Το τίμημα από το τραύμα του πατέρα μου, στο έπος του 1940-41

Τα κρυμμένα γράμματα σε ένα κλειδωμένο κασελάκι, δίνουν στην Ελένη Χωρέμη απαντήσεις σε ερωτήματα που την βασάνιζαν χρόνια.
Δεν θυμάμαι τίποτα πριν τα δέκα μου χρόνια, εκτός από τον παππού, που μου είχε μάθει να διαβάζω πριν πάω σχολείο. Από την καθοριστική αυτή όμως ηλικία της ζωής μου, έζησα καταιγισμό τρομακτικών γεγονότων. Τότε είδα την μητέρα μου να κλαίει και να σπαράζει στο πάτωμα και δεν μπορώ ακόμη και σήμερα να ξεχάσω τις σκηνές αυτές. Διάφορα γεγονότα έκτοτε άρχισαν να συμβαίνουν χωρίς βέβαια να μπορώ να τα κατανοήσω.
Την ίδια χρονιά γεννήθηκε ο αδελφός μου, τέταρτο παιδί αγόρι μετά από τρια κορίτσια. Ο πατέρας μου είχε μεγάλη κτηματική περιουσία και δούλευε πάρα πολύ. Eρχόταν κουρασμένος στο Κιάτο που ζούσαμε, με ένα ποδήλατο, φορτωμένος τα διάφορα αναγκαία για το σπίτι. Η μητέρα μου δεν μπορούσε να βοηθήσει καθώς τα κτήματα δεν ήταν στην ίδια πόλη και σε εποχές που δεν υπήρχαν πλυντήρια, έπρεπε να ζυμώσει και να φροντίσει όλες τις δουλειές του σπιτιού.
Σύντομα, άρχισα να καταλαβαίνω πως δύσκολα τα έβγαζε πέρα και την βοηθούσα μετά το σχολείο. Ήμουν πολύ καλή μαθήτρια και ειδικά στο Γυμνάσιο, οι καθηγητές επέμεναν στον πατέρα μου να μην με σταματήσει. Οι άλλοι λέγανε «γιατί πάμε στο σχολείο;» κι εγώ έλεγα:
«Παναγία μου, το σχολείο είναι το φως μου»
Εν τω μεταξύ, ο πατέρας είχε αρχίσει να είναι αυταρχικός, είχε εύκολα θυμό και διέγερση, συχνά έντονα βίαιος ακόμη και για μικρά θέματα. Αρχικά είχα σχηματίσει την εντύπωση ότι η σκληράδα του χαρακτήρα του ήταν συνδεδεμένη με την σκληρή σωματική εργασία. Είχε επίσης πτωχή μνήμη, δυσκολία στην κατανόηση των απόψεων των άλλων και αυτό οδηγούσε σε θυμό και εμμονές. Και είχε επίσης πολύ σκληρή και βίαιη συμπεριφορά απέναντι σε εμάς, στα παιδιά του. Μόνο στην μητέρα μας δεν είχε σηκώσει χέρι ποτέ.
Δεν μπορούσαμε να συζητήσουμε τίποτα μαζί του και η μητέρα μας δεν μπορούσε να παρέμβει. Ήταν ένας ευγενής άνθρωπος και αξιοπρεπής, αλλά αδυνατούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, ήταν ήπιος χαρακτήρας. Δεν μιλούσαμε στο σπίτι, δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε, υπήρχε μόνο σιωπή, να μη μιλάμε καθόλου.
Στην δουλειά ο πατέρας μου χρησιμοποιούσε πολλούς εργάτες, αλλά φαίνεται ότι χρειαζόταν επιπλέον βοήθεια. Έτσι, λίγο αργότερα, στην 1η Γυμνασίου, σταμάτησε από το σχολείο την δεύτερη αδελφή μου. Εγώ στεναχωρήθηκα πάρα πολύ για αυτό, μέχρι που έκανα απεργία πείνας για μία εβδομάδα, αλλά εις μάτην. Τα καλοκαίρια πηγαίναμε όλοι στο κτήμα και βοηθούσαμε. Η διαχείριση της κτηματικής περιουσίας γινόταν συνεχώς πολύ χειρότερη και ο πατέρας μου πια μάλωνε με όλους.
Υπήρχαν πολλά ερωτήματα αλλά δεν μπορούσα να δώσω καμία απάντηση. Η μόνη μου διέξοδος και χαρά ήταν το σχολείο και τα βιβλία -μεγάλο άνοιγμα στον κόσμο- που τα έπαιρνα από την φίλη μου Λένα και την ευγνωμονώ πάντα γι’ αυτό. Δεν μπορούσα όμως να μιλήσω σε κανέναν για τις δυσκολίες που συνέβαιναν στο σπίτι μας.
