Ελληνορωσίδα από το Ντονέτσκ της Ουκρανίας

Γεννήθηκα στην Ουκρανία το ’64, στην πόλη Αρτιομόβσκ, που βρίσκεται στην περιοχή Ντονέτσκ. Ο πατέρας μου ήταν ποντιακής καταγωγής, ο παππούς κι η γιαγιά μιλούσαν μεταξύ τους μόνο ποντιακά. Η μητέρα μου είναι Ρωσίδα, μένει μέχρι σήμερα εκεί. Τις τελευταίες ημέρες, εμείς οι Ρώσοι στο Ντονμπάς βλέπουμε αυτόν τον πόλεμο σαν κάτι καλό, σαν απελευθέρωση. Αλλά εύχομαι να μπορούσε όλο αυτό να γίνει ήσυχα, χωρίς να σκοτωθεί κανένας.
Πάντα ο πατέρας μου αισθανόταν μέσα του ότι είναι Έλληνας. Θυμάμαι, όταν ήμουν μικρή, ακούγαμε ελληνικό ραδιόφωνο στο σπίτι, τη «φωνή της Ελλάδος». Άκουγε ο πατέρας μου ειδήσεις και τραγούδια και τα έγραφε σε κασέτες. Αυτά τα τραγούδια προσπαθούσα εγώ μικρή, να τα τραγουδήσω και να τα καταλάβω. Θυμάμαι ένα συγκεκριμένα, που ρωτούσα τη γιαγιά: «Τι σημαίνει, τι λέει αυτό το τραγούδι;» κι η γιαγιά μου, που ήξερε μόνο ποντιακά, δεν μπορούσε ακριβώς να το μεταφράσει. Μου είχε μείνει εκείνο το τραγούδι κι όταν μετά από πολλά χρόνια ήρθα στην Ελλάδα, μια μέρα το άκουσα στο ραδιόφωνο. Ήταν το: «Στον Άγιο Σπυρίδωνα ήρθα να σε δω…»
Τα παιδικά τα χρόνια, τα θυμάμαι πολύ ωραία. Ήταν τότε η Σοβιετική Ένωση, ζούσαμε σε ένα διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης, δυο δωμάτια και κουζίνα μεγάλη. Ακόμα κι αν υπήρχαν ελλείψεις ή περιορισμοί λόγω του καθεστώτος, τα παιδιά δεν τα καταλαβαίνουν αυτά. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι πατέρας μου, εκτός από ελληνικές εκπομπές στο ραδιόφωνο, άκουγε και «The Voice of America» και συνέχεια μού έλεγε: «Μην πεις πουθενά ότι το ακούω αυτό!»
Το συγκρότημα που ζούσαμε είχε γύρω-γύρω πολυκατοικίες και στη μέση μια αυλή μεγάλη κι εκεί παίζαμε, σαν παιδιά. Στο σχολείο, υπήρχε μεγάλη αυστηρότητα. 8 η ώρα άρχιζε δεν έπρεπε να αργήσουμε, έπρεπε η στολή μας να είναι καθαρή κι ο λευκός γιακάς της, άριστα σιδερωμένος. Οι εγκαταστάσεις ήταν πολύ μεγάλες, είχαμε αίθουσα χημείας, φυσικής, βιολογίας, κλειστό γυμναστήριο και μετά το σχολείο, τα παιδιά είχαμε ομαδικές δραστηριότητες. Πηγαίναμε σε ένα μεγάλο κτίριο κι εκεί είχε ομάδες ζωγραφικής, αθλητισμού, μουσικής, θεάτρου, κλασσικού χορού.
Δεν είχαμε τότε Χριστούγεννα ούτε Πάσχα, δεν τα ξέραμε αυτά, δεν είχαμε σχέση με τη θρησκεία. Ήμασταν στη Σοβιετική Ένωση, ήμασταν όλοι κομμουνιστές. Πρωτοχρονιά μόνο γιορτάζαμε και φυσικά, τις εθνικές γιορτές κι ιδιαίτερα την 7η Νοεμβρίου, που ήταν η επέτειος της επανάστασης του 1917.
Μετά το σχολείο πήγα σε μια σχολή για να γίνω νοσοκόμα. Τελείωσα στη σχολή μου με «κόκκινο δίπλωμα», δηλαδή με άψογο βαθμό κι έτσι απέκτησα τη δυνατότητα να πάω στο πανεπιστήμιο. Σπούδασα οδοντιατρική κι επειδή δεν είχαν χρήματα να μου στέλνουν οι δικοί μου, παράλληλα δούλευα σε ένα παιδιατρικό νοσοκομείο, τις νύχτες. Ήταν πολύ δύσκολα χρόνια, οι βάρδιες ήταν εξοντωτικές, δεν ήταν ευχάριστη η φοιτητική ζωή στην ιατρική, εκεί στη Σοβιετική Ένωση. Μέναμε τέσσερις φοιτητές σε ένα μικρό δωμάτιο, πλέναμε τις ιατρικές ρόμπες μας στο γκάζι --δεν είχαμε τότε πλυντήρια-- όλο τρέξιμο και διάβασμα, διάβασμα, τρέξιμο και ξενύχτια.
