Go Back

Γυναίκα στρατιωτικός σε εμπόλεμες ζώνες

afghanistan-patrol_2375961k__1_
Αφηγητής/τρια

Μία από τις πρώτες γυναίκες στις ελληνικές στρατιωτικές αποστολές σε Κόσοβο και Αφγανιστάν. 

Όταν ήμουν μικρή μάλλον πρέπει να είχα πετριά στο κεφάλι γιατί πάντα ήθελα να κάνω ένα επάγγελμα που να φεύγω, να πάω σε μακρινά μέρη. Στην αρχή ήθελα να γίνω ασυρματίστρια σε πλοίο. Μάλλον αυτό το ζήλεψα από τον Καββαδία, γιατί τον διάβαζα πολύ. Μέχρι που, ως παιδί, έκανα το πρώτο μου ταξίδι με πλοίο. Ήταν δραματικό, για 12 ώρες ξερνούσα συνέχεια οπότε έφυγε αυτό το όνειρο. Μετά ήθελα να γίνω οδηγός λεωφορείων, αλλά σε διεθνείς γραμμές. Δηλαδή να πηγαίνω όλη την Ευρώπη. Ούτε αυτό το όνειρο πραγματοποιήθηκε.

Βέβαια, μεγαλώνοντας, άρχισαν οι επιρροές από την οικογένεια. Όπως όλοι, έπρεπε να γίνω  γιατρός, δικηγόρος, κάτι τέτοιο. Εγώ όμως ήθελα να γίνω αρχαιολόγος, πάλι για να φεύγω. Τελικά από γινάτι, γιατί ήμουν κακομαθημένη είναι η αλήθεια, έγινα στρατιωτικός. Γιατί ήθελα κάτι γρήγορο που να μου δώσει αμέσως λεφτά για να μπορώ να φύγω. 

Το ότι έγινα νοσηλεύτρια στον στρατό ήταν τελείως τυχαίο. Τότε στο στρατό μπαίναμε με κατατακτήριες όχι με πανελλήνιες. Οπότε μια μέρα, επειδή με νευρίασε ο πατέρας μου με κάτι -που ο καημένος ποτέ δε μου έλεγε τίποτα δηλαδή ίσα ίσα με είχε κακομαθημένη- κάθισα και σκέφτηκα τις πιο γρήγορες επιλογές. Nα του αποδείξω ότι δεν τον έχω ανάγκη. Και έτσι έδωσα κατατακτήριες στον στρατό και πέρασα. 

Την πρώτη μέρα στο στρατό δε θα την ξεχάσω με τίποτα. Όπως είπα στο σπίτι, ήμουν πολύ κακομαθημένο. Είχα το δικό μου κουτάλι, το δικό μου πιρούνι, έλεγα: «Μην ακουμπάτε τίποτα, αυτό είναι δικό μου». Και ξαφνικά βρίσκομαι σε ένα περιβάλλον που μοιράζομαι ένα δωμάτιο με άλλες 25 κοπέλες. Τρώω από ένα φαγητό που δε το λες και το καλύτερο. Και από εκεί που είχα την προσωπική μου ελευθερία, ξαφνικά δεν είχα τίποτα προσωπικό. Ήταν σοκαριστικό αλλά επειδή είμαι πολύ εγωίστρια ήθελα να αποδείξω στον πατέρα μου ότι εγώ έχω δίκιο κι αυτός όχι. Οπότε κάθισα. 

Μετά έγινε η επιλογή της ειδικότητας. Μου είπανε ότι θα είμαι νοσηλεύτρια. Πάλι ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα γιατί δεν μπορούσα καθόλου τα νοσοκομεία. Η μυρωδιά του νοσοκομείου με τρέλαινε. Και ξαφνικά βρίσκομαι σε ένα περιβάλλον, όπου βλέπω ασθενείς με κοιλιές ανοιχτές, με πόδια σπασμένα, με χέρια σπασμένα, με κεφαλιά ανοιγμένα. Αλλά πάλι επειδή ήμουν πολύ εγωίστρια είπα: «Όχι δεν θα φύγω. Θα κάτσω και θα γίνω και η καλύτερη».

Οι στιγμές ήταν πολύ έντονες. Θυμάμαι στο νοσοκομείο, για ολόκληρο το πρώτο τρίμηνο, το εξής: Κατέβαινα κάτω που κάναμε διάλειμμα και έκλαιγα για μισή ώρα. Έκλαιγα, μετά σκούπιζα τα δάκρυα μου και συνέχιζα. Βέβαια μετά την αγάπησα πάρα πολύ την δουλειά, αλλά η αρχή ήταν πάρα πολύ δύσκολη. 

Δεν περίμενα να συναντήσω τέτοια συμπεριφορά από τους συναδέλφους. Έφτανε στα όρια του bullying. Οι παλιές προϊστάμενες ήταν πολύ αυστηρές. Και αυτές είχαν περάσει τα δικά τους. Στον στρατό, στις παλιές προϊσταμένες, τους απαγόρευαν μέχρι και να παντρευτούν. Άλλο να μην παντρευτείς από επιλογή κι άλλο να μην παντρευτείς επειδή σου το απαγορεύουν. Επηρεάζει την προσωπικότητά σου, ήταν πολύ σκληρές με εμάς τους νέους. Δηλαδή δεν έφτανε όλο το περιβάλλον, είχες και τη συμπεριφορά αυτή. Ο πρώτος χρόνος ήταν μες στο φόβο. 

Ένα πράγμα που με έκανε να αγαπήσω αυτή τη δουλειά είναι το συναίσθημα που δημιουργείται όταν ο άλλος έρχεται κομμάτια στα χέρια σου, τον φροντίζεις και τελικά φεύγει όρθιος κι είναι καλά. Θυμάμαι ένα παλικαράκι 18 χρόνων, το οποίο είχε έρθει από τη Λάρισα με τροχαίο. Ήταν πάρα πολύ σοβαρά. Του είχε κοπεί το χέρι. Είχε χτυπήσει και στο κεφάλι πολύ άσχημα. Μετά από τρεις μήνες όμως πολύ έντονης δουλειάς και προσπάθειας αυτό το παλικαράκι σηκώθηκε και πήγε σπίτι του. Ναι, το θυμάμαι ακόμα. Μέχρι και το όνομα του θυμάμαι. 

Λένε στα νοσοκομεία πολλές φορές για τους γιατρούς και τους νοσηλευτές πως είναι ψυχροί και κυνικοί. Δεν είναι όμως έτσι. Είναι μια άμυνα. Γιατί δεν μπορείς να είσαι συνέχεια συναισθηματικός. Θα καταρρεύσεις. Πρέπει να γίνεσαι σκληρός γιατί αλλιώς δεν μπορείς να την βγάλεις καθαρή. Αλλά να πω για το βασικό λόγο που επέλεξα αυτή τη δουλειά, τα ταξίδια. Ο στρατιωτικός μετακινείται. Κυρίως ανά την Ελλάδα, αλλά εμένα μέσω των αποστολών, μου δόθηκε η ευκαιρία να ταξιδέψω εκτός Ελλάδας. 

Δεν πήγα βέβαια σε Παρίσι, Νέα Υόρκη και Λονδίνο. Πήγα σε μέρη όπως το Κόσοβο και το Αφγανιστάν. Στο Κόσοβο πήγα δύο φορές. Την πρώτη ήταν και η πρώτη φορά που πήραν γυναίκες. Δεν είχαν ξαναπάρει ποτέ γυναίκες σε αποστολή. Το Κόσοβο είχε καταστραφεί από τους βομβαρδισμούς στον πόλεμο του 1999. Ο σκοπός μας ήταν να πάμε εκεί και να στήσουμε υγειονομικές μονάδες. Δηλαδή να βοηθήσουμε τον τόπο να ξαναστήσει τα νοσοκομεία του.

Στον νότιο τομέα, που ήμουν εγώ, είχαν χτίσει ένα νοσοκομείο οι Αμερικάνοι. Τον πρώτο καιρό, είχα αναλάβει ένα πόστο που ήταν σαν το ΕΚΑΒ. Γιατί τότε δεν υπήρχε καμία τέτοια υποδομή εκεί. Ότι τροχαίο γινότανε το μάζευα και το πήγαινα στο νοσοκομείο. Αυτό όμως που με επηρέασε πολύ στο Κόσοβο, ήτανε δυο  συγκεκριμένα γεγονότα: Το πρώτο ήταν όταν βρήκαμε ομαδικούς τάφους. Ό,τι δραστηριότητα γίνεται στον στρατό πάντα ακολουθεί ένα ασθενοφόρο. Όπου πήγαιναν οι μάχιμοι, πηγαίναμε κι εμείς από πίσω. Υπήρχαν πληροφορίες για ομαδικούς τάφους σε κάποια μέρη, είχαν γίνει σφαγές εκατέρωθεν. Δεν τα έκαναν μόνο οι Σέρβοι ή μόνο οι Κοσοβάροι, τα κάνανε και οι δυο. Σε έναν πόλεμο και οι δύο τα κάνουνε. 

