Ο graffiti artist που έφερε τους ήρωες του ‘21 στους δρόμους

Όταν ήμουν μικρός, νόμιζα ότι όλοι άνθρωποι είναι καλλιτέχνες. Γιατί μεγάλωσα στο εργαστήριο του πατέρα μου, του γλύπτη Γιώργου Μέγκουλα κι εκεί σύχναζαν διάφοροι ηθοποιοί, ζωγράφοι, άνθρωποι των τεχνών όπως ο Γιάννης Ρίτσος, που ήταν φίλος της μητέρας μου, η Μελίνα Μερκούρη, φίλη του πατέρα μου… Ερχόντουσαν όλοι αυτοί για ψαράκι στον Πειραιά και περνούσαν να πουν ένα «γεια». Οπότε πίστευα ότι έτσι ζούμε οι άνθρωποι όλοι, σαν σε όνειρο.
Ο κόσμος με ξέρει ως Cacao Rocks, αλλά με λένε Ιάσoνα Μέγκουλα. Από τεσσάρων χρονών πήγαινα στο εργαστήριο του πατέρα μου κι έκανα λάντζα: τον βοηθούσα με τον γύψο, σκούπιζα, έβρεχα τον πηλό να μην ξεραθεί, έβγαζα φωτογραφίες. Μετά όμως, στην εφηβεία, ήθελα να πάω κόντρα στον πατέρα μου. Σταμάτησα να τον βοηθάω κι άρχισα ασχολούμαι με το γκράφιτι. Τα πρώτα σπρέι τα έκλεψα από το εργαστήριο του πατέρα μου, που τα είχε για δικές του δουλειές, γιατί δε μου έφτανε το χαρτζιλίκι για να αγοράσω δικά μου. Έγραφα στο σχολείο, στους τοίχους, στα θρανία, στις τσάντες "Terror X Crue", ήτανε το hip hop συγκρότημα. Κάναμε skate, φορούσαμε ακουστικά κι είχαμε πάντα ένα σπρέι στην τσάντα.
Το γκράφιτι τότε ήταν κάτι πραγματικά επαναστατικό. Τα μόνα συνθήματα που υπήρχαν στους τοίχους ήταν από ομάδες κι από το ΚΚΕ! Εμείς γράφαμε ό,τι βλέπαμε στα περιοδικά του skate, φράσεις όπως “Cool”, “Skate or Die”, κι ήταν και της μόδας τα αντιπολεμικά συνθήματα “Stop The War” και τα οικολογικά, όπως “Save The Planet”.
Μετά την Γ’ Λυκείου ξεκίνησα να σπουδάζω Γαλλική Φιλολογία. Έμενα στου Ζωγράφου, σε έναν χώρο του πανεπιστημίου που είχαμε κάνει κατάληψη κι εκεί, ξεκίνησα να ζωγραφίζω. Εκείνη την περίοδο άρχισα να συχνάζω και στην περιοχή του Ψυρρή. Η πλατεία ήταν κάτι σαν παράρτημα της πλατείας Εξαρχείων, αλλά κάπως πιο εξωτικά. Εδώ γνωρίσαμε ξένο κόσμο, πίναμε μπίρες από το περίπτερο κι αρχίσαμε να κάνουμε γκράφιτι σε παλιά κτίρια, να τους δίνουμε ζωή.
Μια μέρα, έκανα γκράφιτι σε ένα νεοκλασικό κτίριο στην οδό Επικούρου και βγαίνει μια γυναίκα που έμενε απέναντι, η κυρία Κική, και μου φωνάζει να φύγω κι ότι θα καλέσει την αστυνομία, γιατί νόμιζε ότι είμαι διαρρήκτης. Και τότε έρχεται ο γιος της, ο Κώστας, ο οποίος αναγνώρισε την υπογραφή μου και της είπε να με αφήσει. Μου λέει: «Ένας κύριος με το όνομα Dean άνοιξε μια γκαλερί εδώ κοντά και ψάχνει καλλιτέχνες». Του έδωσα το κινητό μου για να με φέρει σε επαφή μαζί του.
