Ο γύρος του κόσμου με ποδήλατο

Από μικρός ήμουν ανήσυχος, ψαχνόμουν, ήθελα να πάω παραπέρα. Μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη, σε ένα επιχειρηματικό περιβάλλον, αλλά σπούδασα ψυχολογία κι έφυγα, έζησα για επτά χρόνια στις ΗΠΑ. Η Αμερική για μένα ήταν αποκάλυψη, ένα συνονθύλευμα κουλτούρας. Άνοιξε το μυαλό μου στην Αμερική. Κι εκεί μου μπήκε η ιδέα να γνωρίσω καλύτερα τους ανθρώπους, να δω πώς ζει ο καθένας στη χώρα του, να ταξιδέψω στον κόσμο. Αλλά δεν ήξερα από πού να αρχίσω.
Μια μέρα, έπεσα πάνω σε ένα βιβλίο που είχε γράψει ένα ζευγάρι Γάλλων που γύρισαν όλο τον κόσμο για δέκα χρόνια με το ποδήλατο τους, έκαναν κι ένα παιδάκι στα ταξίδια τους. Ήταν 2005 κι ήμουν τριάντα χρονών. Το βιβλίο αυτό μου άναψε ένα λαμπάκι στο μυαλό! Ποδήλατο έκανα στη Νέα Υόρκη καθημερινά, διαβίωση σε δύσκολες συνθήκες ήξερα, είχα κάνει ορειβασία… τι με κρατούσε, λοιπόν;
Η προετοιμασία για το ταξίδι διήρκησε τέσσερις μήνες. Γενάρη διάβασα το βιβλίο, Μάιο ξεκίνησε το ταξίδι. Η προετοιμασία ήταν πολύ σημαντική, γιατί δεν είχα καμία προηγούμενη εμπειρία. Πήρα ένα καλό ποδήλατο, διότι πιστεύω στον εξοπλισμό, «τα εργαλεία είναι αυτά που κάνουν τον μάστορα», που λέμε. Αν θες να καταφέρεις κάτι μεγάλο, καλό θα είναι να έχεις σκεφτεί τον εξοπλισμό, να μην ταλαιπωρηθείς υπερβολικά. Γιατί ούτως ή άλλως είναι κάτι δύσκολο και την ταλαιπωρία δεν τη γλιτώνεις. Δεν υπήρχε τότε καλό ίντερνετ, Google Maps και κινητά και GPS. Πήρα έναν μεγάλο καλό άτλαντα κι αντέγραψα τις βασικές οδικές αρτηρίες, χάραξα μία διαδρομή γύρω στον κόσμο.
Θυμάμαι πολύ καθαρά τη μέρα που ξεκίνησε το ταξίδι. Ανέβηκα στο ποδήλατο κι έκανα αυτή την ανηφόρα βγαίνοντας από Θεσσαλονίκη, για να φύγω για Καβάλα. Υπήρχε μέσα μου ένα μείγμα ενθουσιασμού κι αυτού του δέους για το άγνωστο: «Και τώρα τι;» Ήταν κάτι ασύλληπτο, κάτι τόσο μεγάλο…
Έφυγα από Ελλάδα και κατευθύνθηκα ανατολικά. Φανταστείτε μία νοητή γραμμή: Τουρκία, Ιράν, Πακιστάν, Ινδία και μετά από Βιετνάμ κάτω, μέχρι τη Σιγκαπούρη. Πέταξα από εκεί στην Αυστραλία, διέσχισα την Αυστραλία, διέσχισα και τη Νέα Ζηλανδία. Μετά πέταξα στη Βόρεια Αμερική και διέσχισα από τον Καναδά όλες τις ΗΠΑ, Μεξικό, Κεντρική Αμερική και κατέβηκα Νότια Αμερική. Διέσχισα όλη τη Νότια Αμερική μέχρι κάτω, μέχρι τα μέσα στης Χιλής και πέρασα μετά απέναντι στην Αργεντινή, μέχρι το Σάο Πάολο της Βραζιλίας. Μετά διέσχισα την Ευρώπη και τελείωσα με τον γύρο της Ελλάδας.
