Go Back

Είδα τη δολοφονία του πατέρα μου

fr57_22_chrisula_gkuntantzi_tagmatasfalites_kentriki
Αφηγητής/τρια

Μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας δολοφονούν μπροστά στα μάτια της, τον πατέρα της Χρυσούλας Γκουντάντζη.

Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, το ’40, πήραν τον πατέρα μας να πολεμήσει στην Αλβανία. Πήραν όλους τους άντρες του χωριού, πήραν και τον πατέρα μας. Μετά, που τελείωσε ο πόλεμος, γύρισαν σιγά-σιγά όλοι από 'κει. Ο πατέρας μου, όμως, δεν ήρθε. Δεν ήρθε έναν μήνα, δεν ήρθε δύο, τρεις, πέντε… Στέλνανε γράμματα, η μάνα μου, ο παππούς μου, αλλά δεν υπήρχε ποτέ απάντηση. Έκλαιγαν, βασανίζονταν, θυμάμαι. Εγώ ήμουν πολύ μικρή, παιδάκι τεσσάρων ετών, δεν καταλάβαινα γιατί. 

Πέρασε ένας χρόνος. Το καλοκαίρι, αλωνίζαμε με τον παππού μου, τη μάνα μου και τους θείους μου και βοηθούσαμε κι εμείς τα μικρά, πατούσαμε τα στάχυα να βγει το σιτάρι. Το μάζεψαν και το πήγαν με το κάρο στον μύλο, στον Γιδά, να το αλέσουν. Κι εκεί, δίπλα στον μύλο, ήταν ο σταθμός του τρένου. Όπως περνούσαν, λοιπόν, με το κάρο, σταματά ένα τρένο, κατεβαίνει κόσμος κι ανάμεσά τους, ένας στρατιώτης. «Βρε!» λέει ο ένας με τον άλλον, «Αυτός είναι ο Θανάσης!» Ο πατέρας μου. Ήταν με ένα σακίδιο και δυο πατερίτσες. 

Τον πήραν οι θείοι μου και τον έφεραν στο σπίτι. Τον θυμάμαι που κατέβηκε από το κάρο με τις πατερίτσες. Έτρεξαν όλοι, τον αγκάλιασαν, τον φίλησαν, μαζεύτηκε όλο το χωριό, γιατί δεν το πίστευαν ότι ζει. 

Όταν ησύχασαν τα πράματα κι έκατσαν όλοι, η οικογένεια, τα αδέρφια του κι αυτά, πήγα κι εγώ κοντά. Βρήκα ένα κουμπάκι κάτω, ένα κουμπί κομμένο του πατέρα μου και πήγα, του το έδωσα και του λέω: «Θείο, αυτό είναι δικό σου». Τον πατέρα μου τον έλεγα «θείο». Δεν τον ήξερα ότι είναι πατέρας μου. Δεν ήξερα, δεν το γνώριζα ότι είναι πατέρας μου, μετά από έναν χρόνο. Λέει η θεία μου: «Είναι πατέρας σου, δεν είναι θείος σου». Έβγαλε τότε ο πατέρας μου απ' το σακί το στρατιωτικό ένα κουκλάκι λαστιχένιο και με το 'δωσε στο χέρι. Και τον αδερφό μου τον έφερε ένα τόπι. «Μας τα 'δωσαν», είπε, «από το νοσοκομείο, στην Αθήνα. “Θα πάτε στα σπίτια σας, ας πάρουν τα παιδιά σας κι από ένα δώρο”». Το θυμάμαι και συγκινούμαι. 

Έκατσε ο πατέρας μου εκεί, με τις πατερίτσες, από το '41 μέχρι το '44. Ζέσταινε η μάνα μου νερό κάθε βράδυ, έβαζε σε δυο τενεκέδες νερό με αλάτι και τον έβαζε τα πόδια μέσα, να ζωντανέψουν τα πόδια, να ξεκινήσει να περπατήσει. Κι η αλήθεια είναι ότι σιγά-σιγά, περπατούσε όλο και περισσότερο. 

Εκείνον τον καιρό, το ’44, άρχισαν να έρχονται στο χωριό μας ταγματασφαλίτες. Ελεύθεροι να κάνουν ό,τι θέλουν. Περνούσαν, γύριζαν μέσα στο χωριό, έμπαιναν και στα σπίτια κι έπαιρναν ό,τι θέλαν. Ποιος να μιλήσει. 

