Go Back

Ψυχολόγος στο «κολαστήριο» της Λέρου

προδρομοσ__1_
Αφηγητής/τρια

Οι σκληρές εργασιακές εμπειρίες, αλλά και οι δεσμοί που αναπτύσσει με τους τρόφιμους, μια ψυχολόγος, στο Ψυχιατρείο της Λέρου.

Όταν ήμουν δεκατριών χρονών διάβασα το βιβλίο ψυχολογίας του Παπανούτσου κι από τότε ήξερα ότι θέλω να ασχοληθώ με αυτό. 

Το 1988 ήρθα στη Θεσσαλονίκη ως φοιτήτρια στη Φιλοσοφική Σχολή, στο τμήμα Φιλοσοφίας-Παιδαγωγικής-Ψυχολογίας. Τον πρώτο χρόνο τα μαθήματα ήταν κυρίως Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής που εμένα μου φαινόντουσαν τότε κάπως ανιαρά, γιατί είχα πάει για τη ψυχολογία. Το δεύτερο χρόνο ήρθα σε επαφή με ένα μάθημα του κυρίου Μπαϊρακτάρη, την «Ψυχοκοινωνική περίθαλψη», κι όταν άκουσα για όλα αυτά που έλεγε για ψυχιατρεία, ιδρύματα, την αντιμετώπιση των ψυχικά ασθενών, είπα ότι: «Ορίστε, εγώ σε αυτό το τμήμα για τέτοιου είδους μαθήματα ήρθα.»

Το 1991 ενημερώθηκα ότι γίνεται παρέμβαση με εθελοντές φοιτητές και φοιτήτριες από το Φ.Π.Ψ. για τη Λέρο, για το «Κρατικό Θεραπευτήριο Λέρου».  Έγινε μια ολόκληρη κίνηση τότε και δημιουργήθηκε ένα ρεύμα για συνθήκες ανθρώπινης διαβίωσης των ανθρώπων εκεί κι αλλαγής των συνθηκών «κολαστηρίου» όπως το ονόμασαν, γιατί ήταν πραγματικά ένα κολαστήριο! 

Πήγα τελικά το ’92 εθελόντρια μέσα από το πρόγραμμα του κυρίου Μπαϊρακτάρη για 15 μέρες, με κάποιους συμφοιτητές και συμφοιτήτριες. Φιλοξενούμασταν σε έναν χώρο σε ένα χωριό, στο Παντέλι, σε ένα γραφικό ψαροχώρι και από εκεί θα πηγαίναμε στο Ψυχιατρείο. 

Στο νησί φτάσαμε βράδυ, δεν είδαμε και πολλά πράγματα. ξυπνάμε το πρωί και βλέπω γύρω μου ένα πανέμορφο νησί! Ένα νησί με δέντρα, με πράσινο! Ένα νησί με όμορφους κόλπους, πανέμορφα σπίτια, μοντέρνα της εποχής του Bauhaus, ανθρώπους να κυκλοφορούν. Έκανα τον σταυρό μου κι: έλεγα «Θεέ μου που ήρθα; Στον παράδεισο;» Από τότε με συνδέει μια βαθιά σχέση με το νησί, δηλαδή το αγάπησα!

Την άλλη μέρα όμως, πηγαίνοντας στο χώρο στα Λέπιδα, ήταν καθαρά έντονο το στοιχείο των ανθρώπων με κουρελιασμένα ρούχα! Άνθρωποι που φαίνονταν κλεισμένοι στον εαυτό τους, παρατημένοι. Μπορεί να έψαχναν για τσιγάρο, να έτρεχαν από εδώ και από εκεί μέσα στο χώρο αυτόν τον κλειστό, κοιτώντας περίεργα ή ψάχνοντας δε ξέρω και εγώ τι.

Μπαίνοντας, λοιπόν, στο Κρατικό Θεραπευτήριο Λέρου, είδα ότι οι περισσότεροι από αυτούς δεν ήταν αυτό που λέγαμε «ψυχιατρικοί ασθενείς». Ήτανε άνθρωποι σαν αυτούς που είχα γνωρίσει σε προηγούμενη πρακτική μου, στην Εταιρεία Σπαστικών. 

Μεγαλύτεροι κυρίως σε ηλικία κι άνθρωποι με σωματικές αναπηρίες, με νοητική καθυστέρηση, άνθρωποι που δούλευα μαζί τους στην κατασκήνωση, τους έβρισκα εκεί μέσα κλεισμένους σε ένα Ψυχιατρείο. Αυτό για μένα ήταν ένα μεγάλο σοκ και μια αίσθηση φοβερής αδυναμίας ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν οικογένεια, συγγενικό περιβάλλον, κάποια κοινωνία να τους στηρίξει. Υπήρχαν μόνο οι ντόπιοι, οι λεγόμενοι «φύλακες».

Μπαίνοντας μέσα στον κλειστό χώρο μας είπαν ότι: «Εσείς θα πάτε στο περίπτερο δεκαέξι» -που ήταν στην άκρη των Λέπιδων στον Άγιο Γεώργιο- «έχει κι ένα εκκλησάκι με τους γυμνούς, το περίπτερο των γυμνών».

Στο ψυχιατρείο της Λέρου υπήρχανε σε κάθε περίπτερο άνθρωποι με βαριά νοητική καθυστέρηση και με έντονη συμπτωματολογία, που δεν κρατούσαν για οποιονδήποτε λόγο πάνω τους ρούχα. Την πρώτη μέρα που πήγαμε πέσαμε πάνω στο μεσημεριανό φαγητό, ήταν ένας χώρος πίσω από την αυλή, στην πίσω μεριά του κτιρίου με τσιμέντο κάτω, ο οποίος ήταν παμβρώμικος. Οι περισσότεροι που τρώγανε, οι τρόφιμοι δηλαδή αυτού του περιπτέρου, ήταν οι λεγόμενοι «γυμνοί». 

Χαρακτηριστικά, ήμασταν δίπλα σε έναν άνθρωπο που έτρωγε γυμνός με τα χέρια. Οι περισσότεροι τρώγανε με τα χέρια. Πέφτανε τα φαγητά στο πάτωμα, πέφτανε πάνω στα γεννητικά τους όργανα. Το έπαιρνε ο τρόφιμος και το έτρωγε. Ήτανε μια αίσθηση φοβερού πόνου!

Αλλά το πιο έντονο που θυμάμαι και που με στοιχειώνει ακόμη και σήμερα ήταν η μυρωδιά! 

Ήταν μια μυρωδιά δε ξέρω από που. Εγώ την έλεγα σαν μυρωδιά ούρων. Βλέπω στον ύπνο μου τα βράδια ότι πάω και μου μυρίζει τόσο έντονα.

Μετά από δεκαπέντε μέρες, έφυγα μαζί με τις συμφοιτήτριες μου. Ήρθα στη Θεσσαλονίκη, συνέχισα τις δράσεις της εθελοντικής μου εργασίας στην Εταιρεία Σπαστικών, τα μαθήματά μου στο πανεπιστήμιο και περίμενα να δημιουργηθεί το τμήμα Ψυχολογίας για να κάνω μεταπτυχιακό. 

Στο μεταξύ ο κύριος Μπαϊρακτάρης μου είπε ότι στην Λέρο ψάχνουνε προσωπικό. Στην αρχή επειδή η εμπειρία μου ήταν πολύ βαριά και αισθανόμουνα ότι δε μπορώ να ανταποκριθώ, μου φάνηκε πολύ βαρύ! Μην έχοντας ομως μια μόνιμη δουλειά λέω: «Δεν πάω για το καλοκαίρι αφού θα είναι και με πληρωμή; Να πάρω και την εμπειρία μου. Να πάω Ιούνιο - Ιούλιο και φεύγω Αύγουστο, γυρνάω και διαβάζω για να δώσω για το μεταπτυχιακό τον Οκτώβριο».

Οπότε βρήκα σπίτι στο Παντέλι, εκεί που είχα μείνει ως εθελόντρια και ξεκίνησα να εργάζομαι πλέον κανονικά στο Ψυχιατρείο. Μέρος της δουλειάς μας ήταν οι έξοδοι με τους τροφίμους, η απογευματινή έξοδος για καφέ, η βραδινή έξοδος για φαγητό, η πρωινή έξοδος για να πάμε στην αγορά να ψωνίσουν οι άνθρωποι με τα δικά τους λεφτά.

Με κάποιους τρόφιμους εκεί ανέπτυξα μια ιδιαίτερη σχέση. Ένας από αυτούς ήταν και ο κύριος Α., τον γνώρισα όταν ήταν ενενήντα χρονών. Ο κύριος Α. ήταν χαρακτηρισμένος μανιοκαταθλιπτικός. Πήγαινες ας πούμε στο περίπτερο και του έλεγανQ «Καλημέρα κύριε Α., Τι κάνεις;» «Φςςς. Μεγαλείο! Μεγαλείο, μεγαλείο!», απαντούσε. Κάποιες φορές τον έπιαναν τα καταθλιπτικά του αλλά όταν δεν έπαιρνε φάρμακα, ήταν στη φάση της κατάθλιψης.  Μάλιστα μια μέρα τον χάσαμε μέσα στο νησί. Βγήκαμε να τον ψάχνουμε από άκρη σε άκρη που πήγε. Τελικά εμφανίστηκε μόνος του λίγες μέρες μετά.

1__1_
4__1_

Όταν βγήκα στην πρώτη έξοδο μαζί του και κάναμε μία βόλτα στο λιμάνι, μου ανέφερε φράσεις και λέξεις από τα μέρη του κάθε καραβιού, μου έλεγε: «Αυτό είναι το τάδε. Το άλλο είναι το τάδε». Και έλεγα εγώ: «Τι λέει αυτός ο άνθρωπος τώρα; Είναι σωστά αυτά; Ξέρει; Από που; Πώς τα ξέρει;»

Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν ήταν ο παππούλης μου, το πρόσωπο αναφοράς μου, ο μεγάλος μου ο παππούς. Όχι ότι δεν είχα και εγώ εν ζωή τότε δικό μου πραγματικό παππού, αλλά έτσι τον ένιωθα.

Ένα Σάββατο που είχε τα κέφια του μου λέει: «Να βγούμε ρε παιδιά». Φιλοξενούσα στο μεταξύ και μια φίλη μου στο νησί και πάμε και τον παίρνουμε με ένα ταξί να βγούμε έξω για φαγητό. Όταν πήγε έντεκα η ώρα του λέω «Άντε κύριε Α. Να σε γυρίσουμε. Να φύγουμε». «Όχι», λέει ο κύριος Α., «εγώ δε φεύγω σήμερα! Δε πάω στο περίπτερο μου». «Και που θα πας;» «Εγώ θέλω να έρθω στο σπίτι σου σήμερα».

Παίρνω τηλέφωνο στο Ψυχιατρείο τους λέω: «Ενημερώστε λίγο σας παρακαλώ ότι δε μπορώ να τον πείσω να γυρίσει. Θα μείνει στο σπίτι μου, είμαι με παρέα». Πραγματικά, ο κύριος Α. έμεινε εκείνο το βράδυ σπίτι μου. Έπαιξε τουμπερλέκι. Όχι ότι ήξερε, του άρεσε όμως. Περάσαμε τόσο ωραία, τόσο ανέμελα που έλεγα: «Ρε γαμώτο αυτός ο άνθρωπος δε ξέρω πόσα χρόνια… είναι ενενήντα χρόνων, άρα πάνω από πενήντα χρόνια σίγουρα έχει να μείνει σε σπίτι. Χαλάλι του!» Δηλαδή ένας άνθρωπος ήσυχος που είχε πάρει απόφαση ότι η ζωή του ήταν εκεί μέσα, ξαφνικά βρέθηκε έξω και ανακάλυπτε ότι υπάρχει μία άλλη ζωή εκεί έξω.

Οπότε στα πλαίσια αυτής όλης της δράσης. ήτανε συνυφασμένη η προσωπική με την επαγγελματική ζωή. Ενώ είχα πάει με προοπτική να μείνω ένα δύο, άντε το πολύ τρεις μήνες, ως εργαζόμενη στο Κρατικό Θεραπευτήριο, και ενώ αισθανόμουν ότι ήταν πολύ δύσκολη η δουλειά και το ψυχολογικό κομμάτι, έμεινα τελικά είκοσι!

Γιατί έβλεπες πολλές φορές ανθρώπους που είχαν αυτή τη τόσο θετική εξέλιξη, να φεύγει για κάποιο λόγο ο άνθρωπος που είχαν πρόσωπο αναφοράς και να γκρεμίζεται όλη αυτή η δουλειά μέσα σε μια νύχτα! