Έλληνας γιατρός στην Ταϊβάν με πανδημία

Το ξεκίνημα της πανδημίας με βρήκε στην Ταϊβάν, όπου είχα πάει για μετεκπαίδευση ως χειρουργός.
Η Ταϊβάν είναι μία χώρα που δεν είναι πολύ γνωστή, τουλάχιστον στην Ελλάδα, αλλά στον τομέα της ιατρικής θεωρείται η Μέκκα της μικροχειρουργικής, κυρίως για μεγάλους όγκους, στην κεφαλή και στο λαιμό. Έχουν στη χώρα πολλά περιστατικά καρκίνου στόματος-φάρυγγα, που προκαλούνται από την κατανάλωση μίας ποικιλίας φιστικιών, των «betel-nuts», τα οποία λειτουργούν ως διεγερτικά του κεντρικού νευρικού συστήματος. Τα φιστίκια αυτά απαγορεύονται σε αρκετές χώρες, αλλά στην Ταϊβάν είναι νόμιμα, γιατί επειδή υπάρχει κουλτούρα εργασιομανίας, ο κόσμος χρειάζεται μεγαλύτερη αντοχή και παραδοσιακά στρέφεται στην κατανάλωση των καρκινογόνων αυτών φιστικιών.
Όταν έφευγα για την Ταϊβάν, δεν ήξερα ότι θα είχα την ευτυχία ή τη δυστυχία να συμπέσω με την έκρηξη της πανδημίας του κορονοϊού. Εμείς στην Ευρώπη τότε δεν είχαμε ακόμα καταλάβει τίποτα, αλλά η Ταϊβάν είναι μια πολύ πυκνοκατοικημένη νησιωτική χώρα, έχει είκοσι τρία εκατομμύρια πληθυσμό κι έκταση σαν την Πελοπόννησο. Οπότε, όταν ανακοίνωσε η γειτονική Κίνα την ύπαρξη του ιού στις 12 Ιανουαρίου του 2020, σήμανε αμέσως συναγερμός. Υπήρχε μεγάλη ανησυχία για το τι θα συμβεί.
Εγώ είχα την τύχη να φτάσω την παραμονή του πρώτου κρούσματος στην Ταϊβάν. Φτάνοντας στην πόλη Kaosiung, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, έζησα έναν εξοντωτικό έλεγχο στο αεροδρόμιο. Τι κουβαλάω, να μην έχω φαγητό μαζί μου, να συμπληρώσω ένα ερωτηματολόγιο, αν είχα πυρετό κλπ. Αυτή ήταν η πρώτη εικόνα. Ένα αεροδρόμιο με πάρα πολύ κόσμο και πάρα πολλή μεγάλη ένταση, ένας πολύ χρονοβόρος έλεγχος.
Αντίθετα, τότε στην Ευρώπη δεν υπήρχαν ακόμη δηλωμένα κρούσματα. Χαρακτηριστικά θα πω πως είκοσι μέρες μετά από τον έλεγχο στο αεροδρόμιο, στα τέλη Ιανουαρίου, είδα μία εκπομπή στην ΕΡΤ η οποία είχε καλεσμένο έναν Έλληνα που μένει στην Κίνα και τον ρωτούσαν «αν πιστεύει ότι ο ιός θα φτάσει στην Ευρώπη και στην Ελλάδα». Η Ταϊβάν ήταν σε μέγιστο συναγερμό κι η Ευρώπη, τίποτα. Είχα σοκαριστεί. «Ακόμα δεν έχει πάρει χαμπάρι ο κόσμος τι γίνεται!»
Στην Ταϊβάν υπήρχε το αρνητικό προηγούμενο του 2003 με τον ιό SARS, που δημιούργησε μεγάλα προβλήματα. Σταμάτησε η βιομηχανία για αρκετό καιρό κι αυτό ήταν μεγάλο σοκ για την κοινωνία και την οικονομία. Οπότε, στην πρώτη φάση δεν το σκέφτηκαν πολύ, επέβαλαν αυστηρή καραντίνα σε όσους μπαίνουν στη χώρα. Υπήρχε μια σχετική ευκολία στο να ελεγχθούν τα σύνορα, γιατί η Ταϊβάν είναι νησί. Κλείνεις τα αεροδρόμια και τα λιμάνια και περιχαρακώνεις τη δημόσια υγεία. Η πρώτη λοιπόν γραμμή άμυνας ήταν να μην μπει ο ιός στη χώρα. Δεν υπήρχε η λογική: «Να μπει ο ιός να κάνουμε όλοι αντισώματα», πίστευαν ότι: «Πρέπει να κάνουμε τα πάντα για να τον σταματήσουμε, γιατί αν μπει, δε θα έχουμε γυρισμό!»