Όλο το ταξίδι μού πήρε δεκατέσσερις μήνες. Εκ των υστέρων, κατάλαβα πως το έκανα αρκετά γρήγορα σε σχέση με άλλους ποδηλάτες, γιατί επέλεγα να μην κάθομαι πολύ σε κάθε μέρος, ανυπομονούσα να πάω στο επόμενο. Παρόλα αυτά, επέλεγα να μείνω λίγο παραπάνω σε μέρη που μου έκαναν καλή εντύπωση κι ειδικά σε μέρη που συναντούσα φιλόξενους ανθρώπους.


Από όλο τον κόσμο, οι μουσουλμανικές χώρες όντως ξεχωρίζουν στον τομέα της φιλοξενίας. Είναι η μέρα με τη νύχτα σε σχέση με τον δυτικό κόσμο σε αυτό το θέμα. Οι μουσουλμάνοι είναι φοβερά απλόχερα φιλόξενοι και νομίζω ότι αυτό δεν το λέω μόνο εγώ, θα το πει οποιοσδήποτε έχει πάει κι έχει ζήσει μ’ αυτόν τον τρόπο, ταξιδεύοντας με ποδήλατο σ’ αυτές τις χώρες. Με αποκορύφωμα το Ιράν. Με όλα τα στραβά που μπορεί να έχει πολιτικά, οι άνθρωποι είναι τόσο απλοί, αγαθοί, ανοίγουν τις πόρτες τους διάπλατα για σε γνωρίσουν. Το ίδιο και στο Πακιστάν και στην Τουρκία.
Στην Τουρκία πίστευα πως ως Έλληνας, θα έπρεπε να είμαι μαζεμένος. Αλλά στην πραγματικότητα, μου άνοιγαν το σπίτι τους και την καρδιά τους, ειδικά επειδή ήμουν Έλληνας. Προφανώς υπάρχουν και στενόμυαλοι εκεί πέρα, αλλά υπάρχουν παντού, υπάρχουν και σε εμάς. Οι περισσότεροι έλεγαν ότι μεν «τρωγόμαστε μεταξύ μας» πολιτικά, αλλά είμαστε «γείτονες, αδερφοί». Και το εννοούσαν. Ήμουν κάποια στιγμή μαζί με άλλους ποδηλάτες, Ευρωπαίους και μια ακόμα Ελληνίδα. Λοιπόν, εγώ κι εκείνη, ήμασταν το «διαβατήριο» για να μας ανοίγουν και να μας φιλοξενούν οι άνθρωποι. Δοκιμάζαμε, λέγαμε στους υπόλοιπους: «Πηγαίνετε εσείς πρώτα να μιλήσετε μαζί τους». Κι ενώ ήταν μαζεμένοι με τους Ευρωπαίους, όταν πηγαίναμε εμείς οι Έλληνες, κατευθείαν έλεγαν: «Ελάτε μέσα!» Ήτανε συνταρακτικό αυτό.
“Όταν ταξιδεύεις μόνος, έχεις ένα φοβερό πλεονέκτημα.”
Αναγκάζεσαι να δουλέψεις με τον εαυτό σου ψυχολογικά, να δυναμώσεις. Ειδικά όταν τα στοιχεία της φύσης είναι πραγματικά αντιμέτωπα με εσένα, όπως σε ερήμους, με πολλή ζέστη, όπου τα όριά σου έφταναν στα κόκκινα. Θυμάμαι στο Πακιστάν, αρρώστησα κάποια στιγμή από την πολλή ταλαιπωρία. Είχα μείνει πενήντα επτά κιλά σε συνθήκες τρομερής ζέστης, 45 βαθμών. Είχα φτάσει σε τέτοιο σημείο αφυδάτωσης, που έσταζε νερό από το χέρι μου. Έπινα ό,τι μπορούσα και το έβγαζα κατευθείαν.
