Go Back

Μετρώντας την παιδική μου ηλικία σε τραύματα

1520x736_via

Μια σκηνή που δε θα ξεχάσω ποτέ, συνέβη όταν ήμουν εννιά χρονών. Κοιμόμουν με τη μαμά μου και την αδερφή μου στο διπλό κρεβάτι της μαμάς μου. Ο πατέρας μου γύρισε νύχτα στο σπίτι, η μαμά σηκώθηκε. Εμείς συνεχίσαμε τον ύπνο μας. Ξυπνάω, βλέπω την αδερφή μου να έχει πάει πίσω από την πόρτα και να πλαντάζει στο κλάμα, αλλά πολύ σιγά, για να μην την ακούσω και ξυπνήσω. Ήταν πολύ φοβισμένη, το δωμάτιο ήταν σκοτεινό. Δίπλα από το δωμάτιο ήταν ένας επίσης σκοτεινός διάδρομος και δίπλα το σαλόνι, το οποίο είχε μισάνοιχτη πόρτα με το φως αναμμένο.

Σηκώνομαι, κοιτάζω την αδερφή μου κι αντιλαμβάνομαι ότι κάτι δεν πάει καλά. Προχωράω στο διάδρομο κι απλά βάζω το κεφάλι μου λίγο πίσω από τη μισάνοιχτη πόρτα του σαλονιού. Βλέπω τη μαμά μου να ξυλοκοπείται. Να είναι στο πάτωμα. Τον πατέρα μου πιωμένο και πάλι. Ούρλιαξα. Ένιωθα πως δεν μπορώ να αφήσω τα πράγματα να κυλήσουν έτσι. Ούρλιαξα, φώναξα την αδερφή μου, μπήκαμε στη μέση. Η μάνα μου να είναι μέσα στα αίματα.

Αυτή ήταν η περίπου η καθημερινότητά μου, όσο θυμάμαι τον εαυτό μου να ζει στο σπίτι και με τους δύο γονείς μας. Οι περισσότερες μνήμες μου από τη ζωή μαζί με τον πατέρα μου είναι τέτοιες: ξύλο στη μάνα μου, εκείνος μονίμως σε μια κατάσταση εθισμού στο σπίτι… παρόμοιες αναμνήσεις, σαν να ακούς ένα τραγούδι σε λούπα. Μικρό παιδί, να ξυπνάω από ένα κλάμα, από ένα ουρλιαχτό. Η μαμά μου προσπαθούσε πολύ να πνίξει αυτό το ουρλιαχτό, όμως δεν κατάφερνε να μην ξυπνάμε. Η βία, το ξύλο, ήταν καθημερινό φαινόμενο.

Νομίζω η βιαιότητα πυροδοτήθηκε από τον εθισμό, αλλά δεν ήταν κι ο μόνος λόγος, γιατί δε νομίζω ότι όποιος άνθρωπος είναι εθισμένος σε κάτι, είναι απαραίτητα και βίαιος. Σίγουρα παίζει ένα τεράστιο ρόλο ο χαρακτήρας κάποιου, για να εξελιχθεί η κατάσταση έτσι. Το αλκοόλ ήταν ο πρώτος τεράστιος εθισμός. Δεν υπήρχε μέρα πού να τον θυμάμαι χωρίς να έχει πιει αλκοόλ, πολύ μεγάλες ποσότητες αλκοόλ. Δε μιλάμε ποτέ για φυσιολογικά πλαίσια. Όποτε τον θυμάμαι σπίτι, έπινε. Όπως εμείς βάζουμε να πιούμε καφέ το πρωί, εκείνος έβαζε τσίπουρο. Ή ξεκινούσε η μέρα κι έβαζε να πιεί ένα διπλό ουίσκι. Και σιγά-σιγά κατάλαβα πως ήταν εθισμένος και στην κοκαΐνη, αλλά από τον εθισμό του στα ναρκωτικά δεν έχω τόσες αναμνήσεις εγώ. 

Όσο ζούσαμε μαζί, η ζωή φυσικά είχε κι ευχάριστες στιγμές, αλλά ήταν ευχάριστες επειδή έλειπε αυτός. Όταν εμφανιζόταν στο σπίτι, ξαφνικά όλα άλλαζαν προς το χειρότερο. Όταν συνέβαιναν όλα αυτά, εγώ δεν είχα το περιθώριο να τα σκεφτώ. Τα σκέφτηκα αργότερα και μου βγήκαν σε ένα τεράστιο θυμό και σε ένα τεράστιο «γιατί». Δηλαδή, στο Δημοτικό έβλεπα τους μπαμπάδες να έρχονται χαρούμενοι να πάρουν τα παιδιά τους, τα παιδιά να βλέπουν τον μπαμπά τους και να χαίρονται… Εμένα δε μου ήταν γνώριμο αυτό. Εμένα μου ήταν γνώριμο να βλέπω τον πατέρα μου και να φοβάμαι. Ή να τον βλέπω και να μου έρχεται αναγούλα. Μέχρι τα είκοσί μου χρόνια, που είμαι αυτή τη στιγμή, δε θυμάμαι να τον έχω δει και να έχω χαρεί.

“Μου φαινόταν πολύ περίεργο το ότι μπορεί να βλέπεις τον πατέρα σου και να χαίρεσαι.”

Δεν ξέρω να σου πω για ποιον λόγο ένας άνθρωπος μπορεί να είναι τόσο γελοίος, μαλάκας, αυθάδης. Στο γιατί η μάνα μου έμενε μαζί του, βρίσκω λίγο πιο εύκολα την απάντηση. Γιατί όταν ελπίζουμε σε κάτι, επιμένουμε. Εννοείται ότι η ελπίδα σταμάτησε κάποια στιγμή, πολύ αργότερα από ό,τι έπρεπε, απλά δεν το είχε αποδεχτεί. Γιατί δεν είναι δυνατόν να σε σπάει στο ξύλο κάθε μέρα, να σε ξυλοκοπήσει και με ένα μωρό στην κοιλιά --όταν ήταν έγκυος στην πιο μικρή μου αδερφή-- και να μην το αποδέχεσαι. Να κινδυνεύεις να φύγεις κι εσύ και το μωρό από τη ζωή. Κάποια στιγμή, αυτή η ελπίδα σβήνει. Ήλπιζε πάρα πολύ, γιατί είμαι σίγουρη ότι αγαπούσε αυτό τον άνθρωπο πολύ για να μένει, αλλά παρόλα αυτά…

Κάποια στιγμή έμαθα ότι την κεράτωνε κιόλας. Είναι κάπως αστείο πλέον. Είχαμε μετακομίσει σε ένα μεγαλύτερο σπίτι, γιατί θα γεννιόταν σε λίγο καιρό η μικρή μου αδερφή. Παίζουμε σε μία μεγάλη βεράντα μπάλα με την αδερφή μου, λερωθήκαμε κι είμαστε μες στις λάσπες. Εγώ είχα ένα ψυχαναγκασμό με την καθαριότητα, από μικρή. Με το που αντιλαμβάνομαι ότι έχω γεμίσει λάσπες, μπαίνω μέσα να πλυθώ. Ακούω τον πατέρα μου να μιλάει στο τηλέφωνο και να λέει γλυκόλογο, ερωτόλογα. «A, για δώσε μου τη μαμά που θέλω να της πω κάτι». Σκέφτηκα: «A, σήμερα έχει ξυπνήσει καλά και μιλάει γλυκά στη μαμά». Μου απαντά: «Δεν είναι η μάνα σου». Τι; Πάω μέσα, πλένομαι και παίρνω τη μάνα μου κατευθείαν τηλέφωνο και της λέω: «Θέλω να σου πω κάτι και θέλω να το πάρεις πολύ ψύχραιμα. Μόλις τώρα έγινε το και το».

