Πώς γινόταν ένα στρατοδικείο στον Εμφύλιο

Την 1η Απριλίου του ’48, εγώ κι άλλοι είκοσι οχτώ αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού περάσαμε την πόρτα του στρατοδικείου, στην Τρίπολη.
Ήτανε πενταμελές στρατοδικείο. Ένας ταγματάρχης, ένας λοχαγός και τρεις υπολοχαγοί, έφεδροι. Ήταν ένας λοχαγός… βασιλικός επίτροπος δούλευε. Αυτός αν μπόραγε να πάρει ένα πιστόλι, θα μας σκότωνε όλους επί τόπου. Μας πάταγε ένα βρισίδι, άλλο πράμα, και πρότεινε την εσχάτη των ποινών. Γιατί είμαστε αντάρτες, «Σηκώσαμε το όπλο εναντίον της πατρίδος». Δηλαδή αυτοί τώρα, οι χιτομάυδες που ήτανε με τους Γερμανούς, ήτανε οι εθνικόφρονές, ήτανε οι καλοί…
Δεν τελείωσε η δίκη 1η Απρίλη και πήγε και στις 2 Απριλίου. Στο μεταξύ, μας κρατούσαν σε ένα στρατόπεδο στη Τρίπολη, εκεί κρατούσαν πολύ κόσμο. Τα βράδια οι χίτες, όποιοι ήθελαν πήγαιναν μέσα, έπαιρναν μερικούς, πήγαιναν, τους σκότωναν. Τους σφάζανε, δεν τους σκοτώνανε απλά, για να μην ακουστούν πυροβολισμοί. Είχε μαχαίρι εκεί. Είχανε πάρει κι εμένα ένα βράδυ, αλλά με γύρισαν πίσω.
Δεύτερη μέρα, το στρατοδικείο ανακοίνωσε τις ποινές μας. Ήταν δύο η ώρα το βράδυ. Άρχισαν και φώναζαν ονόματα: «Τάδε», «τάδε», λες κι ήταν καμιά τελετή. Πώς φωνάζουν στο σχολείο αυτούς που πήραν καλό βαθμό; Έτσι, με χαρά. Και στο τέλος λένε: «Όσοι άκουσαν το όνομά τους, δις εις θάνατον!»
“Ήμαστε είκοσι εννέα κατηγορούμενοι. Πόσους λες ότι σκοτώσανε; Είκοσι επτά. Είκοσι επτά σε θάνατο.”
Αρχίσαν τώρα, άλλος να κλαίει, άλλος να λέει: «Γυναικούλα μου!» άλλος να λέει: «Παιδάκια μου!» άλλος να λέει: «Μάνα μου!» άλλος έψελνε, άλλος τραγούδαγε, άλλος… γινότανε χαμός μέσα. Είκοσι επτά παλικάρια σε θάνατο. Νέα παιδιά, είκοσι χρονών, είκοσι πέντε χρονών, τριάντα χρονών… Φώναζαν αυτοί: «Ησυχία!» «Τι ησυχία ρε να κάνουμε; Αφού θα μας σκοτώσετε, τίποτα δεν μπορείτε να μας κάνετε!»
Στο στρατόπεδο, κάθε βράδυ ο μέραρχος ρωτούσε αν πήγε καλά το δικαστήριο. Αν καταδίκαζαν πάνω από δέκα σε θάνατο, πήγε καλά. Αν ήταν λιγότεροι, έλεγε: «Ε, δεν πήγε και τόσο καλά». Εκείνο το βράδυ, ρώτησε για εμάς: «Πώς πήγανε, όλα καλά;» «Καλά, είκοσι επτά σε θάνατο».
Το άλλο πρωί, τους σκότωσαν. Δεκατρείς τη μία μέρα και δεκατέσσερις την άλλη σκότωσαν. Τζάμπα τους σκοτώσανε, κάποιους τους σκοτώσανε τελείως τζάμπα. Δεν ήμασταν όλοι αντάρτες. Ένας λεγόταν Φουρνόδαυλος, απ’ τη Μυγδαλιά ήτανε. Είχανε περάσει αντάρτες πεινασμένοι και του ζητήσανε ψωμί. Τώρα, να σου ζητήσει ο άλλος ψωμί με το όπλο, δε θα δώκεις; Τους έδωσε ψωμί και τον επροδώσανε άλλοι χωριάτες, ότι βοηθάει τον Δημοκρατικό Στρατό. Στο στρατοδικείο τού είπαν, το θυμάμαι: «Όπως τους είπες: ‘‘Πάρτε το ψωμί και φούρνος να μην καπνίσει’’, πάρε κι εσύ την εσχάτη των ποινών!» Τον σκοτώσαν τον άνθρωπο. Το ίδιο κι ένας άλλος, περνάγανε κάτι αντάρτες και τους έδειξε πούθε πάει ο δρόμος για να φύγουνε. Τον πρόδωσε κάποια γυναίκα εκεί και τον σκοτώσαν τον άνθρωπο, γιατί έδειξε τον δρόμο πούθε να φύγουνε οι αντάρτες.
Ήταν κι ένα παιδί που ήτανε είκοσι-είκοσι ενός χρόνων, ορφανό. Δεν είχε μάνα, ούτε πατέρα. Είχε δύο αδέρφια χωροφύλακες, πολεμούσαν στον Γράμμο. Αυτό το παιδί το είχανε πιάσει οι αντάρτες και το είχαν επιστρατεύσει. Έμεινε στο αντάρτικο, πούθε να πάει; Θα τον σκότωναν αν έφευγε. Θυμάμαι στο δικαστήριο ούτε μίλαγε, ούτε λάλαγε. Τίποτα. Παγωμένο ήτανε. Λέει κάποιος στο δικαστήριο: «Κύριε πρόεδρε, κύριοι δικαστές, αν το μάθουνε τα αδέρφια του που πολεμάνε εκεί απάνω τους κομμουνιστές ότι περνάνε στρατοδικείο τον αδερφό τους…» Και τι του απαντάνε; «Αν ήσαντε εδώ τα αδέλφια του, θα τον παίρναν εκείνοι και θα τον σκότωναν. Δε θα τον αφήνανε να τον περάσουμε εμείς στρατοδικείο!» Τον σκότωσαν.
Οι μόνοι που γλιτώσαμε ήμουν εγώ κι άλλος ένας. Ο άλλος ήταν εις θάνατον, αλλά είχε ψήφους «τρεις κατά δύο». Τρεις είχαν ψηφίσει να καταδικαστεί και δύο όχι. Αυτός δεν εκτελέστηκε.
Ο πρόεδρος του δικαστηρίου, ο ταγματάρχης, ήταν από την Ανδρίτσαινα. Στην Ανδρίτσαινα ήταν ένα σόι Χειμωναίοι, έτσι βασταγμένη οικογένεια, μεγάλη. Είτε γιατί ο πρόεδρος νόμιζε ότι είμαι απ΄ αυτούς, είτε επειδή ήμουν μικρός, δεν ξέρω, όταν ήρθε η σειρά μου, λέει: «Τον Χειμώνα κάπως τον συμπαθώ». Πήραμε όλοι θάρρος. Λέει: «Χειμώνας, την ποινή των ισοβίων δεσμών!»
Από εκεί, μας έστειλαν στα Γιούρα. Από τα Γιούρα, μας έστειλαν στη Μακρόνησο. Κάτσαμε δυόμισι χρόνια στη Μακρόνησο. Εκεί είχε πάλι ταλαιπωρίες, βασανιστήρια πολλά. Ξύλο, τη νύχτα στη θάλασσα και την ημέρα στον ήλιο. Όταν βγήκα ένα θέατρο ήμουνα, δε με υπολόγιζες για άνθρωπο. Πεινασμένος, κουρεμένος, κάτι παλιόρουχα… σου λέω, όπως βλέπουμε στην Αιθιοπία εκεί κάτι ρετάλια, έτσι ήμουν εγώ.
Έχω γεννηθεί το 1931 στου Σέρβου της Γορτυνίας. Δέκα χρονών, φύλαγα προβατίνες και κατσίκες, για να τρώμε το γάλα. Δεκατεσσάρων χρονών, άρχισα να κουβαλάω πέτρες στις οικοδομές, έπαιρνε 100 δρχ. ο μάστορας κι έπαιρνα 50 εγώ κι άλλες 50 αν έφερνα κι ένα ζώο, είτε μουλάρι είτε γάιδαρο. Δεκαεφτά χρονών, με πήραν οι αντάρτες και με πήγαν στο βουνό. Ήμουνα μικρός, δεν είχα πολλές γνώσεις, δεν είχα σκεφτεί ακόμη την πολιτική. Βρέθηκα εκεί παρά τη θέλησή μου, αλλά τελικά έμεινα, γιατί πού να πας; Αν λιποτακτούσα, θα με σκότωναν οι αντάρτες. Αν έφευγα κι έπεφτα πάνω στους χίτες ή στη χωροφυλακή κι αυτοί θα με σκότωναν. Τέτοιο μίσος υπήρχε. Ξέρεις τι μίσος; Δεν ξέρω γιατί είχε ανοίξει τόσο μίσος. Χωριάτες που ήταν μαζί στο όργωμα, μαζί στο καφενείο, μαζί στα πάντα, μετά, εχθροί! Να σκοτώσει ο ένας τον άλλον. Ο Εμφύλιος πόλεμος. Τόσο μίσος…