Η Μαριούπολη που αφήσαμε πίσω μας

Έλληνες ομογενείς από τη Μαριούπολη, ξεριζώθηκαν λίγες μέρες μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, για να βρεθούν σε μια παιδική κατασκήνωση στη Ραφήνα.
Είχαμε μια φυσιολογική ζωή μέχρι τη μέρα της εισβολής. Μέναμε στον Σαρτανά της Μαριούπολης, ένα από τα είκοσι εννέα ελληνικά χωριά της περιοχής. Σχεδιάζαμε να πάμε στη γιορτή ενός πολύ καλού μας φίλου και περιμέναμε την Τσικνοπέμπτη. Και ξαφνικά, βρεθήκαμε να βλέπουμε στη ρωσική τηλεόραση το διάγγελμα του Πούτιν, που έμοιαζε σαν να έχει βγει από άλλη εποχή. Ακόμα και τότε, μέσα μας πιστεύαμε ότι δε θα συμβεί κάτι.
Τα ξημερώματα της 24ης Φεβρουαρίου, ξεκίνησαν οι μεγάλοι βομβαρδισμοί. Μια βροχερή μέρα, ομιχλώδης, κι από παντού ακούγαμε κανόνια. Ξαφνικά, αρχίσαμε να βιώνουμε μια κατάσταση Β΄ παγκοσμίου πολέμου, το 2022. Στα κελάρια, εκεί που αποθηκεύαμε το τουρσί, τώρα τρέχαμε να κρυφτούμε. Σε παγωνιά, με αρνητικές θερμοκρασίες, χωρίς ρούχα, νερό, φαγητό. Να ψάχνουμε αν θα μπορούσαμε να βρούμε λίγο ρεύμα για να φορτίσουμε κινητά. Την επόμενη μέρα, φύγαμε από το κελάρι του σπιτιού και μεταφερθήκαμε απέναντι σε ένα Λύκειο, επειδή ήταν τσιμεντένιο το κτίριο.
Με το που ξεκίνησε ο πόλεμος, πήγαμε να πάρουμε προμήθειες από τα σούπερ μάρκετ του Σαρτανά. Ήταν όλα κλειδωμένα από τους ιδιοκτήτες. Καταφέραμε και πήραμε από τη Μαριούπολη ζυμαρικά, αλεύρι, αυγά. Παροχή νερού δεν υπήρχε. Περιμέναμε να ανέβει η θερμοκρασία για να γεμίσουμε από το λιωμένο χιόνι μπουκάλια. Μια πολύ δυνατή στιγμή ήταν τις μέρες που η τροφοδοσία από την Μαριούπολη είχε εξαντληθεί, ένας κτηνοτρόφος της περιοχής άφησε ελεύθερα τα ζώα του, για να μπορέσει ο κόσμος να τα πιάσει και να τα φάει…
Στις 2 Μαρτίου τα ξημερώματα, ήρθαν δυο φίλοι και μας ενημέρωσαν για την ανακοίνωση του ελληνικού προξενείου στο Facebook, που έλεγε ότι: «Σήμερα στις 11 το πρωί, ξεκινάει ένα κομβόι με σκοπό την εκκένωση του χωριού». Λόγω επαφής με το ελληνικό προξενείο, ανέλαβα όλο τον συντονισμό της διαφυγής μας. Μας μιλούσαν κωδικοποιημένα και μας είχαν ειδοποιήσει να κλείνουμε τα κινητά μας, για να μη δίνουμε στίγμα τοποθεσίας. Η πρώτη εντολή ήταν ότι θα αναχωρήσουν όλοι όσοι έχουν ελληνικό διαβατήριο. Εκεί πήραμε τη μεγάλη απόφαση να αφήσουμε πίσω τους γονείς της γυναίκας μου.
Φύγαμε με το αυτοκίνητο. Περιπλανιόμαστε μέσα στη Μαριούπολη γύρω στα σαράντα λεπτά. Κάναμε τετρακόσια χιλιόμετρα σε δεκαοχτώ ώρες. Μετά από από τρεις μέρες καταφέραμε να βγούμε από τη χώρα.
Περάσαμε από βομβαρδισμένα χωριά, συναντήσαμε πολλά ουκρανικά κι ένα ρώσικο μπλόκο, στο οποίο μας κράτησαν για έλεγχο. Ο Έλληνας πρέσβης βρισκόταν προπομπός μέχρι και τη Μολδαβία. Μας πέρασε τα σύνορα προς Ρουμανία και μετά ανέλαβα εγώ επικεφαλής της αποστολης. Κοιμηθήκαμε στη Ρουμανία για δύο βράδια με έξοδα της προξενείου. Έπειτα φτάσαμε στη Βουλγαρία κι από εκεί μέχρι τον Προμαχώνα, όπου μας υποδέχτηκαν ελληνικές οργανώσεις.