Μια μέρα, ήταν 27 Σεπτεμβρίου, ήρθαν στο σπίτι το δικό μας. Ήμασταν ο παππούς μου, η μάνα μου, ο πατέρας μου κι εμείς, τα μικρά. Ο πατέρας μου καθόταν εκεί πέρα, είχε ένα μικρό εκεί, στην αγκαλιά του. Και τον λέει ο ταγματασφαλίτης: «Άσε το παιδί και πήγαινε εφτά μέτρα πιο εκεί». Ανάπηρος άνθρωπος. Πάει εκεί ο πατέρας μου. Τον βάζουν εκείνοι στα εφτά μέτρα. «Πόσο χρονών είσαι;» «Είκοσι εφτά», λέει. «Πάρε κι ένα από 'μένα, είκοσι οχτώ!» Και τον σκότωσαν. Μπροστά στα μάτια μας. Δεν το ξεχνάω. Τον σκότωσαν τον πατέρα μου κι έφυγαν. Άδικα, άδικα. 

Ο παππούς μου ξεκινά να κλαίει, ήταν ο πατέρας του. Μαζεύτηκαν στο σπίτι οι συγγενείς, κρυφά, φοβόταν και να 'ρθουν, οι ταγματασφαλίτες γύριζαν ακόμη μέσα στα σπίτια, δεν είχαν φύγει ακόμα από το χωριό. Τον πήραν, πήγαν, τον έθαψαν στα μνήματα. 

Μόλις βράδιαξε, ακούμε έρχονται χωριανοί με λάμπες, με πετρέλαιο. Περνάν από το σπίτι μας και φεύγουν προς τα κάτω. «Τι συμβαίνει;» λέει η μάνα μου. «Τι έγινε, τι πάθατε;» «Θα κάψουν το χωριό», λένε, «θα μας σκοτώσουν όλους! Πάμε στον βάλτο». Αρχίσαμε να τρέχουμε. Με τα πόδια εγώ, πόσο χρονών να ήμουνα, έξι-εφτά χρονών θα ήμουνα, έτρεχα ξυπόλητη. Βατσινιές, αγκάθια, ξύλα, παλούκια, ό,τι ήθελες, τα πηδούσαμε όλα, να φύγουμε. Έπεφταν φωτοβολίδες πάνω απ' το κεφάλι μας. Πήγαμε στον βάλτο, εκεί είχε ένα τσαΐρι και κρυφτήκαμε εκεί μέσα στα άχυρα, να ξημερώσουμε. 

Κάτσαμε μια βδομάδα στον βάλτο. Στην αυλή μας, είχαμε ένα σύρμα από άκρη σ' άκρη κι είχαμε τα ζώα μέσα, βουβάλια, γελάδια, άλογα. Το νερό, η βρύση, έτρεχε σ' ένα μποστάβι και δεν μπορούσαν να πάνε να πιούν νερό, ήταν έξω από το σύρμα. Όταν μας ειδοποίησαν ότι έφυγαν οι ταγματασφαλίτες από το χωριό, πήγαμε στο σπίτι, ανοίξαμε το σύρμα κι όλα τα ζώα πήγαν κι έπεσαν απάνω στο νερό, σαν καμένα. Το ρουφήξαν το νερό όλο κι βρύση έτρεχε και πάλι δεν έφτανε. Τη θυμάμαι αυτή τη σκηνή. Ο παππούς μου έκλαιγε απάνω. 

Ο παππούς μου δεν άντεξε πολύ μετά τον πατέρα μου. Έπεσε. Τον χειμώνα προσπαθούσε να κουμαντάρει τα ζώα, δεν είχε δύναμη, είχε πολύ χιόνι, ίδρωσε, κουράστηκε, έπαθε πνευμονία. Πάει κι ο παππούς μου. 

Περάσαμε δύσκολα. Είχαμε μείνει τέσσερα παιδιά. Εγώ από πέντε χρονών φύλαγα τα πρόβατα, έπαιρνα το ξύλο και καθόμουν, έβρεχε, χιόνιζε, εγώ εκεί. Έβαζα ένα σακάκι παλιό στο κεφάλι μου και καθόμουν εκεί και διάβαζα και την προπαίδεια, να πάω στο σχολειό την άλλη τη μέρα. Αν και δεν πήγαινα από το πρωί, πήγαινα στο δεύτερο το διάλειμμα. Μια μέρα, ήρθε η δασκάλα στο σπίτι μας: «Ήρθα να σε δώσω», λέει της μάνας μου, «μια γνώμη». «Αυτό το κορίτσι, μην το κρατάς. Είναι αμαρτία. Αυτό θα γίνει δασκάλα». «Α, όχι», λέει η μάνα μου. «Ποιος θα πάει στο χωράφι; Ποιος θα πάει στα πρόβατα; Δε γίνεται», λέει. 

Ξεκίνησε ο ανταρτοπόλεμος. Κομμουνιστές με δεξιούς, χαμός γινόταν. Το βράδυ πηγαίναμε να κοιμηθούμε κι έρχονταν έξω από τα σπίτια να δουν ποιος είναι μέσα, μήπως έχουν καμιά συγκέντρωση. Ξύλο, τους έσπαγαν τα χέρια, το κεφάλι. Στο σπίτι μας πολλές φορές ήρθαν, η μάνα μου έβαζε κουβέρτες στα παράθυρα. Και μια μέρα, φώναξαν τη μάνα μου, να τη δικάσουν. Γιατί; Γιατί σκότωσαν τον πατέρα μου! Οι ταγματασφαλίτες, οι ίδιοι τη δικάζανε. 