Ή στην Αυστραλία, ποδηλατούσα για έναν μήνα τελείως μόνος μου, σε απέραντες εκτάσεις. Έβλεπα τρία αυτοκίνητα τη μέρα κι αν. Εκεί θα έπρεπε να έχω μελετήσει λίγο καλύτερα, πριν πάω, γιατί τα κύματα του αέρα ήταν συνεχή και κόντρα στην πορεία που είχα πάρει εγώ, ενώ έβλεπα άλλους ποδηλάτες που πήγαιναν ανάποδα, επειδή το είχαν μελετήσει. Οπότε εκεί πέρα, φαντάσου τώρα, τριάντα ημέρες στο πουθενά –γιατί «πουθενά» ήταν, ήταν άδεια-- να κάνεις ποδήλατο με κόντρα άνεμο, τριάντα ημέρες, νομίζω ότι ο καθένας μπορεί να φανταστεί ότι δε θα ήταν piece of cake. Και πραγματικά, πρέπει αν τα έχεις καλά με τον εαυτό σου για να μπορέσεις να αντέξεις κάτι τέτοιο. Για να μπορείς να αντέξεις τις δυσκολίες που προκύπτουν. Κι αυτές, σε κάνουν ακόμα δυνατότερο.
Γνώρισα αρκετούς ανθρώπους που έκαναν backpacking, που έβαζαν το σακιδιάκι και περπατούσαν, έπαιρναν λεωφορεία κλπ. Η διαφορά του ποδηλάτη είναι ότι όταν ο κόσμος βλέπει το ποδήλατο, που είναι φορτωμένο σαν να είναι σπίτι, με βαλίτσες, full εξοπλισμένο, με βάρος, καταλαβαίνουν ότι αυτός ο άνθρωπος καταβάλλει μεγάλο κόπο. Κι όλοι σπεύδουν να βοηθήσουν. Οπότε το ποδήλατο αποτέλεσε πραγματικά ένα μαγνήτη, κάθε φορά που σταματούσα κάπου, ερχόταν και μαζευόταν κόσμος: «Ποιος είσαι;» «Τι κάνεις;» Ειδικά στα μουσουλμανικά κράτη που είναι πολύ έτσι άνετοι, ερχόντουσαν εκατό άνθρωποι τριγύρω και σε λίγα λεπτά είχα μαζέψει το μισό χωριό γύρω μου! Και μου έδιναν βοήθεια χωρίς να τη ζητήσω. Οπότε τελικά, δεν ήμουν καθόλου μόνος. Δεν ένιωσα ποτέ μόνος.
Οι Έλληνες υπάρχουν παντού. Φτάνοντας στη βόρεια Αυστραλία, στο Ντάργουιν, μου κράτησαν το ποδήλατο επειδή είχε λίγο λάσπη στη ρόδα. Είναι λίγο μυστήριοι στα σύνορα τους εκεί, ήταν έτσι και πριν την πανδημία. Δε θέλουν να μπαίνουν στη χώρα τους ξένα στοιχεία, μικρόβια, κι έτσι, μου έβαλαν σε καραντίνα το ποδήλατο. Βγήκα από το αεροδρόμιο για να δω πού θα κοιμηθώ μέχρι να μου απελευθερώσουν το ποδήλατο κι έτυχε να δω μια ορθόδοξη εκκλησία, στη μέση του πουθενά. Ήξερα ότι έχει Έλληνες στο Σίδνεϊ, αλλά εκεί πάνω, δεν το φανταζόμουν. Και τυχαία, ρωτώντας, έμαθα πως ζουν στην πόλη χιλιάδες Καλύμνιοι! Είναι η μεγαλύτερη κοινότητα Καλυμνίων εκτός Καλύμνου. Γενικά, οι ελληνικές κοινότητες ήτανε φοβερές, παντού.