Ο πατέρας μου είχε χαλάσει την σχέση του με τους άλλους συγγενείς και έτσι δεν είχαμε κανένα να συζητήσουμε την κατάσταση στην οικογένειά μας. Είχαμε «ένα πατέρα που δεν ήταν σαν τους άλλους». Δομές δεν υπήρχαν τότε στην κοινωνία μας για κάποια βοήθεια. Δεν βγαίναμε έξω εκτός από το σχολείο και την εκκλησία. Εν τω μεταξύ η μητέρα μου έκανε εγχείρηση χολής και μετά δύο χρόνια και άλλη εγχείρηση. Ο πατέρας μου τα έχασε και πρώτη φορά τον είδα να κλαίει. Κάτι που μου είχε κάνει εντύπωση στον χαρακτήρα του ήταν η μεγάλη αντίθεσή του στο άδικο από τη μία και η αντίφασή του, όπως εκδηλωνόταν με τα προβλήματα της συμπεριφοράς του, από την άλλη. Η φύση του ήταν να είναι κοινωνικός άνθρωπος και αυτό σκέπαζε σε κάποιο βαθμό, τα προβλήματα που είχαμε στο σπίτι.
Τελειώνοντας το Γυμνάσιο πέτυχα στην Ιατρική και ήλθα στην Αθήνα. Από ένα σημείο και μετά δεν κατέβαινα πια στο Κιάτο. Μέχρι και στην Αθήνα ερχόταν όμως ο πατέρας μου και είχαμε καυγάδες για το τίποτα. Μια φορά είχα πάει με τραυματισμούς στην σχολή, αν είναι δυνατόν. Χωρίς λόγο. Γιατί με μια φίλη μου πήγα σινεμά και δε με βρήκε στο σπίτι. Και όταν ερχόταν επάνω, ήθελα να φύγει, να φύγει… Δεν μπορούσα. Δεν μπορούσα πλέον ούτε να τον βλέπω ούτε να τον ακούω ούτε να… τίποτα, τίποτα. Λίγο μετά ήλθαν και οι δύο αδελφές μου στην Αθήνα, η μία επέτυχε στην Νομική και η άλλη για να πάει στο νυχτερινό Γυμνάσιο. Και αργότερα ήλθε ο αδελφός μας στην Ιατρική. Οι δυσκολίες πολλές και χρηματικές αλλά βοηθούσαμε όσο μπορούσαμε προσέχοντας μικρά παιδιά. Εγώ βοηθούσα όσο μπορούσα όλους.
Για μένα δεν υπήρχε «Εγώ», υπήρχε «Εμείς»
Όμως και εμείς είχαμε πρόβλημα στην επικοινωνία μας καθώς δεν είχαμε μάθει πώς να λύνουμε συγκρούσεις, σε ένα περιβάλλον που κανείς δεν μιλούσε και ο πατέρας μας δυσκόλευε την κατάσταση ακόμα περισσότερο. Έτσι κατάλαβα ότι έπρεπε να ζητήσω ψυχολογική υποστήριξη. Έκανα πολύ καιρό να ανοιχθώ και να μιλήσω. Είχα τόσους φόβους, που ούτε καν τους καταλάβαινα. Ήταν ένας Γολγοθάς.
Παρακολούθησα τότε πολλά σεμινάρια αυτογνωσίας. Η ψυχολογία και η φιλοσοφία με βοήθησαν πολύ. Η Ιατρική ήταν η σωτηρία μου. Η δίψα μου για γνώση ήταν μεγάλη και αυτό με βοηθούσε να ξεχνώ την κατάσταση στο σπίτι. Έχοντας πολύ ισχυρή αίσθηση καθήκοντος, αλλά και δυνατή έφεση για γνώση και με πολύ προσπάθεια, πήγα καλά στο επάγγελμά μου. Με γοήτευσε η Ανοσολογία, μία νέα ειδικότητα. Έφυγα δύο φορές για μεγάλο διάστημα στο εξωτερικό και αυτό με βοήθησε πολύ, καθώς απομακρύνθηκα από τα προβλήματα του σπιτιού μου.
