Go Back

Από μικρός ήθελα να φύγω μετανάστης

1520χ736tzimis
Αφηγητής/τρια

Το 1955, ο 19χρονος Τζίμης Καραδήμος ακούει στο ραδιόφωνο τον πρωθυπουργό της Αυστραλίας να απευθύνει πρόσκληση σε Έλληνες εργάτες. Από εκεί και πέρα, η ζωή του αλλάζει για πάντα.

Από μικρός, θυμάμαι πως ήθελα να φύγω, να ταξιδέψω. Διάβαζα πολλά μυθιστορήματα για μακρινά μέρη, τα νησιά του Ειρηνικού, εξωτικά μέρη κι έλεγα: «Πρέπει να φύγω! Να πάω!» 

Η ευκαιρία μού δόθηκε το ’54. Είχε έρθει τότε στην Ελλάδα ο πρωθυπουργός της Αυστραλίας, Sir Robert Menzies λεγότανε. Εγώ ήμουν ακόμα στο χωριό που μεγάλωσα, στο Ασμήνιο, στην Εύβοια. Κι ακούσαμε μια μέρα τον πρωθυπουργό εκείνον στο ραδιόφωνο να λέει ότι: «Χρειαζόμαστε εργάτες για να δουλέψουν στην Αυστραλία, νέους ανθρώπους, δεκαεννιά έως τριάντα πέντε ετών. Υπάρχουν πολλές δουλειές». Ήμουν τότε δεκαεννιά χρονών. Όταν λοιπόν ακούσαμε εμείς, μαζί με άλλα παιδιά από το χωριό, ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός λέει ότι χρειάζεται εργάτες, αποφασίσαμε να πάμε.

Ξεκινήσαμε τέσσερα παιδιά από το χωριό και πήγαμε στην Αθήνα, Σοφοκλέους 1. Εκεί ήταν η Διακυβερνητική Επιτροπή Μεταναστεύσεως. Περάσαμε από γιατρούς και περιμέναμε να μας πούνε πότε θα φύγουμε για Αυστραλία.

Ο πατέρας κι η μητέρα μου δεν ήθελαν να φύγω, αλλά δεν μπορούσαν να με σταματήσουν. «Είναι τα αδέρφια σου μεγαλύτερα και δε φεύγουνε, θα φύγεις εσύ που είσαι μικρός;» Με πήγαν και ρωτήσαμε τους συγχωριανούς μας εδώ που ταξίδευαν στα καράβια. Μου είπαν: «Η Αυστραλία είναι άγριος τόπος, ούτε κόσμο έχει, ούτε τίποτα». «Ας είναι ό,τι είναι. Εγώ θα πάω». Τελικά, έφυγα στις 10 Μαΐου 1955, πρώτος από τους άλλους στο χωριό.

Στον Πειραιά κατέβηκα με τον αδερφό μου, τον Λουκά, ήρθε να με χαιρετίσει. Ήταν ένα τεράστιο πλοίο, νορβηγικό, Skaugum λεγόταν, κουβαλούσε στρατιώτες κανονικά. Σε κάθε δωμάτιο μέναμε τριάντα άτομα, δεν ήταν δύο-δύο, όπως συνήθως είναι οι καμπίνες. Μέναμε τριάντα άτομα μαζί, σε τριπλές κουκέτες, τρία κρεβάτια το ένα πάνω από το άλλο. Εγώ με το που ανέβηκα, ξεκίνησα να ψάχνω να βρω ανθρώπους από τα μέρη μου. Ρωτούσα στο πλοίο, αλλά δε βρήκα κανέναν από την Εύβοια, οι περισσότεροι ήταν Σαμιώτες και Κεφαλλονίτες.

