Go Back

Από παιδί στο βουνό με τους αντάρτες

fr169_12_petros_kurtesis_kosmas_kentriki
Αφηγητής/τρια

Σε εποχές τρομοκρατίας από παρακρατικές συμμορίες, ένας έφηβος ακολουθεί τους αντάρτες στα βουνά της Πελοποννήσου.

Όταν ήρθαν εδώ οι Ιταλοί κι οι Γερμανοί, ο πατέρας μου κατατάχθηκε αμέσως στον ΕΛΑΣ. Έλεγε: «Ήρθαν στην πατρίδα μας, δεν τους ενοχλήσαμε ποτέ, με ποιο δικαίωμα; Πρέπει να τους πολεμήσουμε!» Πήγε αντάρτης κι έπαιζε κάθε μέρα τη ζωή του.

Θυμάμαι πολύ καλά τη μέρα που οι αντάρτες χτύπησαν τους Ιταλούς στον Σταυρό, στον Κοσμά. Τους έστησαν ενέδρα. Ο αρχηγός τους λεγόταν Φεστούτσης, ήταν καβάλα στο άλογο κι ήταν ο πρώτος που έπεσε κάτω και σκοτώθηκε. Ήτανε κι ο πατέρας μου, πολεμούσε εκεί, ήτανε κι άλλοι, πιο μεγάλοι από τον πατέρα μου και βαράγανε με δίκανα, αυτά που κυνηγάνε οι κυνηγοί, βαράγανε τους Ιταλούς. Έγινε χαμός. Οι Ιταλοί είχαν πολλούς νεκρούς και τραυματίες, πάνω από είκοσι. 

Εγώ τότε ήμουν δέκα χρονών περίπου, ήμουν κι εγώ στη μάχη. Φυσικά, δεν πολεμούσα, αλλά κουβάλαγα νερό από το χωριό για να πλύνουν οι γυναίκες τους τραυματίες. Δεν είχανε επιδέσμους οι γυναίκες, αλλά είχαν άσπρες τσεμπέρες. Σκίζανε τις τσεμπέρες και τις χρησιμοποιούσαν για να δένουνε τους τραυματίες.

Πολλοί Ιταλοί παραδόθηκαν. Έναν μάλιστα τον έπιασε ο πατέρας μου. Μόλις τον είδε, σήκωσε τα χέρια και του λέει: «Παναγιώτης, δύο παιδιά!» Ήξερε λίγα ελληνικά, φαίνεται. Ο πατέρας μου δεν τον πείραξε, τον παρέδωσε σε κάτι Γερακίτες, να τον πάνε παρακάτω. Κι εκεί ο ένας, πήγε και τον έσφαξε τον Ιταλό! Στον γυρισμό, όταν μαζευτήκαν όλοι οι αντάρτες, λέει ο πατέρας μου: «Πού είναι ο Παναγιώτης;» «Τον σκότωσα!» Κι ο πατέρας μου τράβηξε το μαχαίρι να τον σκοτώσει! Ήταν και φίλοι… «Ρε συ, γιατί τον σκότωσες τον άνθρωπο; Τον Παναγιώτη, που παραδόθηκε κι έκλαιγε…» Και δεν του ξαναμίλησε ποτέ, που ήταν και φίλοι αχώριστοι κι είχαμε και συγγένεια. Δεν του ξαναμίλησε ποτέ ο πατέρας μου, μέχρι που πέθανε. Δε δικαιολόγησε ποτέ την πράξη του.

Οι ενέδρες των ανταρτών συνεχίστηκαν. Σε αντίποινα, το ’44, oι Γερμανοί μάς κάψανε όλο το χωριό, όλο τον Κοσμά. Από τα πεντακόσια σπίτια, έμειναν μόνο δέκα. Δεν είχαμε ούτε σπίτι, ούτε στρώμα να κοιμηθούμε, ούτε ψωμί, ούτε τίποτα. Τραβήξαμε πολλά τότε. Αλλά δεν ξέραμε τι μας περίμενε τα επόμενα χρόνια… 

Στον Εμφύλιο, ο πατέρας μου πήγε στο δεύτερο αντάρτικο. Μείναμε εμείς στον Κοσμά, στο έλεος των Χιτών, Μπατιτσαίοι και Μανιάτες. Αυτοί δεν πολέμησαν ποτέ για την πατρίδα, είχανε βγει για πλιατσικολόι.

Ήτανε ανήμερα του Αγίου Σπυρίδωνου, όταν οι Μπρατιτσαίοι ήρθαν στο χωριό. Εγώ είχα πάει με τα γίδια για βοσκή. Το πρώτο σπίτι όταν μπαίνουμε ήταν του παππού μου, εκεί μέναμε κι εμείς. Τους βλέπει ο παππούς μου, κάνει να φύγει, τον σκοτώνουν. Για τον πατέρα μου, επειδή ήταν αντάρτης. Μπαίνουν μέσα στο σπίτι, μας παίρνουν όλα τα πράγματα, τα ζώα, και κινούν για τα Πελετά. 

Στον δρόμο, συναντούν μία θεία μου, είκοσι δύο-είκοσι τριών χρονών τότε, την αδερφή του πατέρα μου. Ήταν με τα ζώα στα διπλανά χωριά. Της παίρνουν τα ζώα για να βάλουν τα πλιάτσικα οι Χίτες, τα πλιάτσικα που είχαν πάρει από το σπίτι μας κι από άλλα σπίτια του Κοσμά. Και τότε, λέει κάποιος: «Αυτή είναι η κόρη αυτουνού που σκοτώσαμε στον Κοσμά!» του παππού μου, δηλαδή. 

Την πήρανε κοντά και την κλείσανε σε ένα σπίτι, πάνω εδώ. Σαράντα μέρες την κράτησαν εκεί. Είκοσι δύο χρονών ήταν η θεία μου τώρα, μικρή. Την είχαν σαράντα μέρες, κατάλαβες τώρα, μία κοπέλα μέσα σε πενήντα-εξήντα άνδρες... Υπέφερε πολλά. Υπόφερε πάρα πολλά, πάρα πολλά… 

Μαθεύτηκε το γεγονός κι ένας ανθυπολοχαγός του στρατού από τη Σκούρα τη λυπήθηκε, έδωκε σήμα να την παραδώσουν στη Σπάρτη. Κι εκείνοι την πήγανε στη Σκάλα, σε κάτι χωράφια, και τη σκοτώσανε. Γιατί πού να την παρουσιάσουν έτσι όπως την είχαν κάνει… Αυτά είναι απάνθρωπα. Οι Μπρατιτσαίοι κι οι Μανιάτες σκότωσαν πολλούς ανθρώπους ανέφταιγους, ανέφταιγους ανθρώπους.

Ο αρχηγός των Μανιατών, ο Παυλάκος, βρομερός άνθρωπος. Μόνο για το αίμα ήταν, σκότωνε έτσι, χάρη γούστου. Πήγανε από δω απάνω στο Παλιοροπάτι. Εκεί είχαν δυο-τρία καλύβια γειτόνοι, ένας γέρος με μια γριά, κι είχαν ανάψει ένα φούρνο, να ρίξουν το ψωμί. Και τους λέει: «Τι το θέλετε το ψωμί;» «Για την οικογένεια». Και τους αρχίζει στο ξύλο, ότι είναι για τους αντάρτες. Πέφτουν κάτω και τους πάταγε τα κεφάλια με την αρβύλα, μέχρι που ξεψύχησαν οι άνθρωποι, μαρτύρησαν… Πέρασαν μετά από κει δυο παιδάκια Κοσμίτικα, έντεκα και δεκατριών ετών. «Πού πάτε ρε;» «Στον Κοσμά». Mε το που του λένε «στον Κοσμά», ανταρτοχώρι, «μπαμ-μπαμ!» Τραβάει και τα σκοτώνει, στον δρόμο, και τα δυο. 

Δεν είχα πια πού να πάω. Ήμουν δεκαπέντε χρονών, ο πατέρας μου κυνηγημένος, το σπίτι καμένο.

Άμα γύριζα στον Κοσμά θα με σκοτώνανε κι εμένα, σαν τον παππού μου, τη θεία μου. Εδώ ο άλλος σκότωσε παιδιά έντεκα και δεκατριών χρονών, δε θα σκότωνε κι εμένα, που ήμουν μεγαλύτερος; Πήγα στο αντάρτικο να βρω τον πατέρα μου. 

Τον βρήκα στα Τσίντζινα, του είπα τι συνέβη. Μου έβαλε κι έφαγα και μου λέει: «Έλα κοντά…» Με παίρνει και με πάει στον Ατζακλή, τον αρχηγό του ΔΣΕ τότε, στο αντάρτικο. «Πάρ’ τον, Γιώργη, είσαι υπεύθυνος γι’ αυτόν!» Με έβαλαν μαζί με μια κοπέλα, τη Γλυκερία, ήμασταν ίσα στην ηλικία με την κοπελίτσα εκείνη. Είχαμε ένα ζώο, ένα μουλάρι, και φορτώναμε τα πράγματα, κουβαλάγαμε τα του στρατού. Γυρίσαμε όλα τα βουνά επάνω προς Καστάνιτσα, Τσίντζινα, Βαμβακού, όλα.

Μια μέρα, εκεί που πηγαίναμε για τα Τσίντζινα, ξεκίνησε μάχη. Ήρθε στρατός, τακτικός στρατός, και βάραγαν με το πυροβολικό. Φώτα, εκρήξεις… Πήγαμε με τη Γλυκερία μέσα σε μία ρεματιά, της λέω: «Γλυκερία, πάμε να φύγουμε!» «Όχι, θα πάμε να βρούμε τον Ατζακλή!» Χωρίσαμε. Πάω ψηλά σε μία εκκλησία που φέρνανε τους τραυματίες. Έκανε πάρα πολύ κρύο, είχα ένα παλιό παλτό και μια κουβέρτα. Πήραν την κουβέρτα και βάζανε πάνω τους τραυματίες, όλη μέρα κουβαλούσαμε τραυματίες… 

Ο στρατός υποχώρησε και πήγαμε στο Παλαιοχώρι. Εκεί, μου λέει ο Ατζακλής: «Πέτρο, θα φύγεις, να πας στην Αθήνα. Να ζήσεις. Εμείς, μας πήρε που μας πήρε…» Καλό παιδί. Ήταν καλός άνθρωπος, μορφωμένος, αξιωματικός ήταν. Μπορεί να είχε μάθει ότι ερχόταν η 9η Μεραρχία και δεν ήθελε να με πάρει κι εμένα μαζί. Κανόνισε να φύγω, μέσα στα χιόνια, με τα πόδια. Έκανα δυόμισι μέρες από τα βουνά, κρυφτά, να μην πέσω σε καμιά ενέδρα. Κι από το Γεράκι, με ένα φορτηγάκι, πήγα στην Αθήνα. 

Σε λίγο καιρό, ο στρατός διέλυσε το αντάρτικο. Ο Ατζακλής, να είναι καλά, Θεός σχωρέστον, χάθηκε. Στον Κοσμά, οι Μπρατιτσαίοι πήγαν και το ξεκένωσαν όλο το χωριό. Το κάψαν οι Γερμανοί το ’44, το διέλυσαν κι οι Χίτες, δεν έμεινε κανένας, φύγανε όλοι, χάθηκαν όλοι, το ίδιο κι ο πατέρας μου. 

Στην Αθήνα, έπιασα δουλειά στις οικοδομές, από μικρός. Παντρεύτηκα το ‘57, έκανα πέντε παιδιά. Γύρισα στο χωριό όταν ηρέμησαν τα πράγματα.

Είναι πολλά. Κι άλλα πολλά, που ζήσαμε. Οι αντάρτες, κοίταξε, δεν πείραξαν κανέναν, δε σκότωσαν κανέναν ανέφταιγο. Είχαν και κοπέλες, γυναίκες που ζυμώνανε, πλένανε... τις είχαν επιστρατεύσει. Αλλά απαγορευόταν να πειράξεις κοπέλα, δεν είχε τέτοια, σε σκότωναν. Εκεί στα Τσίντζινα, μάλιστα, ένας πατριώτης μου είχε πειράξει μια κοπέλα και τον καθάρισαν αμέσως, στη γέφυρα. Μπορεί να πεινάγανε και να ερχόντουσαν να πάρουν ένα καρβέλι ψωμί, ένα τσουβάλι πατάτες ή μια κατσίκα να φάνε, αλλά δεν είχαν καμία σχέση με τους Χίτες. Οι Χίτες… 

Όταν γύρισα στο χωριό, πήγαμε και ξεθάψαμε τη θεία μου. Είχα πολύ στενοχωρηθεί για εκείνη, ακόμα στενοχωριέμαι. Ήμασταν πολύ δεμένοι. Πάντα τη θυμάμαι. Όταν είχαν κάψει οι Γερμανοί τον Κοσμά, που ήμουν παιδάκι, ερχόταν και με παρηγορούσε, με κρατούσε στην αγκαλιά της μέχρι να κοιμηθώ. 

Ερευνητής/τρια
Δελακοβία Βικτώρια
Επιμέλεια
Μάγια Φιλιπποπούλου
Autoplay
Playing next

Είσαι σίγουρος πως θέλεις να τερματίσεις τον player;

Alt text
Με το που γυάλιζε το μάτι του ήξερα τι θα συμβεί