Υπήρχαν λοιπόν πληροφορίες ότι σε κάποια χωριά είχαν γίνει μαζικές σφαγές κι εμείς πήγαμε εκεί και ψάξαμε. Και όντως όταν σκάβαμε, ανοίγαμε και βρίσκαμε τάφους τεράστιους. Πως βλέπεις στα ντοκιμαντέρ που οι Γερμανοί σκοτώναν τους Εβραίους και τους πετούσαν σε ένα λάκκο; Αυτό ακριβώς κι εδώ, απλά το έβλεπες με τα μάτια σου.

Γυναίκες, παιδιά, άντρες, όλους σε ένα λάκκο, σφαγιασμένους. 

Το βλέπεις σε ντοκιμαντέρ και σε ταράζει, αλλά δεν σε σοκάρει όπως όταν το βλέπεις μπροστά σου. Εκείνη τη στιγμή είναι ένα πραγματικό γεγονός. Στην τηλεόραση είναι κάπως ξένο. Έχεις και μία αμφιβολία. Λες: «Ρε παιδί μου, γίνονται αυτά τα πράγματα;» Όταν το βλέπεις με τα μάτια σου είναι σοκαριστικό.

Αλλά υπήρξε και ένα περιστατικό που με επηρέασε πιο βαθιά από τους μαζικούς τάφους. Σε μια περιοχή στο Κόσοβο, τη Μιτρόβιτσα, ζούσαν μισοί-μισοί. Μισοί Σέρβοι, μισοί Αλβανοί. Εκεί γίνονταν πολύ συχνά φασαρίες. Κι όταν γίνονταν φασαρίες ήθελαν να πάνε εκεί οι Έλληνες, γιατί οι Έλληνες με κάποιο τρόπο τα πήγαιναν καλά με όλους. Ήμουν με άρμα. Υπάρχουν δηλαδή άρματα που είναι ασθενοφόρα. Ήμουνα τόσο ενθουσιασμένη που θα είχα άρμα και θα με άφηναν να το οδηγήσω και λίγο. 

Όπως βγαίναμε από το στρατόπεδο για να πάμε στη γέφυρα, όπου γίνονταν οι μεγάλες φασαρίες, ανοίγει η πύλη του στρατοπέδου και εγώ είμαι μες στην τρελή χαρά. Έχω ανοίξει την καταπακτή, έχω το όπλο στο χέρι και χαίρομαι. Βέβαια, το άρμα κάνει έναν τρομακτικό θόρυβο, θα το έχετε ακούσει στην παρέλαση πόσο τρομακτικό είναι. Ενώ, λοιπόν, εγώ χαίρομαι, ανοίγει η πύλη του στρατοπέδου κι είναι μια μαμά με δύο παιδάκια. Τα παιδάκια ακούγοντας τα άρματα τρόμαξαν από τον θόρυβο κι άρχισαν να κλαίνε, δεν σταματούσαν. Έκλαιγαν συνέχεια. 

Αυτή η σκηνή έγινε το ‘99. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Δηλαδή εγώ να χαίρομαι σαν παιδάκι που θα έβγαινα με το άρμα να παίξω και το παιδάκι τρόμαξε στον ίδιο του τον τόπο, που βίωνε τέτοιες φρικτές συνθήκες πολέμου. Το σκέφτομαι και δακρύζω. Μπήκα μέσα στο άρμα, έκλεισα το καπάκι, δεν ήθελα να βλέπω τίποτα άλλο.

Ας έρθω στο Αφγανιστάν. Για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, το νούμερο ένα κίνητρο για να πάω εκεί ήταν τα χρήματα. Ήταν αρκετά τα χρήματα. Το δεύτερο ήταν επειδή το Αφγανιστάν είναι ένα μέρος που δεν θα μπορούσα να πάω από μόνη μου. Αλλά το μετάνιωσα. Θα προτιμούσα να το είχα δει μόνο από φωτογραφίες. 

Οι Έλληνες είχαν δύο στρατόπεδα στην Καμπούλ. Το ένα ήταν του Μηχανικού και το άλλο ήταν το Υγειονομικό, που ήταν μέσα στο αεροδρόμιο της Καμπούλ. Σκοπός μας ήταν να περιθάλπουμε τις δυνάμεις του ΟΗΕ, αλλά και τους Αφγανούς. Στο Αφγανιστάν φοβόσουν κάθε μέρα, συνεχώς. Με το που έβγαινες από το στρατόπεδο έλεγες: «Τώρα θα σκάσει καμιά βόμβα, θα σκάσει καμιά ρουκέτα;» Αυτό ήταν πάντα ένα ρίσκο. Όμως εμένα δεν με ενόχλησε καθόλου.