Ήμουν περίπου δέκα χρονών, όταν φύγαμε από το σπίτι. Είναι μια πολύ ευχάριστη ανάμνηση, γιατί τελείωσε όλο αυτό. Ξεκινάει με τον ίδιο κλασικό τρόπο: εμείς κοιμόμασταν, ακούω την πόρτα να ανοίγει και πολύ κοπάνημα, δηλαδή μέχρι κι οι κινήσεις του ήταν βίαιες, το περπάτημα ήταν βίαιο, ήταν όλα. Ήταν λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Επειδή δεν είχαμε προλάβει να στολίσουμε, είχαμε βάλει τις κούτες στο διάδρομο, με σκοπό να στολίσουμε την επόμενη μέρα. Μπήκε μέσα κι άρχισε απλά να σπάει τα πάντα, τα πάντα. Τα στολίδια, τα λαμπάκια, τα δέντρα να φεύγουν… να σπάει το σπίτι, απλά. Εκεί έπιασα τη μάνα μου να αλλάζει κάπως, δηλαδή να δυναμώνει. Όλη αυτή η κατάσταση ήθελε πολλή δύναμη. Δεν μπορούσα να καταλάβω για ποιον λόγο συνεχίζουμε να μένουμε σε αυτό το σπίτι, συνεχίζουμε να μένουμε με αυτόν τον άνθρωπο. Αλλά εκεί είδα το βλέμμα της μάνας μου σαν με να λέει: «Μέχρι εδώ!» χωρίς να μιλήσει.

Πήγε στο δωμάτιο, έπιασε μία τσάντα, έβαλε μέσα δυο-τρία ρούχα και πήγαμε στο σπίτι της γιαγιάς μου, της μητέρας της, το οποίο ήταν πάντα ανοιχτό για εμάς. Πήγαμε, κοιμηθήκαμε εκεί κι από κει και πέρα ξεκινάει μία περίοδος πολύ ευχάριστη για μένα.

Οι συγγενείς της μάνας μου δεν το ήξεραν, το ήξερε μόνο η γιαγιά μου. Αυτό ήταν μία απόφαση της μάνας μου. Δεν το γνώριζε κανένας, γιατί η μάνα μου έχει δύο μεγαλύτερους αδερφούς, ήταν κι ο παππούς μου και φοβόταν την αντίδραση τους. Ουσιαστικά η μητέρα μου είχε αποφασίσει ότι θα τα υπομείνει όλα αυτά για λίγο, εγώ πιστεύω κάπως ότι δεν ήθελε κι η ίδια να τα αποδεχτεί. Κι είναι κάτι που συμβαίνει γενικά, συνήθως αυτές τις περιπτώσεις τις κρύβουμε. Αυτό που λένε ότι δεν ξέρεις τι συμβαίνει σε ένα σπίτι μόλις κλείνει η πόρτα, είναι 100% αλήθεια. Ελάχιστοι άνθρωποι ήξεραν τι συνέβαινε. Κάποιοι φίλοι της μάνας μου είχαν υπάρξει παρόντες και σε στιγμές κατάχρησης και σε στιγμές που άρχιζε να γίνεται πάρα πολύ βίαιος. Αντιδρούσαν, προσπαθώντας να τον συνετίσουν κι από την άλλη μεριά, προσπαθούσαν να πείσουν τη μητέρα μου να φύγει. Αλλά η οικογένεια της μάνας μου τα έμαθε όλα αυτά στα χωρίσματα. Τρελάθηκαν. Ο παππούς μου δηλαδή ήθελε να πάει να τον σκοτώσει, έλεγε: «Σιγά, πόσα χρόνια έχω στη ζωή; Θα πάω να τον σκοτώσω, ένα κάθαρμα λιγότερο!»

Αυτό όμως που με έχει ενοχλήσει, είναι η οικογένεια του πατέρα μου. Η γιαγιά μου, η μάνα του, είναι η Ελληνίδα μάνα που λέγαμε παλιά, κοροϊδευτικά, «μάνα κουκουβάγια». Μου έλεγε η γιαγιά μου: «Έχεις τον καλύτερο πατέρα. Δεν καταλαβαίνω τον λόγο του θυμού σου, έχεις τον καλύτερο πατέρα!» Και την κοιτούσα και προσπαθούσα να καταλάβω αν μιλάμε για τον ίδιο άνθρωπο. «Κάτσε, τώρα εσύ για ποιον λες;» Σκέψου ότι υπάρχει σκηνικό που είμαστε στο σπίτι, έχουμε καταλήξει πάλι στο ίδιο μοτίβο, ο πατέρας μου να δέρνει τη μάνα μου, είναι μπροστά η γιαγιά μου κι αυτό που φωνάζει είναι: «Να μη βλέπουν τα παιδιά!» και να μας τραβάει, να μας βάλει σε ένα δωμάτιο. Της φώναζα: «Το πρόβλημά σου είναι ότι το βλέπουμε εμείς ή ότι συμβαίνει; Βγες έξω και κάνε κάτι, γιος σου είναι!» Όταν της έλεγα για τους εθισμούς του, απαντούσε: «Τι λες, παιδάκι μου, ο πατέρας σου; Εμένα το παιδί μου είναι το καλύτερο. Εγώ το έχω μεγαλώσει με τους καλύτερους τρόπους». Δηλαδή, πραγματικά, μόνο εικόνισμα δεν του είχε κάνει, να τον βάλουμε δίπλα στο ιερό, να τον προσκυνάμε.