Μετά από λίγες μέρες, ήταν εκείνη η τραγική εποχή που σκότωσαν τον Παύλο Φύσσα. Ήμουν στην πορεία κι έγραφα πάνω σε ένα λεωφορείο “Killah P RIP”. Με βλέπει κάποια στιγμή μια διμοιρία ΜΑΤ κι έρχεται προς τα εμένα. Τρέχω και κρύβομαι ανάμεσα σε δύο παρκαρισμένα αυτοκίνητα κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, χτυπάει το κινητό μου τηλέφωνο. Το βλέπω και λέω: «Όχι ρε γαμώτο, ο κύριος Dean!» Ήρθε και με βρήκε μέσα στην πορεία και μου είπε ότι του αρέσει το έργο μου και θέλει να συμμετάσχω στην έκθεση της γκαλερί. Του είπα ότι δεν έχω καν σπίτι, ούτε χρήματα για να δημιουργήσω πίνακες. Κι αυτός μου παραχώρησε τον χώρο δίπλα από την γκαλερί, ένα υπόγειο, το οποίο είναι το εργαστήριό μου μέχρι και σήμερα.
Ασχολήθηκα με τη λειτουργία της γκαλερί και την ανάδειξη της περιοχής. Το εργαστήριο έγινε κάτι σαν καταφύγιο για street artists από όλο τον κόσμο. Τους φιλοξενούσα εδώ, σχεδιάζαμε με άλλους καλλιτέχνες και βάφαμε τους τοίχους της περιοχής. Σταδιακά όμως, άρχισα να αφήνω τα γκράφιτι και τη rock & roll ζωή κι έπρεπε να ζωγραφίζω σε πίνακες δώδεκα ώρες τη μέρα, για να μπορέσω να βγάζω τα προς το ζην από αυτό. Τα θέματα που απασχολούσαν τη ζωγραφική μου τότε είχαν κυρίως πολιτικό ή κοινωνικό μήνυμα. Υπάρχει όμως μια στιγμή που με έκανε να αλλάξω τη θεματολογία μου: η στιγμή που συνάντησα για πρώτη φορά τον Λόρδο Βύρωνα.


Ήταν το 2018, όταν μου ζητήθηκε για μια συλλογική έκθεση να ζωγραφίσω κάτι που να έχει σχέση με τα αρχεία του «Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός». Πήγα στον σύλλογο κι είδα μια προτομή από μάρμαρο του Λόρδου Βύρωνα, που είχε φτιάξει ο γλύπτης Γιώργος Βιτάλης το 1888. Αμέσως με γοήτευσε πολύ αυτή η ευγενική μορφή, έτσι κομψός, με το φουλάρι να πετάει, όπως τον είχαν απεικονίσει. Κάτι με γοήτευσε. Και λέω εγώ, αυτόν τον τύπο θα ζωγραφίσω: Lord Byron! Παράλληλα, άρχισα να διαβάζω τα ποιήματά του και με ενέπνευσαν πολύ. Ίσως να με επηρέασε και το γεγονός ότι η μητέρα μου είναι Γαλλίδα κι ο παππούς μου βρέθηκε στην Ελλάδα ως γιατρός, διευθυντής στο Ινστιτούτο Παστέρ.
Από τότε, ξύπνησε μέσα μου ένα «φιλελληνικό αίσθημα», ενώ πριν δεν ήθελα καν να ακούω για έθνη και πατρίδες. Ιδιαίτερα μετά, όταν έζησα για λίγους μήνες στη Γερμανία και την Αυστρία, κατάλαβα τι μεγάλη αξία φέρουν αυτοί οι άνθρωποι για τον ελληνικό πολιτισμό. Σκέψου ότι μια μέρα ήμουν στη Βιέννη, έπινα καφέ σε έναν πολύ κεντρικό δρόμο της πόλης κι έψαχνα να βρω τι θα ζωγραφίσω.
“Βλέπω απέναντι σε ένα κτίριο ένα ανάγλυφο πορτρέτο του Ρήγα Φεραίου κι από δίπλα, μια φιγούρα του Spiderman.”
Σε εκείνο το κτίριο βρίσκεται το τυπογραφείο των αδελφών Πούλιου, εκεί εκδόθηκαν τα συγγράμματα του Ρήγα Φεραίου. Τον είδα, λοιπόν, κι είπα να τον ζωγραφίσω με τον τρόπο μου, αφού πρώτα έκανα μια πολύ μεγάλη έρευνα γύρω από τον ίδιο και το έργο του. Με αυτόν τον πίνακα, του Ρήγα Φεραίου, συμμετείχα σε μια έκθεση στη Βιέννη. Είχε πλάκα, γιατί ήρθαν πολλοί Έλληνες και μου έλεγαν: «Α, αυτός από το χαρτονόμισμα στις δραχμές!» Κι εγώ τους έλεγα: «Ποιες δραχμές, ρε παιδιά; Ο Ρήγας ο Φεραίος είναι!» Είναι κάπως λυπηρό που δεν τον ήξεραν.