Στο πανεπιστήμιο γνώρισα τον άντρα μου, επίσης οδοντίατρος, από την Αρμενία. Τότε το κράτος ήταν ενωμένο, μπορούσες να σπουδάσεις παντού, από το Αζερμπαϊτζάν μέχρι τη Μόσχα. Παντρεύτηκα στα είκοσι κι όταν τελειώσαμε τη σχολή, έγκυος με το πρώτο παιδί, πήγα στην Αρμενία.
Στη Σοβιετική Ένωση ήξερες ότι αν σπούδαζες, αύριο είχες δουλειά. Τότε όμως οι οδοντίατροι δεν είχαμε ιδιωτικά ιατρεία, μόνο πολυκλινικές είχαμε. Έρχονταν οι πελάτες στο регистратура, στη ρεσεψιόν: «Γιατί ήρθες;» «Πονάει το δόντι μου». «Θεραπεία ή εξαγωγή;» Σημείωναν. Αν είχε πολλά άτομα, έδιναν αριθμό προτεραιότητας, για εκείνη ή για άλλη μέρα. Κι οι γιατροί μέσα, δεν τα κάναμε όλοι, όλα. Εγώ μόνο σφραγίσματα έκανα, ο άντρας μου ήταν στη προσθετική, δηλαδή στις μασέλες και αυτά, ήμασταν εξειδικευμένοι. Σε ένα δωμάτιο δουλεύαμε έξι άτομα μαζί και κάθε είκοσι λεπτά, ερχόταν νέος ασθενής. Πάντα δε, κάποιος μπορούσε να κάνει παράπονα στον πρόεδρο για μια δουλειά ή μια συμπεριφορά μας που δεν του άρεσε. Αλλά ο μισθός που παίρναμε ήταν πολύ χαμηλός, 110 ρούβλια, δηλαδή, δεν είναι τίποτα. Ένας μάστορας στο εργοστάσιο έπαιρνε 250 ρούβλια, ένας εργάτης 190, εμείς 110. Εκείνο το κράτος ήταν φτιαγμένο για εργάτες…
Πέρασαν μερικοί μήνες κι έγινε ο μεγάλος σεισμός της Αρμενίας, το ‘88. Ισοπεδώθηκε η χώρα, ήταν πάρα πολύ δύσκολα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, διαλύθηκε κι η Σοβιετική Ένωση και τα πράγματα έγιναν ακόμη πιο δύσκολα. Η πατρίδα μου, το Ντονμπάς, παρόλο που ήταν ιστορικά ρωσικό έδαφος, έγινε Ουκρανία κι άρχισαν να μας αναγκάζουν να μαθαίνουμε oυκρανικά. Στην Αρμενία, έγινε πόλεμος με το Αζερμπαϊτζάν στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ κι είχαμε έλλειψη από φυσικό αέριο, από ρεύμα. Είχαμε δύο φορές την ημέρα από μια ώρα ρεύμα, δε θυμάμαι πώς τα καταφέραμε και ζήσαμε. Συνέχεια περιμέναμε την ώρα που θα έρθει το ρεύμα, για να μαγειρέψουμε. Θυμάμαι που είχαμε θερμοκρασία -7 βαθμούς και δεν είχαμε θέρμανση, νερό είχαμε μια φορά την ημέρα… ήταν τα πιο δύσκολα χρόνια. Τουλάχιστον στο καθεστώς, ενώ δεν είχαμε πολυτέλειες --ένα καλό φόρεμα μόνο είχα στα παιδικά μου χρόνια-- τα καταφέρναμε και ζούσαμε, είχαμε τα βασικά. Τότε δεν είχαμε ούτε αυτά.
Αποφασίσαμε να έρθουμε στην Ελλάδα. Επειδή ήμουν ελληνικής καταγωγής μπορούσαν να μας κάνουν πρόσκληση και να έρθουμε, εκεί στο ’93. Κι ήρθαμε στη Θεσσαλονίκη, στο Κορδελιό.
“Όταν ήρθαμε εδώ ήταν δύσκολα, αλλά τουλάχιστον είχε φως, είχε ρεύμα, είχε νερό.”
Θυμάμαι τις πρώτες μέρες που ήρθαμε εδώ καθόμαστε κι όταν το ψυγείο έκανε αυτόν τον θόρυβο, τον βόμβο, χαιρόμασταν και λέγαμε: «Α! Ήρθε το ρεύμα!» Με 4000 δολάρια ήρθαμε. Δεν είναι τίποτα, βέβαια, αλλά τα δώσαμε σε αυτούς που μας προσκάλεσαν και μείναμε χωρίς δεκάρα. Όμως, όταν έχεις δυο χέρια και μυαλό, λες: «Κάτι θα κάνω».