Φυσικά, αργότερα κατάλαβε πόσο λάθος ήταν η συμπεριφορά της, γιατί όλα αυτά κάποια στιγμή αρχίζουν να φαίνονται. Πλέον μου έχει ζητήσει να τον βοηθήσω, αλλά νομίζω είναι αργά πια. Είναι σημαντικό πως είχαν μεγαλώσει σε χωριό. Το κυριότερό τους πρόβλημα ήταν το «τι θα πει το χωριό», όχι η ουσία. Όταν χώρισαν οι γονείς μου κι υπήρχαν φάσεις που δε μιλούσα στο σόι του πατέρα μου, μόλις κοντοζύγωνε το καλοκαίρι, προσπαθούσαν να με προσεγγίσουν για να πάω μαζί του στο χωριό. Γιατί «τι θα πει το χωριό αν εγώ λείπω το καλοκαίρι». Είναι αστείο.

Στο παρελθόν έχω κάνει προσπάθειες να συζητήσω με τον πατέρα μου: «Δε σου ζητάω τίποτα, πραγματικά. Δε θέλω να μου πεις “συγγνώμη”, γιατί στην τελική, τη “συγγνώμη” σε άλλη έπρεπε να της ζητήσεις κι όχι σε μένα. Δε σου ζητάω να ξαναμπείς στη ζωή μου, σαν καλός πατέρας. Σου ζητάω μόνο, επειδή τα έχω δει αυτά τα πράγματα, μόνο μια φορά να τα παραδεχτείς ότι τα έχεις κάνει για να μπορούμε να συνεχίσουμε τη ζωή μας». Κάθε φορά που είχαμε αυτή τη συζήτηση, έλεγε: «Εγώ δεν τα έχω κάνει ποτέ αυτά. Είναι κατασκεύασμα της μάνας σου». Ενώ τα είχα ζήσει όλα αυτά. Επειδή ήμουν παιδί, δε σημαίνει ότι δεν τα θυμάμαι, μεγάλο παιδί ήμουν, δεν ήμουν ούτε χαζή, ούτε τυφλή. Δηλαδή, αυτό για μένα είναι αυθάδεια τρομερή και σε αυτόν τον άνθρωπο που τα έχεις κάνει αυτά και σε εμένα την ίδια, που τα έβλεπα. Δεν είναι δυνατόν να με βγάζεις τρελή και να μου λες ότι: « Όχι, όχι, αυτά δε συνέβησαν».