Οπότε, μετά από λίγο, καταργήθηκαν σχεδόν όλες οι πτήσεις. Κυρίως ακυρώθηκαν οι πτήσεις για την Κίνα, οι οποίες ήταν πάνω από πέντε χιλιάδες πτήσεις τον μήνα. Και μάλιστα τέλη Ιανουαρίου, που γιορτάζεται το κινέζικο νέο έτος, είναι αργία για εφτά μέρες και πάρα πολλοί ταξιδεύουν στη χώρα από την Κίνα ή αντίστροφα, για να δουν τις οικογένειες τους. Όμως αυτή η πρώτη άμυνα είχε επιτυχία, δεν μπήκε ο ιός. Βέβαια, είχε συνέπειες, η χώρα αποκόπηκε από τον υπόλοιπο κόσμο.
Παράλληλα, έγινε πολύ σοβαρή προσπάθεια καταγραφής των περιστατικών. Όλοι οι εισερχόμενοι έμπαιναν σε καραντίνα υποχρεωτική κι έγινε υποχρεωτική η θερμομέτρηση κι η μάσκα στους εσωτερικούς χώρους. Η μάσκα, βέβαια, δεν ήταν κάτι δύσκολο για την ασιατική κουλτούρα, γιατί λόγω της μόλυνσης της ατμόσφαιρας, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού φοράει μάσκα όλο τον χρόνο, ανεξάρτητα από την πανδημία ή όχι. Μου έκανε εντύπωση, ενώ δεν υπήρξε ποτέ επιβολή χρήσης μάσκας σε εξωτερικούς χώρους, κυκλοφορούσαν όλοι με μάσκα.
Μεταδίδονταν μηνύματα για τον κορωνοϊό σε ωριαία βάση κι από τον πρωθυπουργό κι υπήρχε πρόστιμο σε όσους δεν τηρούσαν τα μέτρα. Κι επίσης, υπήρχε πρόστιμο σε όποιους διέδιδαν fake news. Το πρόστιμο αυτό ήταν αρκετά μεγάλο, ηταν εκατό χιλιάδες αμερικανικά δολάρια. Κάτι το οποίο τελικά αποδείχθηκε πάρα πολύ χρήσιμο, βλέποντας κι αυτά που έγιναν σε άλλες χώρες με τα κοινωνικά δίκτυα.


Σε αυτό το πλαίσιο, ξεκίνησα τη δουλειά στο νοσοκομείο. Υπήρχε γενικά ο φόβος ότι θα πανικοβληθεί το προσωπικό, οπότε η γραμμή του νοσοκομείου ήταν να συμπεριφέρονται όλοι σαν να έχουμε κρούσματα, δηλαδή όλα τα εμπύρετα περιστατικά αντιμετωπίζονταν ως κορωνοϊός, μέχρι αποδείξεως του εναντίου. Έγινε πολύ αυστηρή η είσοδος στο νοσοκομείο, κλείσαν οι πόρτες, καταργήθηκαν όλα τα επισκεπτήρια, έμπαινε μέσα μόνο όποιος είχε σοβαρό λόγο κι αυτός, καταγραφόταν. Μιλάμε για ένα νοσοκομείο τεράστιο, με χίλια οχτακόσια κρεβάτια. Γενικά, στην Ταϊβάν υπάρχουν πολύ μεγάλα νοσοκομεία, στην πρωτεύουσα υπάρχει το μεγαλύτερο νοσοκομείο του κόσμου, με δέκα χιλιάδες κρεβάτια.
Με αυτά τα μέτρα και το κλείσιμο της χώρας, τα νοσοκομεία μείναν απόρθητα φρούρια. Σε αυτό βοήθησε και το κλίμα της χώρας, η Ταϊβάν η έχει τροπικό κλίμα και καλές θερμοκρασίες όλο τον χρόνο κι αυτό έκανε εύκολη τη δημιουργία χώρων στο εξωτερικό των νοσοκομείων με σκηνές, για να γίνεται εκεί η διαλογή των ασθενών. Οπότε για μας του γιατρούς, η καθημερινότητά μας ήταν “business as usual”. Κάναμε βαριές εγχειρήσεις, πολύωρες, οι οποίες δε σταμάτησαν ποτέ. Έκανα μάλιστα μία στατιστική στα πλαίσια ενός επιστημονικού άρθρου για τη διαχείριση της μικροχειρουργικής στη διάρκεια της πανδημίας και κατέληξα στο ότι τους πρώτους μήνες μέχρι τον Ιούνιο, εμείς χειρουργήσαμε περισσότερους ασθενείς από ό,τι την προηγούμενη χρονιά! Δηλαδή όχι μόνο δε σταμάτησε η δουλειά, αλλά συνεχίστηκε και μάλιστα σε πολύ υψηλό επίπεδο και με πολύ πάθος, κάθε μέρα.
“Στην Ταϊβάν δεν έγινε ποτέ lockdown.”
