Go Back

Οι μοναχικοί κάτοικοι στα Λιχαδονήσια

1520x736lichadonisia
Αφηγητής/τρια

Στα Λιχαδονήσια έμεναν μόνο λίγες οικογένειες. Η δική μου οικογένεια, ήμασταν κάτοικοι έξι: δύο οι γονείς μας και τέσσερις εμείς, τα παιδιά. Αυτοί ήμασταν. Εγώ γεννήθηκα στο μεγάλο νησί, τη Μονολιά, το 1931.

Ο πατέρας μου ήταν ψαρομανάβης: ψάρευε ψάρια και τα πήγαινε απέναντι, στη Στυλίδα, στη Φθιώτιδα, στα Καμμένα Βούρλα, στις Ράχες, στην Εύβοια και τα πουλούσε. Από τα ψάρια, αγόραζε και μας έφερνε ό,τι δεν υπήρχε στο νησί: ψωμί, τσιγάρα, ξυράφια για να ξυριζόμαστε. Νερό είχαμε άφθονο, είχαμε πηγάδι όξω στον κάβο. Κι αυτό το πηγάδι, άμα έπινες νερό, πέτρες να ‘τρωγες, διαλούσανε. Τόσο πολύ χωνευτικό νερό, πολύ ωραίο. Είχαμε κι εκατόν σαράντα πρόβατα, γιατί ο πατέρας μου απέκτησε μεγάλη κτηματική περιουσία, έκανε ανταλλαγή κάποια κτήματα στα Λιχαδονήσια με άλλα κτήματα που είχε στη στεριά. Αγαπούσε πολύ το νησί.

Σιγά-σιγά, έκανε λεφτά. Ανέλαβε λοιπόν να δίνει προίκα σε πολλές οικογένειες στο Τρίκερι, για να παντρέψουν τις κόρες τους ή να φτιάξουν καΐκια. Τους χρηματοδοτούσε, έρχονταν αυτοί μετά στο νησί και ψάρευαν και ξεχρέωναν: τους έπαιρνε τα ψάρια και μάζευε τα λεφτά του. Δούλευε ο κόσμος, τα έβρισκαν μεταξύ τους. Αν έδινε, ας πούμε, 10-20 χιλιάδες, ήξερε πως σε δύο μήνες το πολύ, θα τα πάρει πίσω. Και του έλεγαν κι ευχαριστώ, γιατί πού θα έβρισκαν αλλιώς τα λεφτά να παντρέψουν τα κορίτσια τους; Στο Τρίκερι άμα δεν είχες σπίτι και λεφτά, δεν πάντρευες το κορίτσι σου.

Όλα αυτά μέχρι την Κατοχή. Τότε τα νησιά οι Γερμανοί τα χρησιμοποίησαν για τις μεταφορτώσεις προϊόντων. Φορτώναν πράγματα από τη Στυλίδα για τη Χαλκίδα κι αναγκαστικά τα περνούσαν από εδώ με τα καΐκια, γιατί ήταν οι αντάρτες στον δρόμο και θα τους χτυπούσαν. Έτσι δε ζήσαμε πολλή πείνα, γιατί οι Γερμανοί έκαναν ό,τι έκαναν οι πατεράδες μας: έφερναν τροφοδοσία, φορτώναν φασόλια, μακαρόνια, ό,τι να βάλει το μυαλό σου.

Αυτό όμως το πήραν χαμπάρι οι αντάρτες κι ήρθαν μια μέρα. Τους λέει ο πατέρας μου: «Μην κάνετε τίποτα γιατί θα μας σκοτώσουν οι Γερμανοί. Κάτω στο σπιτάκι έχουν τον οπλισμό τους. Άμα θέλετε, τραβάτε, πάρτε τον οπλισμό». Και πήγε η οργάνωση της Λιχάδος, του οικισμού απέναντι από το νησί, και πήρε τον οπλισμό από το σπιτάκι. Λίγο παρακάτω, οι Γερμανοί ετοίμαζαν μια τροφοδοσία. Όταν είδανε τους αντάρτες, τραβάει ένας το καπέλο του κάτω και λέει: “Nicht partisan!” δεν παραδινόμαστε στους αντάρτες εμείς. Οι αντάρτες ήταν όμως πολλοί. Και λένε οι άλλοι: «Δε βλέπεις ότι αυτοί έχουν πάρει τα όπλα μας; Τι “nicht partisan” και τέτοια, τι συζητάς τώρα!» Και παραδόθηκαν στους αντάρτες, τι να κάνουν δηλαδή. Αλλά εκείνοι τους εκτελέσανε.

Τα ίδια και στον Εμφύλιο, πιάστηκαν οι αντάρτες με την αστυνομία. Έλληνες με Έλληνες τώρα, ε; Έλληνες με Έλληνες. Δεν έμεινε κανένας αστυνόμος, τους σκότωσαν όλους οι αντάρτες. Τους κουβάλησε με το καΐκι ένας θείος μου για να πάνε να τους θάψουν: άνοιξαν μια γούρνα, έριξαν μέσα δεκαεφτά αστυνομικούς κι είπαν στον θείο μου: «Πάρε το καΐκι σου και φύγε και μη ζητάς πολλές εξηγήσεις». Οι μόνες άσχημες αναμνήσεις που έχω στο νησί είναι από τον ανταρτοπόλεμο.

Μετά τον πόλεμο παντρεύτηκα κι ανοίξαμε άλλη δουλειά στα Λιχαδονήσια: ήμασταν κοντά στα Καμένα Βούρλα, κοντά στη Στυλίδα, κοντά στη Λαμία κι έτσι ξεκίνησαν να έρχονται επισκέπτες, πολύς κόσμος. Τουρίστες, δηλαδή.

Έμπαιναν μέσα στην παράγκα μας κι έπαιρναν ό,τι ψάρια ήθελαν. Τα ετοίμαζαν η μάνα μου με τη γυναίκα μου, άλλα ψητά, άλλα τηγανητά, άλλα βραστά. Έπιαναν και δυο κοτόπουλα και τα μαδάγανε μόνοι τους, βγάζανε τα φτερά, τα ξεφτερίζανε, τα έβαζαν σε μία κατσαρόλα, τα βουτούσαν μέσα στο βραστό το λάδι κι έριχναν πιπέρι κι αλάτι και τέτοια από πάνω. Πίνανε κρασάκι, γινόντουσαν στουπί στο μεθύσι εκεί πέρα, είχε και κομπανίες, γινόταν μεγάλο γλέντι. Όλη η μεγάλη τάξη από τα απέναντι παράλια, γιατροί, τραπεζίτες, αστυνομίες, ερχόντουσαν πάνω στο νησί να ζήσουν την απλή ζωή του νησιού. Αλλά για τη μεγάλη τάξη. Είχαμε κάνει στοίβες από κρασιά, δίναμε μέχρι και τριακόσιες οκάδες την ημέρα. Το ανοίγαμε το πρωί και το βράδυ, δεν υπήρχε ούτε το ξύλο από το βαρέλι! Τα πίναν όλα.

Ήμασταν πια λίγες οικογένειες πάνω στο νησί, αλλά δεν υπήρχε μοναξιά, γιατί φεύγαμε συνέχεια. Κάθε πέντε-έξι μέρες πηγαίναμε απέναντι, καθόμασταν εκεί, τρώγαμε, πηγαίναμε το βραδάκι σινεμά, οικογενειακώς. Κοιμόμασταν στα καΐκια και το πρωί με το ξημέρωμα, βάζαμε μπρος και ψαρεύαμε. Το γλεντούσαμε, σαν νέοι άνθρωποι, πότε στη Λιχάδα, πότε στα Καμένα Βούρλα, πότε στον Άγιο Κωνσταντίνο, πότε στην Αιδηψό.

“Τον χειμώνα μέναμε μόνοι μας σχεδόν. Δεν είχε τίποτα πάνω στο νησί. Δεν είχε ούτε χρόνο το νησί απάνω, δεν πέρναγε ο χρόνος.”

Το πρόβλημα δεν ήταν για μας, ήταν για τις γυναίκες. Να έχεις μια γυναίκα τώρα και την έχεις κλείσει απάνω στο νησί, ήταν λίγο δύσκολο, έτσι δεν είναι; Τη γυναίκα μου εγώ την άφησα το ’62, όταν πήγα στρατιώτης, μόνη στο νησί μαζί με τον πατέρα μου, τη μάνα μου, είχε πάρει και κοίταγε και τον πεθερό μου και την πεθερά μου εκεί. Μία γυναίκα μόνη με τους γερόντους…

720x720lichadonisia
720x720lichadonisia2

Όταν κάναμε παιδιά, πήραμε την απόφαση να φύγουμε από το νησί. Λόγω του σχολείου, για τα παιδιά μας. Εμείς γίναμε ψαράδες, θα έχουμε και τα παιδιά μας ψαράδες; Και μας έκανε η ανάγκη και σηκωθήκαμε και φύγαμε. Αυτό ήτανε. Φύγαμε κι ήρθαμε απέναντι, εδώ, στη Λιχάδα. Τώρα πάω μόνο κάθε 25 Ιουλίου, που γίνεται λειτουργία στο εκκλησάκι του Αϊ-Γιώργη, που το ανακαίνισε ο γιος μου, ο Γιάννης. Το ‘χουμε ταμένο και πάμε, αλλά μόνο τότε, γιατί τώρα πια μείναμε κι απ’ τα ποδάρια… έχουμε γκλίτσα τώρα κι εγώ κι η γυναίκα μου, είμαστε ενενήντα χρονών άνθρωποι.

Νοσταλγώ πολλά από το νησί. Το ψάρεμα, αν δε φάω ψάρι για μια-δυο μέρες μου φαίνεται περίεργο. Τη φύση του νησιού. Τη θάλασσα, είναι άλλη η θάλασσα εκεί πέρα, άλλη η θάλασσα εδώ. Την άμμο, την καυτερή. Δεν είναι χαλίκι, όπως είναι στη Λιχάδα. Είναι ίχνος από όστρακο ψιλό, δεν είναι χαλίκι. Εδώ άμα πάρεις μια χούφτα άμμο, εκεί θα έχει το μισό βάρος. Γιατί είναι ελαφριά, είναι ένα ωραίο, ψιλό κοχυλάκι.

Ερευνητής/τρια
Λαδά Αλεξάνδρα
Επιμέλεια
Γιώργος Πουλιόπουλος
Autoplay
Playing next

Είσαι σίγουρος πως θέλεις να τερματίσεις τον player;

Alt text
Με το που γυάλιζε το μάτι του ήξερα τι θα συμβεί