Το ταξίδι κράτησε τριάντα μία μέρες. Πρώτη στάση ήταν στην Κύπρο, μετά φτάσαμε στο Σουέζ, διασχίσαμε την Ερυθρά Θάλασσα και πήγαμε προς το Κολόμπο, την πρωτεύουσα της Κεϋλάνης. Εκεί είδα για πρώτη φορά μπανάνες, έδινες ένα δολάριο και σου έδιναν ένα τεράστιο τσαμπί με μπανάνες, σαν να ήτανε στραγάλια. Μου άρεσε. Αλλά από την Κεϋλάνη και μετά, μας έπιασε μια αδιανόητη θάλασσα. Κι αυτό συνεχίστηκε και στον Ειρηνικό, μέχρι την Αυστραλία. Ήμασταν συνέχεια μέσα στο καράβι, ούτε στο κατάστρωμα μπορούσαμε να βγούμε, γιατί έμπαινε η θάλασσα, πλημμύριζε. Τα φινιστρίνια ήταν κλειστά και δεν μπορούσαμε ούτε να φάμε γιατί --με συγχωρείς-- ξερνούσε όλος ο κόσμος μέσα στο καράβι. Άγριες θάλασσες, όχι αστεία. 

Στο Σίδνεϋ φτάσαμε στις 10 Ιουνίου. Στο λιμάνι μας περίμεναν διώροφα λεωφορεία, όπως αυτά που έχουν στο Λονδίνο, πρώτη φορά τα είδα εγώ τότε. Μας πήγαν στον σιδηροδρομικό σταθμό να πάρουμε το τρένο και φτάσαμε στο Maitland. Μας έβαλαν σε δωμάτια όπου μέναμε δύο-δύο άτομα και κάθε μέρα μάς φώναζαν για να μας προτείνουν δουλειές. Για παράδειγμα: «Καραδήμος, υπάρχει δουλειά να κόβεις ζαχαροκάλαμα, πάνω, στο Queensland. Εκεί έχει όλο τον χρόνο καλοκαίρι, 30 βαθμούς. Ποιος θέλει;» Αλλά εμείς, ήμαστε δασκαλεμένοι. Λέγαμε σε όλα «όχι», γιατί θέλαμε να πάμε όλοι μαζί στο Newcastle, στην πόλη. 

Μια μέρα, με φωνάζουν και μου λένε: «Υπάρχει ένας ιδιοκτήτης φάρμας με χιλιάδες πρόβατα κι αγελάδες. Σε θέλουν. Θα σε έχουν σαν παιδί τους, γιατί αυτός είχε πολεμήσει στη Μάχη της Κρήτης, όπως κι άλλοι Αυστραλοί κι αγαπούσε πολύ τους Έλληνες». Εγώ φοβόμουν, δεν ήθελα να πάω. Αν είχα πει «ναι», ίσως σήμερα να είχα καμία φάρμα με χιλιάδες γελάδια! Ποιος ξέρει; 

Τελικά, μείναμε οι τελευταίοι, οκτώ-εννιά άτομα. Επειδή έπρεπε να αδειάσουν τα δωμάτια, περίμεναν μια παρτίδα Γερμανούς εργάτες, πήγαμε στο Newcastle. Εκεί μας πήγαν σε ένα hostel, όπου πια τα φαγητά τα πληρώναμε από τον μισθό μας. Είχαμε δωμάτιο ανά δύο άτομα, μια κοπέλα να μας στρώνει, να μας πλένει κλπ. και καντίνα δίπλα μας, με μαγειρεμένο φαγητό πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Ωραίο φαγητό, είχε από όλα. Πάνω από όλα με εντυπωσίασε το πρωϊνό, το οποίο τότε ούτε που το ξέραμε στην Ελλάδα. Εγώ το πρωί απλά έπινα γάλα κι έτρωγα ψωμί. Εκεί μας είχαν έτοιμο ολόκληρο μπουφέ. 

720x720tzimis2
720x720tzimis

Πιάσαμε δουλειά σε ένα χυτήριο, το μεγαλύτερο χυτήριο της Αυστραλίας, δούλευαν 26.000 άνθρωποι. Μας έβαζαν να φτυαρίζουμε κάρβουνο, με κράνος στο κεφάλι και με ξύλινα παπούτσια, γιατί εκεί μέσα έκαιγε, έκαιγε, ήταν φούρνος. Δεν μπορούσες να αναπνεύσεις με τις μάσκες κι όλο τον εξοπλισμό, γιατί είχε πολλή σκόνη από το κάρβουνο και πολλή ζέστη. Υποφέραμε, είναι η αλήθεια.