Ο Δήμος Σαρτανά είναι αδελφοποιημένος με τον Δήμο Ζωγράφου Αττικής από το 1999. Έτσι βρέθηκα κι εγώ στον Σαρτανά, εργαζόμουν στον Δήμο Ζωγράφου και πήγα για πρώτη φορά το 1999, ως απεσταλμένος λόγω της αδελφοποίησης. Εκεί γνωρίστηκα με τη γυναίκα μου κι εγκαταστάθηκα πλέον μόνιμα στην Ουκρανία. Τώρα, με το που φύγαμε από την Ουκρανία, μίλησα με τον Δήμο Ζωγράφου και πολύ γρήγορα κινητοποιήθηκαν για να μας παραχωρήσουν τις εγκαταστάσεις των κατασκηνώσεων για να μείνουμε, όλοι οι πρόσφυγες.
“Μόλις φτάσαμε, είχαμε ακόμα την αίσθηση ότι κάποιος μας κυνηγούσε.”
Επειδή είναι πολύ κοντά το αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος, θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι μόλις είχαμε κατέβει από τα αυτοκίνητα πέρασε πολύ κοντά μας ένα αεροπλάνο κι αυθόρμητα πέσαμε όλοι κάτω για να καλυφθούμε. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ το πρώτα βράδια. Είχα συνεχώς το άγχος και τον φόβο της επίθεσης.
Μετά από μέρες, αρχίσαμε να επικοινωνούμε με δικούς μας ανθρώπους που είχαν μείνει εκεί. Υπήρχε πολύς αθώος κόσμος, που ήταν μέσα στις πόλεις. Κάποιοι έχουν θάψει τους δικούς τους ανθρώπους στην αυλή του σπιτιού ή της πολυκατοικίας, δεν υπάρχει νεκροταφείο να πας να κηδέψεις τον δικό σου άνθρωπο εκείνη τη στιγμή.
Η πιο τραγική πλευρά του πολέμου, είναι αυτή των παιδιών. Επικοινωνούν μεταξύ τους στο Instagram για να βρουν ποιοι φίλοι τους είναι ζωντανοί και που βρίσκονται. Δε λένε: «Γεια τι κάνεις», ζούνε απίστευτα πράγματα. Λένε: «Σε βρήκα, σ' αγαπώ, μου λείπεις».


Μια από αυτές τις περιπτώσεις, είναι η ιστορία του Αλέξανδρου, συμμαθητή και φίλου της Φιλίτσας, της κόρης μου. Ο Αλέξανδρος έχασε από τον βομβαρδισμό της Μαριούπολης τον μοναδικό συγγενή και κηδεμόνα του, τη γιαγιά του. Όταν το παιδί συνειδητοποίησε ότι είχε μείνει μόνο, προσπάθησε να βρει σήμα στο κινητό του κι επικοινώνησε με τη Φιλίτσα. Εμείς βρισκόμασταν ήδη στη Ραφήνα κι αμέσως κινητοποιήσαμε φίλους που ήταν εκεί για να τον βοηθήσουν. Μέσα από μια πολύ δύσκολη κι επικίνδυνη διαδικασία, καταφέραμε και τον φέραμε εδώ μαζί μας, στη Ραφήνα. Δεν έχουμε καταφέρει ακόμα να μάθουμε πολλά για το τι έζησε εκεί, μας έχει όμως περιγράψει ανατριχιαστικά σκηνικά που έζησε ακολουθώντας τις οδηγίες του στρατού. Πλέον τον νιώθω ως ένα ακόμα μέλος της οικογένειας μου.
Εδώ στις κατασκηνώσεις, ζούμε τριάντα άτομα σε έξι σπίτια. Είναι κυρίως γυναίκες με παιδιά κι έχουμε και μια έγκυο γυναίκα. Είμαστε μαζί, μια οικογένεια. Παρότι έχω άλλο σπίτι στην Αθήνα, θα μείνω εδώ μέχρι να εγκατασταθεί αλλού κι ο τελευταίος.
Κάποιοι από αυτούς που έχουν μείνει στην Ουκρανία πιστεύουν ότι κάτι μπορεί να ξαναγεννηθεί. Είμαστε, όμως, ακόμα στο πρώτο στάδιο συνειδητοποίησης της κατάστασης. Τα τραύματά μας είναι βαθύτερα. Για να φτιάξουμε τη ζωή μας εκτός Ουκρανίας, πρέπει πρώτα να ισορροπήσουμε την ψυχή μας.