Ήταν όλα ανοιχτά: μαγαζιά, σχολεία, καφετέριες, εστιατόρια. Όλα, εκτός από τα σύνορα. Δηλαδή, εκτός από αυτή τη μορφή καραντίνας για όσους έμπαιναν, όλοι οι υπόλοιποι ζούσαν μία εντελώς φυσιολογική καθημερινότητα. Μετά από ένα τρίμηνο-τετράμηνο, ο κορονοϊός δεν ήταν ούτε στα πρώτα δέκα θέματα της επικαιρότητας. Δε γινόταν καμία αναφορά. Ξέραμε ότι οι υπόλοιπες χώρες δεν πήγαιναν καλά, αλλά αυτό έπαψε να ενδιαφέρει. Σε όλη τη χώρα υπήρχαν κάτι σαν εβδομήντα κρούσματα κι οι θάνατοι όλο τον πρώτο χρόνο της πανδημίας δεν ξεπέρασαν τους δέκα. Οπότε, εμείς, όχι μόνο επαφή με κρούσματα δεν είχαμε, αλλά δεν ξέραμε και κανέναν που να ξέρει κάποιον, που να ξέρει κάποιον άλλον, που να έχει δει κρούσμα. Δηλαδή, υπήρχε το παράδοξο ότι γκρεμιζόταν ο κόσμος όλος και στην Ταϊβάν εμείς, δε βλέπαμε ιό, δεν υπήρχε! Εγώ αυτά δεν τα έζησα εκεί και μάλιστα με αμφισβητούσε και κόσμος, δηλαδή δεν πίστευαν πως υπάρχει χώρα χωρίς lockdown που τα πηγαίνει καλά.
Μιλάμε τώρα για τη φάση όπου είχε ξεκινήσει η Ιταλία να έχει πολύ μεγάλο πρόβλημα κι οι εικόνες έκαναν το γύρο του κόσμου. Στην Ασία, στην ερώτηση: «Ποια χώρα θέλετε να επισκεφτείτε εκτός Ασίας;» η πιο δημοφιλής απάντηση είναι: «Ιταλία». Οπότε, όταν οι εικόνες του Μιλάνου έφτασαν και στις τηλεοράσεις μας στην Ταϊβάν, όλοι έλεγαν: «Είναι κρίμα να μην έχετε κι εσείς την εμπειρία του προηγούμενου ιού στην Ευρώπη, για να το αντιμετωπίσετε νωρίτερα».
Όσον αφορά την πανδημία, στην Ταϊβάν θεωρώ πως έγινε μία διαχείριση πάρα πολύ σοβαρή, πάρα πολύ υπεύθυνη. Το πρώτο κρούσμα σε νοσοκομείο ήρθε μετά από ενάμιση χρόνο. Δεν υπήρχαν κάποιες ιδιαίτερες μυστικές τεχνολογίες, δεν υπήρχε ένα μυστικό για να αντιμετωπιστεί η πανδημία. Καμία χώρα δεν ξέρει από πανδημίες, εγώ αυτό κατάλαβα. Όλα συνεισφέρουν από λίγο. Δεν μπορεί κάποιος να πει ότι: «Να, αυτό φταίει, αυτό το μέτρο φταίει και πήγαμε καλά ή κακά». Ήτανε όλα, η συνολική εικόνα. Στην Ταϊβάν υπήρχε η συνολική κουλτούρα του: «Προσέχουμε να μη μολυνθούμε!»
Με το που μπήκε το καλοκαίρι άνοιξαν κάπως οι πτήσεις και με μία τέτοια πτήση, έφυγα κι εγώ για τη Φρανκφούρτη, όπου ζω. Όταν έφτασα στη Γερμανία, βρήκα ένα τελείως διαφορετικό κλίμα! Ένα κλίμα τρόμου, πανικού, lockdown. Η Γερμανία έφτασε γρήγορα τους δέκα χιλιάδες θανάτους, μετά δεν υπήρχε περαιτέρω μεγάλη αύξηση. Αλλά έμεινε το lockdown. Kλειστές καφετέριες, κλειστά μαγαζιά, όλα κλειστά. Είχα καλομάθει στην Ταϊβαν που ήταν όλα ανοιχτά και θυμήθηκα τι μου είχε πει ο διευθυντής μου εκεί: «Όταν θα πάτε στην Ευρώπη, θα δείτε τι σημαίνει lockdown!»
Έζησα από πρώτο χέρι τι σημαίνει να έχεις lockdown και να μην μπορείς να κάνεις τίποτα. Πήγαινα στη δουλειά μου στη Γερμανία, αλλά κι εκεί έβλεπα τη μιζέρια. Ό κόσμος δεν μπορούσε να μιλήσει για τίποτα άλλο πέρα από τον κορονοϊό και το lockdown. Ενώ στην Ταϊβάν τότε, ο ιός είχε φύγει τελείως ως θέμα συζήτησης. Και σήμερα υπάρχουν ελάχιστοι θάνατοι και κρούσματα, περίπου ένας θάνατος ανά εβδομάδα.
Γενικώς, θεωρώ ότι ήταν ευτυχής συγκυρία ότι βρέθηκα εκεί. Ότι έζησα αυτό το πρωτοφανές για την ανθρωπότητα γεγονός σε μία τέτοια χώρα, ειδικά στο επάγγελμά μου. Η αλήθεια είναι πως δεν πίστευα πως θα ζούσα ποτέ πανδημία και μάλιστα πριν κάποια χρόνια που είχα διαβάσει ένα βιβλίο σχετικά με τις πανδημίες, είχα πει: «Αυτό το βιβλίο έχει μόνο ιστορικό ενδιαφέρον». Το θεωρούσα αδιανόητο.