Τα χρόνια πέρασαν. Ο πατέρας μας έφυγε 72 ετών το 1984, με τραγικό τρόπο από ένα έλκος που το χειρουργήσανε αλλά δεν έκλεινε με τίποτα. Ακόμα και τότε είχε βίαιη συμπεριφορά. Έβριζε τους γιατρούς. Πέθανε τόσο άγρια. Κατεστραμμένη ήταν η ζωή του και ταλαιπώρησε πολύ κι εμάς. Ο πατέρας μου είχε ένα κλειδωμένο κασελάκι στο σπίτι, το οποίο δεν είχε ανοιχθεί. Ακόμα και όταν πέθανε, η μητέρα μου κρατούσε το κλειδί και δεν το άνοιγε. Τα χρόνια πέρασαν και έφυγε και η μητέρα μας, 89 ετών το 2003. Τότε ανοίχθηκε το κασελάκι.
Εκεί, μεταξύ άλλων που βρήκαμε, ήταν και τα «ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ» του πατέρα μας. Ήταν δέκα γράμματα από 17-11-1940 έως 19-2-1941, από την Αλβανία, και δύο γράμματα από το Νοσοκομείο Τρίπολης, που είχε μεταφερθεί μετά τον τραυματισμό του στο αλβανικό μέτωπο. Ο τραυματισμός ήταν βαρύτατος και ήταν δύο χρόνια πριν παντρευτεί την μητέρα μου. Εγώ το είχα ακούσει από τον παππού μου, που μου είχε αναφέρει: «ο πατέρας σου είχε τραυματιστεί πολύ σοβαρά στο κεφάλι από οβίδα και του είχαν δώσει σύνταξη αναπηρίας αλλά δεν την δέχθηκε». Έτσι βέβαια είχε στερηθεί και την ιατρική παρακολούθηση.
Αυτό που εμείς γνωρίζαμε ήταν, ότι η μεγάλη βαθιά ουλή στο δεξιό πρόσθιο μέρος του κρανίου του, ήταν από τραυματισμό, για τον οποίο όμως δεν ήθελε να μιλάει ποτέ. Άρχισα να ψάχνω την Νευρολογία. Διάβασα όλα τα γράμματα και αναπολώντας όσα συνέβησαν τα χρόνια που πέρασαν, ξέρω πλέον ότι η κατάσταση αυτή ήταν συμβατή με το «Σύνδρομο του Μετωπιαίου Λοβού» και στην πραγματικότητα είχε παρουσιάσει στην ζωή του όλα τα συμπτώματα, με διαταραχές στην αντίληψη, στο συναίσθημα και στην συμπεριφορά. Και το χειρότερο, το σύνδρομο αυτό συνδέεται με προϊούσα νευροεκφύλιση. Σε αυτό οφειλόταν ότι με την πάροδο του χρόνου τα συμπτώματα γίνονταν πιο σοβαρά.
Στην συζήτηση με άλλους συγγενείς, ο γιός της μικρότερης αδελφής του, μου ανέφερε τα λόγια της μητέρας του:
«Ο αδελφός μου όταν γύρισε από το πόλεμο ήταν άλλος άνθρωπος».
Η μητέρα μας όταν τον παντρεύτηκε, δεν ήξερε τίποτα για το τραυματισμό του και πολύ περισσότερο για τις συνέπειες του, και δυστυχώς δεν έμαθε ποτέ την αλήθεια. Στα αποσπάσματα του γράμματος που ακολουθεί φαίνεται ανάγλυφα ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου που είναι περήφανος αλλά και ευαίσθητος, είναι γενναίος αλλά και ευγενικός και ανθρώπινος. Ενδιαφέρεται για την πατρίδα του, την οικογένειά του, τους συγγενείς του και σκέφτεται συνέχεια τι μπορεί να κάνει γι’ αυτούς, αλλά πάνω απ’ όλα ήταν ένας από τους πολλούς ήρωες, που μας έκαναν περήφανους στο έπος του 1940-41, γιατί πολέμησαν για την Ελευθερία αλλά και την Ειρήνη που έχουμε σήμερα. Για μένα βέβαια, αλλά και για τα αδέλφια μου, ο πατέρας αυτός ήταν άγνωστος, δεν τον γνωρίσαμε ποτέ.
Hμερομηνία 5/1/41
Σεβαστέ μου πατέρα υγιαίνετε. Είμαι καλά το αυτό επιθυμώ όπως η παρούσα μου επιστολή σας εύρη όλους εντελώς καλά. {...} Είδα να μου γράφετε ότι δεν λαβένετε επιστολάς μου, αλλά εγώ τακτικά σας γράφω, όταν βέβαια ευχερούμαι, διότι εδώ δεν ήρθαμε να σας γράφω, αλλά να πολεμήσωμεν, αλλά παράπονα να μην έχετε διότι στέλνω τακτικά και δεν έχουμε χαρτοφάκελους, γι’ αυτό σε όλα τα γράμματα λέμε να μας στείλετε χαρτί. Αλλά σεις στέλνετε φανέλλες, γάντια και λεπτά. Σας έγραψα, λεπτά έχω τα μισά, δεν θέλω αν δεν σας γράψω. Φανέλλες έχω και πουλόβερ αγόρασα. Τώρα αφού τα στείλατε δεν πηράζει. Για τις δουλιές, όσες μπορείτε και να μη στενοχορείστε καθόλου. Ο Θεός είναι μεγάλος. Μου γράφετε να μη στενοχορούμε για σας αλλά γυναίκα και παιδιά δεν άφησα, ούτε χωρίς ψωμί.