Στον Παναμά πάλι, όταν ήθελα να περάσω στη Νότια Αμερική, δεν ήξερα ότι δεν υπάρχουν κανονικά σύνορα ανάμεσα σε Παναμά και Κολομβία. Ότι είναι μια ζούγκλα όπου γίνεται διακίνηση ναρκωτικών κι ότι δεν υπάρχει κανονικός δρόμος, αλλά έχει κάτι μονοπατάκια, που μπαίνεις μέσα και «μπορεί να μη βγεις», όπως μου λέγανε. Εκεί πέρα δε ρίσκα ρα, περίμενα κι ήμουνα και τυχερός κιόλας. Γνώρισα κάποιους Έλληνες εκεί ναυτικούς και με εξυπηρέτησαν. Πήραν το ποδήλατο πάνω στο καράβι και με πήγανε στο λιμάνι, στη Νότια Αμερική. Κάναμε μια παράκαμψη, δηλαδή.
Αλλά κι όταν λες ότι δεν υπάρχει περίπτωση να βρεις Έλληνα, πάλι η Ελλάδα μπορεί να σε βρει με κάποιον τρόπο. Στη Νέα Ζηλανδία κρύωνα και μπήκα σ’ ένα μπαρ. Κι έτυχε να είναι στέκι Νεοζηλανδών που είχαν πολεμήσει στη Μάχη της Κρήτης στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο! Οπότε ξαφνικά βρέθηκα γύρω μου με Μαορί, έτσι, ντόπιους, να μου λένε την ιστορία που ήρθαν πολέμησαν στην Ελλάδα και πέθαναν κάποιοι από αυτούς.
Σοβαρό κίνδυνο, όπως τον φαντάζεται κανείς, δεν ένιωσα ιδιαίτερα. Νομίζω πως το άγνωστο, το διογκώνουμε πολύ περισσότερο από ό,τι είναι στην πραγματικότητα. Παντού μου έλεγαν: «Να έχεις τον νου σου!» «Να έχεις τον νου σου!» To νου μας τον έχουμε, αλλά εντάξει, τι να μου κλέψουν; Να μου κλέψουν το ποδήλατο; Να μου κλέψουν τη σκηνή, το sleeping bag; Για να το κάνουν τι; Δεν αποτελούμε στόχο όταν ταξιδεύουμε με τέτοιο τρόπο.
Στο Πακιστάν, σε μια περιοχή στα σύνορα με Αφγανιστάν κι Ιράν, έκανα γύρω στα εξακόσια χιλιόμετρα σε μία έρημο όπου δεν υπάρχει καν πυλώνας για ρεύμα, δουλεύουν όλα με γεννήτρια. Περνούσαν δίπλα μου φορτηγά με ναρκωτικά, είναι η οδός του οπίου προς την Ευρώπη. Περνούσαν φορτηγά με ανθρώπους οπλισμένους, οπλοπολυβόλα, κι εγώ χαιρετούσα σαν χαζούλης. Δεν καταλάβαινα ότι γινόταν διακίνηση σοβαρών ναρκωτικών εκεί. Θα έλεγε κάποιος: «Πωπω, τι επικίνδυνα μέρη και τι είναι αυτά!» Εγώ όμως βίωσα τους ανθρώπους να με βάζουνε και να κοιμάμαι μαζί τους, σε καταλύματα της πλάκας, δεν είχανε καν επάνω ταράτσες και βλέπαμε τα άστρα, ενώ κοιμόμασταν. Ο φτωχός πραγματικά θέλει να βοηθήσει, με ό, τι έχει. Ο δυτικός είναι πιο διστακτικός. Οι προηγμένοι πολιτισμοί είναι αρκετά εστιασμένοι στο άτομό τους, πιο κλεισμένοι.
Και μια φορά στη Λίμα, στο Περού. Περνούσα από το κέντρο ποδηλατώντας, να πάω κάπου σε ένα πάρκο. Είχε τελειώσει μόλις ένας αγώνας ποδοσφαίρου κι αρχίσαν να βγαίνουν κάτι τύποι και κλέβανε τον κόσμο τριγύρω, άγριοι από το ματς. Κάποια στιγμή, βρέθηκε πίσω μου ένας ποδηλάτης και λέει: «Φίλε, έτσι όπως είσαι, δρόμο! Κάνε πίσω!» Γιατί έβλεπε τί γινόταν, εγώ δεν είχα καταλάβει. Κι εκεί πιθανόν να μου είχαν κάνει κακό. Κι ήρθε αυτό το παλικάρι και τη γλίτωσα και τελικά, με φιλοξένησε κιόλας.
Γενικότερα, η Λατινική Αμερική θεωρώ ότι είναι ένα συνονθύλευμα δυτικού και τοπικού πολιτισμού κι μένα μου αρέσει αυτό, διότι έχουνε κρατήσει στοιχεία προ-ευρωπαϊκά. Αυτό που δεν άντεχα, είναι η ανισότητα. Παράγκες και βίλες κι ουρανοξύστες με τοίχους γύρω τους, με ψηλούς φράχτες. Οπότε, ειδικά όσο πλησιάζεις σε τουριστικά μέρη, αρχίζουν και σε βλέπουν σαν πορτοφόλι, ακόμα κι εμένα δηλαδή, το ένιωσα κι εγώ. Που δε φαινόμουν κιόλας πλούσιος, ένα ποδήλατο είχα.


Είναι μύθος ότι για να ταξιδεύεις πρέπει να έχεις χρήματα στην άκρη, να είσαι πλούσιος, για να κάνεις τέτοια ταξίδια. Δεν ισχύει. Έχω πολύ περισσότερα έξοδα όταν ζω την καθημερινότητά μου στο σπίτι μου, παρά όταν ταξίδευα με το ποδήλατο. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να ταξιδέψεις πλέον, υπάρχουν και δίκτυα ανθρώπων που σε φιλοξενούν.Συνήθως κοιμόμουν έξω σε αντίσκηνο, εκτός από το Βιετνάμ, όπου υπήρχαν παντού ορυζώνες, παντού νερά, δεν είχες που να στήσεις. Ξενοδοχείο το χρειάζεσαι μία στο τόσο για ένα φρεσκάρισμα, μία φορά στις επτά-δέκα μέρες. Ήμουν πλήρως ανεξάρτητος κι αυτόνομος. Μαγείρευα κυρίως, δεν έτρωγα έξω, αλλά εννοείται ότι στην Ασία το είχα κόψει λίγο το μαγείρεμα, γιατί δεν είχε νόημα να πας να αγοράζεις και να μαγειρεύεις μόνος σου, όταν το πιάτο κάνει ένα ή μισό ευρώ.
Γενικότερα, το ταξίδι με ποδήλατο, αν δεν το κάνει κάποιος, δε μπορεί να το συλλάβει. Έχεις πλήρη ελευθερία. Με όλες τις δυσκολίες που αυτό συνεπάγεται. Εκτεθειμένος, αλλά παντελώς ελεύθερος να κάνεις ό,τι θέλεις. Έχεις όλη τη μέρα στη διάθεσή σου να κάνεις ό,τι θέλεις. 24 ώρες το 24ωρο, κάνεις ό,τι θέλεις. Δεν υπάρχει «πρέπει». Ήξερα ότι έχω μια διαδρομή, την οποία θα κάλυπτα, είτε σήμερα, είτε αύριο, είτε μεθαύριο είτε σε ένα μήνα. Δεν έχει σημασία. Απόλυτη ελευθερία.