Της λένε: «Γιατί σκότωσαν τον άντρα σου;» «Δεν ξέρω», λέει. «Ήρθαν στο σπίτι και τον σκότωσαν». «Πώς δεν ξέρεις; Φώναξε ο άντρας σου “Ζήτω το ΕΑΜ!”. Γι' αυτό τον σκοτώσαμε!» Ψέματα. Λέει η μάνα μου: «Ποτές ο άνδρας μου δεν μπλέχτηκε με κόμματα. Δεν μπόρεσε. Δεν προλάβαινε και να μπλεχτεί με κόμματα. Ήταν στο στρατό τρία χρόνια, υπηρέτησε στη θητεία του. Έμεινε ανάπηρος. Πότε αυτός θα μπλεκόταν με κόμματα και θα φώναζε και “Ζήτω το ΕΑΜ”. Αν είναι δυνατόν!» Ευτυχώς, δεν πήρε συνέχεια. Υπόγραψαν εκεί, τελείωσε. Δήθεν ήμασταν κομμουνισταί, φώναξε πατέρας μου «Ζήτω το ΕΑΜ». Ψέματα. Ο παππούς μου κι οι θείοι μου ήταν όχι δημοκράτες, αλλά βασιλικοί! Βασιλικοί, από κούνια! Είχαν οι μπαρμπάδες μου μέσα στο σπίτι τον βασιλιά σε φωτογραφίες. 

Μετά από λίγα χρόνια, όταν γινόταν η μάχη στον Γράμμο, ένας απ' το χωριό μας υπηρετούσε στρατιώτης. Όταν επέστρεψε, μας είπε αυτή την ιστορία: «Μια μέρα, με φωνάζουν στο τάγμα. Πήγα εκεί, ήταν ένας ταγματάρχης. “Είσαι από το Καμποχώρι;” “Ναι”. “Τον Θανάση τον Σοφόπουλο τον ήξερες;” —τον πατέρα μου—“Τον ήξερα πολύ καλά”. “Τι άνθρωπος ήταν;” “Όλα τα χρόνια στρατιώτης, δεν ήξερε τίποτ' άλλο από στρατιώτης. Και κρίμα, τον σκότωσαν κι είχε τέσσερα παιδιά”». Ήταν αυτός που σκότωσε τον πατέρα μου. Εκείνος. Ο ταγματάρχης.

 Ήταν ο ταγματασφαλίτης που σκότωσε τον πατέρα μου!

«“Κοίταξε”, λέει. “Εγώ τον σκότωσα, ο ίδιος. Εγώ τον σκότωσα. Έκανα μεγάλο σφάλμα στη ζωή μου κι έχω τύψεις. Με τρώει το βάσανο από μέσα”. Είχε τύψεις. Έπαιρναν θέσεις αυτοί μέσα στον στρατό, όποιος σκότωνε πολλούς, δήθεν κομμουνιστές, έπαιρνε πιο πολλές θέσεις, κέρδιζε βαθμούς. Έτσι έγινε και ταγματάρχης. Σε καμιά εικοσιπενταριά μέρες, έναν μήνα, σκοτώθηκε στον Γράμμο.

Ταγματασφαλίτες. Ξέρεις τι θα πει ταγμασφαλίτες; Δε λογάριαζαν τίποτα. Έτσι λειτουργούσαν. Και πόσα και πόσα. Αν κάτσω να στα πω όλα, θέλει μια βδομάδα να σε μιλάω.

Είμαι η Χρυσούλα Σοφοπούλου-Γκουντάντζη, του Αθανασίου. Περάσαμε πολλά, κορίτσι μου. Αυτά τα χρόνια να μην ξαναέρθουν. Ευχαριστώ την Παναγία, τον Χριστό, τον Θεό που μας βοήθησαν και σταθήκαμε στα πόδια μας, στη ζωή. Δεν περίμενα να ζήσω, να φτάσω αυτή τη ζωή, στα ογδόντα πέντε χρόνια, ποτέ. Δύσκολα, δύσκολα περάσαμε, αλλά δόξα τω Θεώ. Αυτά είδα κι άκουσα.

Ερευνητής/τρια
Στυλπνοπούλου Ασπασία
Επιμέλεια
Μάγια Φιλιπποπούλου
Autoplay
Playing next

Είσαι σίγουρος πως θέλεις να τερματίσεις τον player;

Alt text
Με το που γυάλιζε το μάτι του ήξερα τι θα συμβεί