Αυτό που με ενόχλησε πάρα πολύ ήταν ένα περιστατικό, που συνέβη στην πρώτη μου βάρδια στα επείγοντα του αφγανικού νοσοκομείου. Ήρθε μια γυναίκα και κατάλαβα ότι της έχουν κάνει κλειτοριδεκτομή. Έπαθα σοκ. 

Υπάρχουν γυναίκες στον κόσμο που βιώνουν απίστευτη σκληρότητα και καταπίεση. 

Από τη μία ευχαριστούσα τον Θεό που δεν ήμουν μία από αυτές, από την άλλη όμως ένιωθα και ανήμπορη γιατί δεν μπορούσα να κάνω κάτι. «Γιατί να συμβαίνουν αυτά στον κόσμο;» Έκανα να συνέλθω πάνω από μία βδομάδα. Έκλαιγα, φυσούσα και ξεφυσούσα συνέχεια.

Επίσης στο νοσοκομείο μας έφερναν πάρα πολλά παιδάκια, ακρωτηριασμένα, ξεκοιλιασμένα. Δεν μπορεί να το αντέξει αυτό άνθρωπος. «Για ποιο λόγο αυτά τα παιδάκια στερούνται την ζωή τους; Και αν όχι τη ζωή τους, την ποιότητα της ζωής τους;» 

Οι Αφγανοί είναι φιλόξενοι άνθρωποι. Δηλαδή όταν βγαίναμε για βόλτα όλοι ήθελαν να σου δώσουν ένα τσάι, να πιεις κάτι. Πως γίνεται να είναι ταυτόχρονα τόσο φιλόξενοι και τόσο σκληροί; Πολύ περίεργοι. Πολύ περίεργη φυλή. 

Στις αποστολές ως γυναίκα έδινες εξετάσεις συνέχεια. Να αποδεικνύεις ότι είσαι καλή και ότι αξίζεις να είσαι εκεί. Ότι είσαι ισάξια με τον άντρα. Ότι μπορείς να κάνει ό,τι μπορεί να κάνει και ένας άντρας. Το οποίο βέβαια δεν ισχύει πάντα. Δεν μπορεί να σηκώσει 50 κιλά μια γυναίκα. Αλλά δυστυχώς εκεί πρέπει να το κάνει γιατί πρέπει να αποδείξει ότι είναι άξια για να είναι εκεί. 

Επίσης ο άντρας μπορεί κάνει ό,τι θέλει, να πιει και ένα ποτάκι παραπάνω ή να φλερτάρει. Δεν θα του πουν τίποτα. Ενώ μία γυναίκα… Εμείς ήμασταν 15 γυναίκες μέσα σε 1.300 άνδρες.Έπρεπε να είμαστε τύπος και υπογραμμός.  

Από τις αποστολές δεν μου έχει λείψει τίποτα. Οι συνθήκες δεν ήταν καλές. Παρόλο που εμείς δεν πολεμάμε, ζούσαμε σε πολεμικές συνθήκες. Πάντα κουβαλάς ένα όπλο. Φοράς αλεξίσφαιρο. Πάντα τρως με το όπλο σου αγκαλιά. Μοιράζεσαι ένα δωμάτιο με πολύ κόσμο. Ένα μπάνιο με πολύ κόσμο. Το φαγητό τις περισσότερες φορές είναι άθλιο. Η δουλειά είναι αρκετή και σκληρή. Τα λεφτά που σου δίνουν, δεν στα δίνουν έτσι. Όχι, δε μου λείπει τίποτα. Εντάξει γέμισα εμπειρίες, αλλά δεν θα ξαναπήγαινα ποτέ. 

Αν και τώρα δεν είμαι πια στον στρατό. Έχω φύγει, αποστρατεύτηκα. Άσε που πια και σωματικά όλα αυτά με καταπόνησαν. Μέσες πονάνε, γόνατα πονάνε. Μετά το Αφγανιστάν, τελείωσα. Και σιγά-σιγά άρχισα να τελειώνω και με το επάγγελμα. Δεν ήθελα άλλο. Μέχρι τότε τη λάτρευα τη δουλειά μου, μετά άρχισα να αποστασιοποιούμαι. Μου έπεσε πολύ βαρύ.

Ερευνήτρια
Βασιλική Χατζηευθυμίου
Επιμέλεια
Γιώργος Πουλιόπουλος
Φωτογραφίες
Alison Baskerville, Teun Voeten
Autoplay
Playing next

Είσαι σίγουρος πως θέλεις να τερματίσεις τον player;

Alt text
Με το που γυάλιζε το μάτι του ήξερα τι θα συμβεί