτά. Θεωρώ ότι είμαι καλύτερα που είμαι τυφλή!
Βέβαια ο έξω κόσμος, ειδικά σε μια ελληνική πόλη, έχει μεγάλες δυσκολίες για τα άτομα με μειωμένη όραση. Κι εκεί αναγκαστικά πρέπει να βρίσκουμε πατέντες. Θα βγω στο πεζοδρόμιο, αν έχει όδευση, είμαι τυχερή, αν δεν έχει όδευση, θα αρχίσω να μετράω είτε βήματα, είτε κολωνάκια, είτε δέντρα, είτε φρεάτια είτε οτιδήποτε. Αν δεν έχω το μπαστούνι, θα πάω με τις μύτες των ποδιών. Θα πάω γύρω-γύρω να καταλάβω εκεί πέρα τι υπάρχει και μετά θα κάνω βήμα.
Όταν αποφάσισα να κάνω παιδί, έκανα μία εξωσωματική με γονιδιακό έλεγχο, για να μην κληρονομήσει ο γιος μου την ασθένεια που έχω. Όμως έκανε μετάλλαξη μέσα στον αμνιακό σάκο και τελικά, την κληρονόμησε. Οπότε σταδιακά ο γιος μου τυφλώνεται, όπως εγώ κι ο πατέρας μου.
Εγώ δεν τελείωσα το σχολείο γιατί δεν υπήρχανε βοηθήματα για άτομα με μειωμένη όραση τότε. Δεν ήθελα το ίδιο για τον γιο μου. Από μικρό παιδί προσπάθησα να του δείξω όσο περισσότερα πράγματα γίνεται και να τον προετοιμάσω. Για παράδειγμα, πάντα τον αφήνω πρώτα να δει κάτι και μετά κλείνει τα μάτια και το ψηλαφεί. Αλλά και τα παιδιά στην ηλικία του γιού μου, μέχρι και πριν από την πανδημία, τα μάζευα στο σπίτι και τους μάθαινα σκάκι τυφλών ή άλλες δεξιότητες όπως πώς να μαγειρεύουν, τα πήγαινα σε λούνα παρκ και πιο μετά σε μπαρ, να γνωρίσουν τον κόσμο. Κι έτσι ο γιος μου είναι δυνατός και περήφανος για μένα.
Το χειρότερο πράγμα που μπορεί να μου συμβεί, είναι να με κλείσουν στο σπίτι. Παναγία μου, από τα μπαλκόνια θα βγω, θα το παίξω Spiderman! Άσε με νηστικιά, αλλά μη μου πεις: «Δε θα βγεις έξω». Ο γιος μου καταλαβαίνει αυτή την ανάγκη μου, ο άντρας μου όμως είναι η χειρότερη νταντά: «Πού θα πας;» «Και με ποιον θα πας;» «Θα ‘ρθει να σε πάρει;» «Ξέρει να σε οδηγήσει ή θα φας τα μούτρα σου;» «Πού θα πας για μπάνιο νυχτιάτικα μόνη σου; Είσαι καλά, να πέσεις πουθενά;» Αλλά εγώ, του λέω: «Εσύ δε βλέπεις τη νύχτα! Εγώ δε βλέπω μέρα-νύχτα. Δεν πρόκειται να πέσω!»
Η τύφλωση είναι μία αναπηρία που θέλοντας και μη μπορούμε να ζήσουμε μαζί της, πολύ καλά. Και μάλιστα τις περισσότερες φορές να είμαστε καλύτερα από τους βλέποντες. Όσο μένουμε κλεισμένοι στο σπίτι, ο κόσμος δε μας βλέπει και θεωρεί ότι δεν υπάρχουμε. Το σπίτι μόνο θλίψη μας προσφέρει. Όταν αρχίσουμε να κυκλοφορούμε και να υπάρχουμε, θα μας σεβαστούν κι οι απέναντι. Κι εμείς θα δούμε τη ζωή με άλλο μάτι.
Η ζωή για ‘μένανε είναι εκατοστάρι μέτ’ εμποδίων, αλλά δε χρειάζεται απλά να πηδήξεις τα εμπόδια. Μπορείς να τα γκρεμίσεις ή να τα βάλεις στην άκρη. Μ’ αρέσει η ζωή, με τον τρόπο που την έχω φτιάξει για μένα.