Εμείς εδώ το έχομε γλέντι. Ψωμί φαΐ ύπνο όταν ευχερούμε και κάθε μέρα κατωρθώματα, μια 800 πιάνωμε Ιταλούς, μια 100, την άλλη 300 όπως χθες και σήμερα θα έχομε πλέον με 300 και τους στέλνομε κάτω, να τους βάνετε να δουλεύουν, διότι εμείς είμαστε θερία στον πόλεμο, αλλά ευγενείς στους αιχμαλώτους. Να βλέπετε 5 ελληνόπουλα να πιάνουν 100 Ιταλούς, αμέσως σηκώνουν μαντίλι και παραδίδωνται, αλλά σιγά σιγά αυτοί τρέχουν με αυτοκίνητα, ενώ μεις πάμε με τα πόδια. {...} Να προσέχετε το άλογο, δεν ξέρω έως το Μάρτη αν θα κάνει για αλέτρι στα κτήματα. θα σωθήτε. {...} Και τέλος όλοι εργασία για την Πατρίδα.
Σας χαιρετώ και σας φιλώ, ο υιός σας Στρατιώτης Ι.Β. Χωρέμης
Μονάς 79 ΙΙ/Ομάς Διοικήσεως Τάγματος ΤΤ 912.
Χερετισμούς εις όλους .., , Μητέρα, Βασιλικούλα, Βλασάκη, Τάσο, Νούλη.
Φιλιά


Σίγουρα διαβάζοντας αυτά τα γράμματα, και ως γιατρός, είχα την απάντηση πλέον σε όλα τα ερωτήματα που με βασάνιζαν πολλά χρόνια, έστω και κάπως αργά. Η ιστορία αυτή είχε επηρεάσει την ζωή μου πάρα πολύ και οι φόβοι και οι προβληματισμοί, μου έφεραν πολλά προβλήματα. Κάποιος μου είχε πει: «Έχεις ένα τοίχο και δεν μπορώ να το περάσω». Είχα πλέον την συναίσθηση ότι οι φόβοι μου δεν θα φύγουν, σαν να είχαν περάσει στα κύτταρά μου…
Ωστόσο διαβάζοντας τα γράμματα αυτά ένιωσα μεγάλη ανακούφιση, σαν ένα βάρος να έφυγε από πάνω μου. Έδωσα συγχώρεση στον πατέρα μου και ας μας άφησε πολύ πόνο όλη αυτή η ιστορία. Έκανα πολύ δρόμο όπως και τα αδέλφια μου. Σήμερα όμως κατανοούμε τον λόγο που ο πατέρας μας είχε αυτή την συμπεριφορά. Ήταν ένα θύμα του πολέμου 1940-41, όπως τόσοι άλλοι άνθρωποι, που άλλοι έχασαν την ζωή τους ή άλλοι όπως ο πατέρας μας, έζησαν με βαριά νευρολογικά και ψυχολογικά προβλήματα.
Δεν υπάρχει ζωή χωρίς απώλεια, χωρίς μικρούς και μεγαλύτερους θανάτους, που σημαδεύουν την ιστορία της ζωής μας. Το συναίσθημα αυτό σαν κατάθεση ψυχής, φέρνει στο προσκήνιο την δύναμη της υπέρβασης και της ανθεκτικότητας. Μέσα μας υπάρχει μία ορμή, μία δύναμη, που η επεξεργασία της απώλειας έχει την δυνατότητα να μας αφυπνίζει και να μας παροτρύνει να μεταμορφώνουμε την οδύνη σε δημιουργία. «Όχι δεν είμαι λυπημένη», όπως λέει η Κική Δημουλά. Αντίθετα κοιτώντας προς τα πίσω αισθάνομαι ευγνωμοσύνη για την πορεία που ακολουθήσαμε και εγώ και τα αδέλφια μου, για να δημιουργήσουμε με τον καλύτερο τρόπο, που νόμιζε ο καθένας μας, την ζωή του.