Στο εργοστάσιο υπήρχαν τρεις βάρδιες, οκτάωρες, όλο το εικοσιτετράωρο. Αλλά μπορούσε να έχεις τελειώσει τη βάρδια σου και να σου πούνε: «O Τζίμης, ο Άθας, ο τάδε, ο τάδε, γυρίστε πάλι μέσα, σας χρειαζόμαστε». Άλλες 8 ώρες! Να τελειώσεις 8 το πρωί, την άλλη μέρα. Δε θέλαμε, αλλά δεν μπορούσαμε να πούμε κι «όχι». Σου λέει: «Λείπουν εργάτες και πρέπει να μείνετε». Και ξέρεις τι είναι να έχεις ετοιμαστείς μετά τη δουλειά να πας στο σπίτι και να σου πει: «Θα μείνεις μέχρι τις 8 το πρωί»; Καλύτερα να σε σκότωνε, εκείνη τη στιγμή. Είχα αδυνατίσει, είχα γίνει χάλια, με αυτές τις συνθήκες. Αλλά δεν το έλεγα στον μπαμπά μου, για να μην τους στεναχωρήσω, όταν μου έγραφαν και με ρωτούσαν «πώς περνάω». Τι να τους πω, ότι υποφέρω; Θα μου έλεγαν ότι: «Εσύ ήθελες να πας εκεί…»

Ήταν δύσκολα τα πράγματα, από όλες τις απόψεις.

“Μας σπρώχναν, μας έλεγαν: «Hurry up, wogs!», δηλαδή «Κάντε γρήγορα, ξένοι!»”

Φοβόσουν, λες μπορεί με διώξουν, μπορεί το ένα, μπορεί το άλλο. Τώρα δεν μπορεί να σου πει αυτή τη ρατσιστική λέξη κανένας μπόσης, κανένα αφεντικό, κανένας διευθυντής. Τώρα έχουν κοπεί αυτά. Και δεν μπορούσες και να φύγεις, άμα πήγαινες στην Αυστραλία, έπρεπε να καθίσεις υποχρεωτικά για δύο χρόνια.

Αλλά να πω και τα καλά. Δουλεύαμε πάρα πολύ σκληρά, αλλά μας έδιναν λεφτά, είχαμε συνέχεια λεφτά στην τσέπη μας. Στο χωριό περίμενα να μου δώσει δύο δραχμές ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου, δεν είχε κι αυτός. Ενώ στην Αυστραλία, δόξα τω Θεώ, κάθε εβδομάδα είχαμε λεφτά, ντυνόμασταν. Είχα έρθει με μία βαλίτσα με δυο-τρία παντελονάκια και με ένα ζευγάρι παπούτσια. Εδώ τακτοποιήθηκα, αγόρασα κουστούμια... Περνούσαμε καλά, η αλήθεια. Είχαμε γνωριμίες και με κοπέλες... Η αλήθεια είναι ότι στην Αυστραλία, άμα έχεις λίγο μυαλό, εκτός αν είσαι τεμπέλης, θα βγάλεις λεφτά. 

Ένα άλλο πράγμα που έχει την πλάκα του, ήταν όταν πηγαίναμε να πιούμε καμιά μπύρα. Ήμουν δεκαεννιά χρονών κι έβγαινα με τα άλλα τα παιδιά που ήταν πιο μεγάλα, είκοσι δύο-είκοσι τριών ετών και πιο μεγαλόσωμοι. Μπαίναμε στην μπυραρία να πιούμε μπύρα και μου λέγανε: “You, out!” «Εσύ», λέει «να βγεις όξω». Κι είχα πάντα το διαβατήριο και τους έλεγα: «Όχι, είμαι είκοσι!» Γιατί οι Αυστραλοί συνήθως είναι ντερέκια. Δεν πίστευαν πως είμαι πάνω από δεκαοχτώ, για να επιτρέπεται να μπω μέσα.

Στο Newcastle έμεινα τρία χρόνια και τρεις μήνες. Έψαχνα να βρω κάποια άλλη δουλειά, αλλά τότε είχε μια κάμψη στις δουλειές, υπήρχε ανεργία. Τελικά, φίλοι και συγγενείς με έπεισαν να πάω στο Σίδνεϋ να ψάξω δουλειά.

