Στο Αφγανιστάν με τον Κόκκινο Στρατό

Ένας βετεράνος αντισυνταγματάρχης του Κόκκινου Στρατού, που σήμερα ζει στην Ελλάδα, εξιστορεί τις εμπειρίες του από τον σοβιετικό πόλεμο στο Αφγανιστάν.
Είμαι ο Ζούεφ Ανατόλι και γεννήθηκα το 1958, στην πόλη Vladikavkaz, στην επαρχία της Βόρειας Οσετίας. Στην παιδική μου ηλικία κοιτούσα τον πατέρα μου κι ονειρευόμουν να γίνω στρατιωτικός. Είχε υπηρετήσει από το 1937 μέχρι το 1947, σε όλο τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και μεγάλωσα με τις ιστορίες που μας έλεγε. Έτσι, όταν τελείωσα το σχολείο, μπήκα σε στρατιωτική σχολή κι έγινα αξιωματικός. Δώσαμε όρκο, τον όρκο της πατρίδας, τον όρκο της Ρωσίας, ότι θα την υπηρετήσουμε πιστά.
Αποφοίτησα το 1980 και μετατέθηκα στην πόλη Termez του Ουζμπεκιστάν, στα σύνορα με το Αφγανιστάν. Από το 1979 είχε ξεκινήσει ο πόλεμος στο Αφγανιστάν, ο σοβιετικός στρατός μπήκε στη χώρα αυτή για να πολεμήσει τους Μουτζαχεντίν, τους αντάρτες που θέλανε να καταλάβουν με τη βία την εξουσία. Πήγαμε να βοηθήσουμε την κυβέρνηση και τον λαό του Αφγανιστάν.
Το 1982, το Τάγμα μου πήρε εντολή να μπει κι αυτό στο Αφγανιστάν. Είχε ξεκινήσει τότε μια μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση για την εκδίωξη των Μουτζαχεντίν από το φαράγγι Panjshir και συμμετείχε και η μονάδα μου. Σε εκείνη την περιοχή, αρχηγός των ανταρτών ήταν ο Ahmad Shah Massoud, μεγάλος πολέμαρχος με χιλιάδες άντρες υπό τις οδηγίες του. Ήταν ο μοναδικός αρχηγός των Μουτζαχεντίν που είχε ελικόπτερο Cobra, του το είχαν δώσει οι Αμερικανοί.
Εκείνη την εποχή, πολλές χώρες ήταν ενάντια στην Σοβιετική Ένωση. Η Γαλλία έστελνε φάρμακα και φορητές χειρουργικές προμήθειες. Η Κίνα πολυβόλα με απαγορευμένες εκρηκτικές σφαίρες, τις 7,62 dum-dum. Η Ιταλία νάρκες χωρίς μεταλλικό κέλυφος, καθαρό πλαστικό, που ο ανιχνευτής ναρκών δεν μπορούσε να βρει, μόνο οι σκύλοι. Τα κράτη της Βαλτικής ελεύθερους σκοπευτές.
Προχωρήσαμε πολεμώντας σε εκείνo το φαράγγι και τους διώξαμε, σκορπίστηκαν στα βουνά και στις σπηλιές και το Σύνταγμά μου -το 682 Μηχανοκίνητο- εγκαταστάθηκε σε ένα οικισμό στο κέντρο του φαραγγιού κι έτσι το ελέγχαμε.


Μέχρι που στις 29 Απριλίου 1984, λάβαμε διαταγή να προχωρήσουμε στο φαράγγι του ποταμού Khazar. Τα τεθωρακισμένα οχήματα δεν μπορούσαν να πάνε εκεί, οπότε κινηθήκαμε με τα πόδια κατά μήκος των ορεινών ποταμών. Ήμασταν 400 στρατιώτες, Ρώσοι κι Αφγανοί, και μαζί μας είχαμε δύο ντόπιους Αφγανούς οδηγούς, που θα μας έδειχναν ένα μέρος όπου βρίσκονταν αποθήκες πυρομαχικών και πυροβόλων.
Ήταν όμως προδότες. Μας οδήγησαν σε παγίδα.
Είχαν ειδοποιήσει τους Μουτζαχεντίν και την επόμενη μέρα μας είχαν στήσει ενέδρα. Ήταν χιλιάδες κι ήταν κρυμμένοι στα βράχια και στους γκρεμούς, γύρω από το μονοπάτι που ανεβαίναμε. Μας χτύπησαν με πολυβόλα, λίγο πριν πέσει ο ήλιος. Αυτή είναι η πιο βαθιά νύχτα της ζωής μου. Όσοι ήταν αριστερά σκοτώθηκαν όλοι τα πρώτα λεπτά. Με ελεύθερους σκοπευτές σκότωσαν τους ασυρματιστές μας και μείναμε χωρίς επικοινωνία. Τα ελικόπτερα δεν μπορούσαν να βοηθήσουν γιατί υπήρχαν πολυβόλα σε διασταυρούμενα πυρά. Το βράδυ φώναζαν με μεγάφωνα «Σουραβί, Σουραβί,παραδοθείτε». «Σουραβί» στα αφγανικά σημαίνει «Σοβιετικοί».