Τα πρώτα χρόνια δούλεψα σε μια καφετέρια. Καθάριζα, έπλενα τα ποτήρια… Ο άντρας μου πήγε σε ένα εργαστήριο που κάνανε πόρτες, ξυλουργικά. Ελληνικά δε μιλούσαμε καλά, μόνο λέξεις από δω κι από κει. Είχαμε ένα λεξικό, αλλά ουσιαστικά έμαθα στη δουλειά να μιλάω. Μετά, σιγά-σιγά αναγνωρίσαμε τα πτυχία μας με παρακολούθηση στην οδοντιατρική σχολή και με τα λεφτά που μαζέψαμε από τις δουλειές μας ανοίξαμε ένα οδοντιατρείο, το πρώτο δικό μας ιατρείο.
Στην αρχή μας φαινόταν παράξενο που παίρναμε λεφτά από τον πελάτη κι όχι μισθό από το κράτος. Να παίρνεις λεφτά κατευθείαν από τον ασθενή, δηλαδή. Βλέπεις, στη Σοβιετική Ένωση σπουδάσαμε για να κάνουμε καλά τους ασθενείς, δεν αποσκοπούσαμε να πάρουμε λεφτά από αυτούς. Εδώ αν δεν έχουν λεφτά, δεν τους κάνει καλά κανείς. Αλλά φυσικά, οι μισθοί είναι πολύ καλύτεροι.
Στην Ελλάδα με εντυπωσίασε αμέσως ο καλός καιρός, ο ήλιος, η θάλασσα. Κι οι άνθρωποι που συνάντησα, όλοι πολλοί καλοί. Είναι χαρούμενοι άνθρωποι, ανοιχτοί. Παρόλο που δε μου φαίνεται ότι είμαι μισή Ελληνίδα, όλοι για Ρωσίδα με περνάνε, κανένας δε μου φέρθηκε ποτέ άσχημα. Άλλοι λένε πως τους φέρθηκαν, αλλά εγώ δεν έχω τίποτα να πω, μόνο καλά λόγια έχω για τους Έλληνες. Αφού τώρα πια όταν πηγαίνω πίσω για να δω τους γονείς μου στην Ουκρανία, μου φαίνονται οι άνθρωποι πολύ παράξενοι όταν μπαίνω σε μαγαζιά και σε λεωφορεία, λιγότερο γελαστοί, λιγότερο ομιλητικοί από δω.
Κρατήσαμε, φυσικά, σχέσεις με τις πατρίδες μας και με τους ανθρώπους μας, που έμειναν εκεί. Ο άντρας μου πάει εκεί πολύ συχνά στην Αρμενία, αλλά εγώ στην Ουκρανία δυσκολευόμουν εδώ κι οχτώ χρόνια να πάω, ήταν χάλια η κατάσταση εκεί, στο Ντονέτσκ. Θεωρώ ότι η Ουκρανία φταίει για την κατάσταση με τους ρωσόφωνους, που είμαι κι εγώ, κι είναι κρίμα που είναι η μάνα μου εκεί κι αδερφός μου με την οικογένειά του. Η ουκρανική κυβέρνηση λειτουργεί αντι-ρωσικά, δε μας αφήνει να μιλάμε τη γλώσσα μας και δε θέλει να εφαρμόσει τις συμφωνίες του Μινσκ για την ανεξαρτησία μας. Προσπαθεί να μας κάνει Ουκρανούς. Σας είπα και πριν, για μένα και για πολλούς Ρώσους στο Ντονμπάς αυτό που γίνεται τώρα δεν είναι εισβολή, είναι απελευθέρωση. Όμως, φυσικά, δεν έχω κανένα θέμα με τους Ουκρανούς πολίτες, έχω πολλούς καλούς φίλους, οι κυβερνήσεις τα κάνουν αυτά. Τι να πω, περιμένουμε να δούμε τι θα γίνει.
Όταν με ρωτούν «τι αισθάνομαι», απαντώ: «Μέχρι τώρα προσπαθώ να το καταλάβω». Μεγάλωσα στην Ουκρανία, αλλά αισθανόμουν πάντα Ρωσίδα, γιατί η μητέρα μου είναι Ρωσίδα κι εγώ μιλώ ρωσικά, σκέφτομαι στα ρωσικά. Όμως όταν πρωτοήρθα στην Ελλάδα, αισθάνθηκα κάτι πάρα πολύ παράξενο για αυτή τη χώρα. Κατάλαβα από την πρώτη στιγμή ότι γύρισα στο σπίτι μου. Είμαι μισό-μισό, μισή Ρωσίδα, μισή Ελληνίδα. Κατάλαβα ότι από μικρή, από τα παιδικά μου χρόνια, ονειρευόμουν να ζω σε μια πόλη που να έχει θάλασσα, καλό καιρό, να είναι οι άνθρωποι ζεστοί, σαν τον μπαμπά μου.