Εκεί, πήγα πρώτα σε ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε ηλεκτρικά ψυγεία. Φτάνω το πρωί και βλέπω μία τεράστια ουρά απ’ έξω. Βγήκε ένας και λέει: «Πήραμε ακριβώς όσους θέλαμε σήμερα, να έρθετε πάλι αύριο». Την άλλη μέρα το πρωί είχα πάει από τις 5, να είμαι πρώτος στην πόρτα, να μπω μέσα. Μπήκα μέσα και μου λένε: «Πού δούλευες;» «Στο BHP στο Newcastle» «Εντάξει, πιάνεις δουλειά κατευθείαν». Έπιασα, ευτυχώς, δουλειά εκεί, καλή δουλειά. 

Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι το εργοστάσιο έκλεινε τους καλοκαιρινούς μήνες, ήταν εποχιακό. Μετά κρατούσαν ελάχιστους εργάτες για μικροδουλειές κι όλοι οι άλλοι, στην ανεργία. Είπα: «Δεν πειράζει, θα το ρισκάρω». Κι όταν έφτασε το καλοκαίρι, εμένα όχι μόνο δε με διώξανε, αλλά μου δώσανε και δικό μου πόστο, καλύτερο. Φτιάχναμε κουφώματα για τα παράθυρα. Μετά από δέκα χρόνια με έκαναν αρχιεργάτη κι έτσι έμεινα εκεί, πήρα ένα οικόπεδο κοντά στη δουλειά, έχτισα εκεί ένα σπίτι. Έμεινα σε αυτή τη δουλειά σαράντα τρία χρόνια. Από το '58 μέχρι το 2001, που έγινα εξήντα πέντε χρονών, έμεινα εκεί.

Στην αρχή, στο Σίδνεϋ νοικιάζαμε με έναν φίλο μου ένα δωμάτιο σε σπίτι. Οι παλαιότεροι Έλληνες αγοράζαν σπίτια με τέσσερα-πέντε δωμάτια και νοίκιαζαν κάποια σε νέους Έλληνες εργάτες, γιατί οι Αυστραλοί δε μας βάζανε μέσα, δε νοικιάζαν σπίτια σε μετανάστες. Εκεί, σε αυτό το σπίτι γνώρισα τη γυναίκα μου, που είχε έρθει να επισκεφτεί μια φίλη της. Εκείνη δούλευε σε εργοστάσιο που έφτιαχνε παπούτσια. Αρραβωνιαστήκαμε και παντρευτήκαμε το 1960, κάναμε και παιδιά.

720x960tzimis2
720x960tzimis







Τώρα πια, η Αυστραλία έχει αλλάξει τελείως. Έλληνες δεν έρχονται πια, ούτε Γερμανοί κι Ιταλοί, όπως τότε. Όλα τα μαγαζιά που είχαν Έλληνες στο Σίδνεϋ, τα έχουνε σήμερα Βιετναμέζοι. Ήρθαν πολλοί τότε με τον πόλεμο κι είναι καλή φυλή, εργατικοί, καλοί άνθρωποι. Τα παιδιά και τα εγγόνια τα δικά μας δε δουλεύουν πια σε εργοστάσια, ούτε σε μαγαζιά. Είναι σε γραφεία, είναι επιστήμονες, γιατροί δικηγόροι...

Δεν το μετάνιωσα ποτέ που έφυγα. Στο χωριό τι θα έκανα; Ούτε Γυμνάσιο δεν είχα πάει. Εδώ γνώρισα ένα σωρό ανθρώπους. Ταξίδεψα σε μαγικά μέρη, στα νησιά Φίτζι, στο Βανουάτου, σε όλο τον Ειρηνικό, στα ωραία μέρη που διάβαζα στα βιβλία μου.

Ερευνητής/τρια
Παλιατσή Αναστασία
Επιμέλεια
Γιώργος Πουλιόπουλος
Autoplay
Playing next

Είσαι σίγουρος πως θέλεις να τερματίσεις τον player;

Alt text
Με το που γυάλιζε το μάτι του ήξερα τι θα συμβεί