Μετά έκανα και τον Oscar Wild όπως είχε φωτογραφηθεί με φουστανέλα, τον Ιωάννη Καποδίστρια, την πολιορκία της Κορίνθου. Οπότε τους έφερα ξαφνικά στη σύγχρονη ποπ κουλτούρα, αν και δε μου αρέσει να χρησιμοποιώ αυτόν τον όρο. Το έκανα κάπως πιο λαϊκό, όπως είναι το street art. Στο μεταξύ, πλησίαζε κι η επέτειος εορτασμού για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση κι επιστρέφοντας στην Αθήνα, πρότεινα να κάνω μια τοιχογραφία του Λόρδου Βύρωνα. Μάλιστα, ήθελα να την κάνω στο σημείο που έζησε ο Λόρδος Βύρωνας στο πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα το 1809, αλλά εκείνος ο τοίχος είχε ήδη ζωγραφισμένα έργα φίλων. Τελικά, μου παραχωρήθηκε από τον Δήμο ένα άλλο σημείο στου Ψυρρή κι εκεί έφτιαξα τον «δικό μου» Λόρδο Βύρωνα.
Δεν ξέρω να ζωγραφίζω. Μαθαίνω κάθε μέρα μόνος και μελετώντας άλλους ζωγράφους. Επειδή ξεκίνησα στους δρόμους, έπρεπε να είμαι γρήγορος, δε με ένοιαζε να κάνω φωτοσκιάσεις και να εντυπωσιάζω πολύ. Τα πρόσωπα που ζωγραφίζω τα κάνω κάπως σαν καρτούν ή αγιογραφία, επίπεδα, χωρίς να δίνω ιδιαίτερη βάση στην προοπτική. Τα χρώματα που χρησιμοποιώ είναι πλακάτα κι η παλέτα μου είναι το μπλε, το άσπρο και το χρυσό, ελληνική κι αυτή. Πλέον δε βάφω με σπρέι, διότι είναι κι ανθυγιεινά για εμένα τον ίδιο και πολύ βλαβερά για το περιβάλλον. Χρησιμοποιώ ακρυλικά χρώματα και πινέλα.
Είναι ίσως αυτοκαστραφικό να ασχολούμαι με αυτά τα «ελληνικά ζητήματα», γιατί δεν ακολουθώ το ρεύμα της σύγχρονης εποχής. Είναι μια δική μου μορφή αντίστασης στον χρόνο. Θαυμάζω αυτόν τον ηρωισμό που δεν υπάρχει πια στις μέρες μας, αυτήν την αυτοθυσία, τον ρομαντισμό. Ο Λόρδος Βύρωνας ήταν σαν ένας ροκ σταρ της εποχής του. Ήρθε μόνος σε μια ξένη χώρα, ερωτεύτηκε, αγωνίστηκε για την ελευθερία της και πέθανε άρρωστος στο Μεσολόγγι, σε ηλικία τριάντα έξι ετών. Μάλιστα έχω αυτήν την ηλικία, και το σκεφτόμουν όσο έκανα την τοιχογραφία.
Παρότι έχω κατηγορηθεί ακόμα κι από φίλους για τα θέματα που ασχολούμαι, εγώ κάνω αυτό που μου λέει η καρδιά μου. Δεν το λέω ούτε «εθνικό» ούτε «πατριωτικό» αίσθημα. Είναι απλώς μια νοσταλγία για τον τόπο και την ιστορία του. Για μια πιο απλή ζωή, πιο κοντά στην αρχαία παράδοση. Η ελληνική ποίηση, φιλοσοφία, επιστήμη, έχει μεγάλο βάθος χρόνου και το θεωρώ χαζό για χάρη μιας ιδεοληψίας να τα κλωτσάμε έτσι. Θεωρώ ότι είμαστε οι τελευταίες «εθνικές γενιές», δεν ξέρω δηλαδή αν σε πενήντα χρόνια θα γιορτάζουμε εθνικές επετείους. Κι ίσως και καλύτερα, αυτή η παγκοσμιοποίηση να μας οδηγήσει προς τη δημιουργία ενός κοινού λαού, που θα έχει κοινές αξίες και δε θα λύνει τις διαφορές του με πόλεμο.