Ο πόλεμος δεν περιγράφεται

Οι πολεμικές εμπειρίες ενός βετεράνου του Ιερού Λόχου στον Γράμμο και στο Βίτσι, την περίοδο του Εμφυλίου.
Με την απελευθέρωση των Δωδεκανήσων επιστρέψαμε στην Αθήνα, ο Ιερός Λόχος τιμήθηκε και μετά διαλύθηκε. Είχε αρχίσει πλέον η ανασυγκρότηση του ελληνικού στρατού.
Το ‘46 άρχισε στο Λιτόχωρο ο Εμφύλιος, εγώ πήγα στην Αγιά Λάρισας, οπού ήτανε ένας λόχος καταδρομών και τον παρέλαβα ως υπολοχαγός. Πήρα μέρος σε πολλές επιχειρήσεις, στην μάχη της Φλώρινας και μετά στον Γράμμο και στο Βίτσι. Αν ξέρατε τι θα πει Γράμμος και Βίτσι. Ο Γράμμος και το Βίτσι έχουνε φάει κορμιά. Πολλά κορμιά. Χιλιάδες νέοι σαν και σας έχουνε πέσει εκεί. Και στο Γράμμο και στο Βίτσι.
Στην Καστοριά αριστερά είναι ο Γράμμος, είχαμε πολλές μεραρχίες εμείς, αλλά οι συμμορίτες είχανε δύναμη, μεγάλη δύναμη. Οπότε μας μαζεύει ο στρατηγός, ο Πετζόπουλος και λέει: είναι ανάγκη να πιαστούνε τα υψώματα. Εγώ, που ‘μουνα υπολοχαγός τότε, έβλεπα ότι μερικά υψώματα μπορούσα να τα πάρω. Οπότε σηκώνω το χέρι, λέει: «Τι θέλεις;». Σηκώνομαι όρθιος, λέω: «Μπορώ να πάρω κάποια υψώματα». «Και ποιος είσαι εσύ;», ρωτάει. «Υπολοχαγός, διοικητής λόχου». Τα ‘χασε αυτός. Ο Διοικητής της 3ης ταξιαρχίας, της δικής μου, του λέει:
«Στρατηγέ, αυτός είναι του Ιερού Λόχου και ξέρει από πόλεμο»
Και μου αναθέτει να πιάσω τα πρώτα υψώματα. Συγκροτώ μια μικρή ομάδα Λοκατζήδων. Ετοιμαστήκαμε, άρχισε να νυχτώνει, ήτανε 6 Ιουλίου του ’48. Είχα και έναν πολίτη από ένα χωριό να μη χαθούμε τη νύχτα μες το δάσος. Προχωράμε λοιπόν, 4 η ώρα, αρχίζει να χαράζει. Βλέπω ένα ύψωμα που είχανε θέσεις οι συμμορίτες. Δίνω σχηματισμό παρατάξεως, εγώ είμαι στη μέση και τους έχω πει: «Πρώτος θα τουφεκίσω εγώ».
Οι συμμορίτες μας ακούνε και ξυπνάνε, αρχίζει να ξημερώνει. «Ρε, τι ήσαστε εσείς;» φωνάζουν. Λέω: «Αντικατάσταση». «Μα τέτοια ώρα;», φωνάζουν. «Ναι -λέω- δεν σας ειδοποίησαν; Σε λίγο θα σας πάρουν τηλέφωνο. Αντικατάσταση». Βλέπω τα κεφάλια τους όμως να γίνονται πολλά. Οπότε τραβάω την πρώτη ριπή εγώ, ακολούθησαν και οι άλλοι. Μπροστά μου βρέθηκε ο τηλεφωνητής, το τηλέφωνο. Ριπή, παρ’ τον κάτω. Το ύψωμα το πιάσαμε εύκολα. Μας κάνανε μετά αντεπιθέσεις, αλλά τους αντιμετώπισα.
Έρχονται αντικαταστάτες και εμάς μας στέλνουν στον Χάρο, ένα ύψωμα που οι συμμορίτες είχαν είκοσι πολυβολεία. Ήταν νύχτα και ένας επιλοχίας, μου λέει: «Θα πάρουμε αυτό το ύψωμα με τόσο μικρή ομάδα;». «Ναι», του λέω. Τα χάνει ο επιλοχίας. Του λέω: «Ρίξ’ την φωτοβολίδα, ότι τάχα το πιάσαμε για να πάνε τα πυρά μας πίσω». «Μα- μου λέει- αφού δεν το πιάσαμε». Του βάζω το Thomson στην κοιλιά,
«Ρίξ’ την φωτοβολίδα- λέω- τώρα αμέσως! Και θα ορμίσουμε!»