Τελευταία φορά που είχα έντονη συναναστροφή μαζί με τον πατέρα μου ήταν πριν περίπου δυόμισι χρόνια. Ήμαστε καλοκαίρι στο χωριό. Γυρνάω από τη δουλειά και τον βλέπω να κάθεται στην κουζίνα του σπιτιού και να είναι σούρα. Μπαίνω στο μπάνιο, έρχεται κι αρχίζει να βαράει τις πόρτες για να μπει μέσα, γιατί λέει «κατουριόταν κι εγώ δεν το σεβάστηκα και πήγα να κάνω μπάνιο». Βγαίνω, ντύνομαι κι αρχίζει να ουρλιάζει, βρισιές, χριστοπαναγίες, τέτοια. Mε το που του αντιμιλάω --γιατί εγώ το στόμα μου κλειστό δεν μπορώ να το κρατήσω, με τίποτα-- κάνει να μου ρίξει μία σφαλιάρα. Εκείνη την ώρα έρχεται η γιαγιά μου, η μάνα του, πετάγεται στη μέση κι εκείνος αρχίζει να σπρώχνει τη γιαγιά μου, για να έρθει να με δείρει. Σκέφτηκα: «Ωραία, αυτά που υποτίθεται ότι δεν περνούσαμε μικρά, θα τα περάσουμε τώρα». Γιατί όταν ήμασταν μικρές, εγώ κι η αδερφή μου, υπήρξαν φάσεις που φάγαμε λίγο ξύλο, απλά συγκριτικά με της μάνας μου, δεν ήταν τίποτα. Τα άλλα δύο ήταν μωρά όταν φύγαμε, ευτυχώς. «Είμαι δεκαοχτώ χρονών, έχω απεξαρτηθεί από την τοξική συμπεριφορά σου και θα έρθεις τώρα να με δείρεις;»

Μετά από λίγες μέρες, βγαίνουν τα αποτελέσματα των Πανελληνίων. Δεν τα είχα πάει καθόλου καλά κι ήμουν πάρα πολύ απογοητευμένη. Με πήρε τηλέφωνο την επόμενη μέρα, γιατί τόσο πολύ τον ενδιέφερε να μάθει πώς τα πήγα. Του λέω ότι: «Να σου πω, σε παρακαλώ, μπορούμε να τα πούμε κάποια άλλη στιγμή, γιατί δεν είμαι καλά». Αρχίζει να με βρίζει και να μου λέει: «Θα έρθω εκεί και θα σε γαμήσω ανάποδα κι εσένα και τη μάνα σου!» Και κάπου εκεί λέω: «Τέλος. Εγώ δεν μπορώ να ζω τόσο τοξικές καταστάσεις, είναι τελευταία φορά που το κάνουμε αυτό το πράγμα». Από εκείνο το καλοκαίρι και μετά, συνειδητοποίησα ότι απλά δεν μπορεί να λειτουργήσει.

Το δικό μου μήνυμα μέσα από την ιστορία αυτή είναι ότι δεν πρέπει ποτέ όταν γνωρίζουμε τέτοιες καταστάσεις, να τις αφήνουμε στην αφάνεια. Πρέπει να προσπαθούμε να βγάλουμε τον άνθρωπο που υποφέρει από αυτή την κατάσταση. Δηλαδή, κι εμένα δε μου αρέσει να «επεμβαίνω στη ζωή του άλλου», αλλά επειδή το έχω ζήσει, αν ήξερα ότι μία γυναίκα υποφέρει από ενδοοικογενειακή βία κι η ίδια δεν το λέει, πολύ εύκολα θα πήγαινα και θα το έλεγα εκεί που πρέπει.

Πλέον η κατάσταση στο σπίτι μας είναι αλλιώς. Είμαστε καλά με τα αδέρφια μου, η μαμά μας έχει ξαναφτιάξει τη ζωή της, ευτυχώς, ίσως με τον πιο όμορφο άνθρωπο που θα μπορούσε, που τη λατρεύει και λατρεύει κι εμάς. Ήταν αυτό ακριβώς που της άξιζε, αυτό που συμβαίνει τώρα. Έχει γύρω της όλα της τα παιδιά της να την υπερλατρεύουν κι από την άλλη, ο πατέρας μας, δεν έχει τίποτα. Έχει κάτσει με το παραμυθάκι που πολύ όμορφα αναμασάει «ότι δεν έγινε τίποτα» και ζει με αυτό. Και πραγματικά, δεν το λέω εκδικητικά, γιατί αν ήθελα να εκδικηθώ, δε θα έκανα και τόσες προσπάθειες να έχουμε μία σχέση. Και δε θέλω και να εκδικηθώ. Εγώ απλά κάποια στιγμή σταματάω να προσπαθώ.

Ερευνητής/τρια
Μητσικώστα Μάρθα
Επιμέλεια
Γιώργος Πουλιόπουλος
Autoplay
Playing next

Είσαι σίγουρος πως θέλεις να τερματίσεις τον player;

Alt text
Με το που γυάλιζε το μάτι του ήξερα τι θα συμβεί