Μέχρι το επόμενο μεσημέρι της Πρωτομαγιάς έγινε μακελειό. Είχαμε επιζήσει εγώ κι άλλοι τρεις στρατιώτες. Είχα τραυματιστεί αλλά μπορούσα να περπατήσω. Προς το απόγευμα ήρθε βοήθεια, τους χτύπησαν τάγματα μας, που ήρθανε από τα υψηλότερα βουνά, κι έτσι αυτοί σκόρπισαν. Μετά κατέβηκαν και βρήκαν εμάς τους τέσσερις, όλοι οι άλλοι ήταν νεκροί.
Στην αρχή μετρούσα αυτούς που σκότωσα, μετά σταμάτησα. Ο πόλεμος, αν δεν σκοτώσεις, θα σε σκοτώσει. Θυμάμαι τον πρώτο Μουτζαχεντίν που πυροβόλησα. Τον πέτυχα ακριβώς ανάμεσα στα μάτια. Από εκατό μέτρα. Μας πυροβολούσε κρυμμένος σε ένα σπίτι. Γύρω είχε κάτι αμπέλια, πήρα δύο στρατιώτες και πήγαμε κρυφά από το πλάι. Αυτός φαινόταν ίσα - ίσα, σε ένα παράθυρο. Σημάδευσα με το πολυβόλο, περίμενα να κινηθεί για να τον δω καλύτερα. Κάποια στιγμή σηκώθηκε και τότε του έριξα. Έπεσε έξω από το παράθυρο και μετα εισβάλαμε στο σπίτι.
Εκεί είχε κάτι γυναίκες που έκλαιγαν ουρλιάζοντας, φορώντας την μπούρκα, αλλά δεν είχαμε δικαίωμα να τις αγγίξουμε για έλεγχο. Απαγορευόταν αυστηρά, έπρεπε να φωνάξουμε Αφγανούς στρατιώτες για να το κάνουν. Είχαμε εγχειρίδιο με οδηγίες: «Τι δεν μπορείτε να κάνετε σε ένα μουσουλμανικό κράτος».
Σε πολλά σπίτια υπήρχαν παγίδες. Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια αφίσα στον τοίχο. Απεικόνιζε το σοβιετικό κόκκινο αστέρι κι ένας αετός ράμφιζε το αστέρι και το αίμα έσταζε. Οι στρατιώτες μας όταν έβλεπαν την αφίσα, νευριασμένοι πήγαιναν να την σκίσουν, πίσω όμως κρυβόταν νάρκη και τους διέλυε το κεφάλι. Είχαν κάτι άλλα βάζα με χρήματα, παγιδευμένα με βόμβες και αυτά.
Ή κάτι κουτάκια, σαν την κόκα κόλα, ένα ποτό «σίσι» το έλεγαν, το άνοιγες να πιεις και μπουμ! ... Μέχρι και τσίχλες πουλούσαν που ήταν εκρηκτικές. Πήγαινε ο στρατιώτης να την μασήσει και του έφευγε το μισό σαγόνι. Οι αξιωματικοί είχαμε ενημερώσει τους άντρες μας, αν βλέπουν κάτι όμορφο και φανταχτερό να μην το αγγίζουν. Όλα αυτά έρχονταν από το εξωτερικό, από τις χώρες που εξόπλιζαν τους αντάρτες.
Οι περισσότεροι όταν επέστρεφαν από το Αφγανιστάν είχαν ψυχικές διαταραχές. Ήταν μέρες που από το πρωί μέχρι το βράδυ δεχόμασταν πυρά, αυτό σε τρελαίνει. Ή όταν μιλάς με τον φίλο σου και την επόμενη στιγμή δεν υπάρχει, επειδή δέχτηκε σφαίρα ή πάτησε νάρκη. Όταν μια νάρκη εκραγεί, τον άλλον τον σκίζει. Τότε αρχίζεις να μαζεύεις τα κομμάτια του, για να αναγνωριστεί από κάποια σημάδια και να στείλεις το πτώμα στο σπίτι του. Ήταν πολύ δύσκολο για τους στρατιώτες, αλλά και για εμάς τους αξιωματικούς επίσης.
Τα αεροπλάνα που μετέφεραν πίσω στην πατρίδα τα φέρετρα των νεκρών στρατιωτών, τα αποκαλούσαμε «Μαύρες Τουλίπες» κι οι μεταφορές αυτές είχαν την κωδική ονομασία «Φορτίο 200». Στο Αφγανιστάν υπήρχαν παντού ναρκωτικά, τα πουλούσαν παντού, στα παζάρια. Μικρά παιδιά να πουλάνε τσιγάρα με όπιο. Πολλοί στρατιώτες έγιναν τοξικομανείς. Τόσες φορές είχα κατασχέσει από τους στρατιώτες μου ναρκωτικά.


Όταν έφυγα από το Αφγανιστάν, μετατέθηκα στην Τσετσενία και το 1992 αποστρατεύτηκα με το βαθμό του Αντισυνταγματάρχη. Έμεινα εκεί γιατί στο μεταξύ είχα κάνει οικογένεια και παιδιά. Ήταν λίγο πριν τον πρώτο πόλεμο της Τσετσενίας κι είχαν πάρει τον έλεγχο της περιοχής οι Τσετσένοι ισλαμιστές. Είχαν μάθει ότι είμαι πρώην αξιωματικός του σοβιετικού στρατού κι άρχισαν να μας απειλούν. Εμένα, τη γυναίκα μου, τα παιδιά, την πεθερά μου.
Στο δωμάτιο, κάθε βράδυ είχα ένα πολυβόλο, χειροβομβίδες κι ένα πιστόλι. Περίμενα να έρθουν να με χτυπήσουν. Αυτό ήταν για ένα μήνα. Ούτε μια νύχτα δεν κοιμήθηκα. Ήταν όλες άγρυπνες. Ακουγόταν ο παραμικρός θόρυβος στο δρόμο και πεταγόμουν. Ευτυχώς είχα κάτι καλούς Τσετσένους γείτονες και δεν άφηναν τους παραστρατιωτικους να πλησιάσουν. Η γυναίκα μου ήταν ελληνικής καταγωγής κι έτσι φύγαμε για την Ελλάδα. Ήταν το 1993, λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Αν είχαμε μείνει εκεί, θα είχαμε σίγουρα σκοτωθεί όλοι. Από τότε είμαστε εδώ, έχω κάνει εγγόνια και δουλεύω ως συντηρητής σε μια εταιρεία.
Την εισβολή στην Ουκρανία εμείς οι Ρώσοι την περιμέναμε εδώ και πολλά χρόνια. Το Τάγμα Αζόφ είναι φασίστες. Το ίδιο και η ηγεσία τους. Είναι οι απόγονοι αυτών που ήταν με τους Γερμανούς στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτοί που κυνήγησαν τους Πολωνούς και τους Εβραίους. Εμείς με τον ουκρανικό λαό δεν έχουμε τίποτα, έχω έναν ουκρανό συνάδελφο στην δουλειά, είμαστε φίλοι. Έχει την οικογένεια του στην Ουκρανία και όπως του λένε, δεν τους αφήνουν να φύγουν, τους κρύβουν σε σχολεία και νηπιαγωγεία, κρατάνε τον κόσμο στις πολυκατοικίες για ασπίδα.
Η Ρωσία δεν πολεμά τον στρατό της Ουκρανίας, τους απλούς στρατιώτες. Πολεμά τους φασίστες. Οι απλοί στρατιώτες βλέπεις στις ειδήσεις ότι παραδίδονται μόνοι τους. Σηκώνουν τα χέρια, 100, 150, κάθε μέρα, δεν θέλουν να χυθεί αίμα. Ο πόλεμος πιστεύω θα τελειώσει όταν εξοντωθούν τελείως αυτοί οι φασίστες, γιατί αν φύγουμε απλά τώρα, αυτοί μετά θα γίνουν χειρότεροι.
Το μεγαλύτερο πράγμα που μαθαίνεις σε έναν πόλεμο είναι το πως να επιβιώνεις. Εγώ προσωπικά αυτό κρατάω και με βοήθησε και μετά. Στη ζωή αν δείξεις αδυναμία, θα σε καταβροχθίσει. Μη φοβάσαι τη δυσκολία. Μην τα παρατάτε, μην αφεθείτε στην αδυναμία, αν χαμηλώσεις το κεφάλι, θα περάσει ο οδοστρωτήρας να σε λιώσει. Και πρέπει να κρατάς τα νεύρα σου, τα συναισθήματά σου, τις γροθιές σου.
Αν και πρώην στρατιωτικός είμαι υπέρ της ειρήνης. Μακάρι όλοι οι άνθρωποι να ζουν ειρηνικά, να μην γίνονται ποτέ πόλεμοι, χωρισμοί και να είναι όλοι χορτάτοι και υγιείς. Αυτό είναι το πιο σημαντικό πράγμα για μένα, η υγεία.