Λοιπόν, ρίχνει τη φωτοβολίδα και ορμάμε. Αρχίζει και το πυροβολικό και ανεβαίνουμε απάνω. Οι συμμορίτες σχεδόν δεν έριξαν τουφεκιά, είχανε πάθει πανικό γιατί δεν ξέρανε πόσοι είμαστε. Εγώ φώναζα: «Λόχος δεξιά, λόχος αριστερά», ενώ ήμουν μόνο με μια ομάδα αραιωμένη. Το ‘βαζαν στα πόδια και πήραμε τον Χάρο.
Ήρθανε ενισχύσεις και οργανώσαμε την άμυνα του υψώματος με νάρκες και παγίδες. Αυτοί ξεκίνησαν αντεπίθεση, βαράγανε με πυροβολικό και με όλμους το ύψωμα και φέρνανε καινούργιες μονάδες. Εγώ τους φώναζα με το χωνί: «Ελάτε να πιούμε καφέ μαζί. Ελάτε να μιλήσουμε, ό,τι θέλετε. Δεν υπάρχει λόγος να σκοτωνόμαστε». Αυτοί φώναζαν: «Θα σε κρεμάσουμε, θα σε γδάρουμε, θα, θα…».
Κάνανε πολλές επιθέσεις, οπότε πέφτει ένα βλήμα κοντά μου και το ωστικό κύμα, με πετάει! Και ένα θραύσμα με βαράει στο κεφάλι. Ευτυχώς φορούσα κράνος εκείνο το βράδυ και τραυματίστηκα μόνο ελαφρά. Κρατήσαμε την άμυνα τελικά. Με μία ομάδα πήρα τα υψώματα. Υψώματα που είχανε διαλυθεί τάγματα και ταξιαρχία. Εκεί πήρα και προαγωγή «Επ’ Ανδραγαθία».


Που πολεμούσα έχοντας απέναντι μου Έλληνες δεν με έκανε να νοιώθω κάπως. Ο εχθρός είναι απέναντι και θέλει να με σκοτώσει. Τι σημασία έχει, αν είναι Έλληνας, Γερμανός ή Κινέζος. Ό,τι και να είναι, άμα έρχεται να σε σκοτώσει πρέπει να κάνεις άμυνα παιδί μου. Ο άλλος έρχεται με πρόθεση να σε σκοτώσει, να σε κρεμάσει, πρέπει να αμυνθείς. Αυτό έκανα εγώ.
Τραυματίστηκα και άλλη μια φορά, έξω από το χωριό Αριστοτέλης, στην Χαλκιδική. Αυτό έγινε τον Νοέμβρη του ’49, ο συμμοριτοπόλεμος είχε σχεδόν τελειώσει, είχανε μείνει κάποια υπολείμματα των συμμοριτών μέσα στα δάση. Ήμασταν σε ένα φορτηγό και ενώ κινούμασταν στο δάσος πέσαμε σε ενέδρα. Πηδάμε κάτω και τρώω μια ριπή στο πόδι, γεμίσανε αίμα οι αρβύλες, άρχισα να χάνω τις αισθήσεις μου. Προλαβαίνω όμως να φωνάξω να ανέβουμε στο φορτηγό και λέω στον οδηγό να φύγει. Πήγαμε στο Νιοχώρι, βρήκαμε γιατρό ο οποίος με έστειλε στο 401, όπου κάθισα ένα μήνα. Έτσι, μετά από δέκα χρόνια, τελειώνει ο πόλεμος για μένα. Κρήτη, Μέση Ανατολή, Δωδεκάνησα, Γράμμος και Βίτσι.
Άκουσε παιδί μου, o πόλεμος είναι κακό πράγμα. Ο πόλεμος γίνεται για να χαθούνε ζωές. Στον πόλεμο βαράνε πυροβολικά, όλμοι, πολυβόλα, οπλοπολυβόλα, αεροπλάνα. Όλοι πολεμάνε. Να γλιτώσεις είναι δύσκολο. Το ότι εγώ γλίτωσα από το ‘40 μέχρι το ‘50 είναι ένα θαύμα! Με γλίτωσε ο Θεός. Πού να ξέρατε… Και σου λέω: ο πόλεμος δεν περιγράφεται. Κατάλαβες; Αυτά που σας λέω εγώ είναι σταγόνα εν τω ωκεανό.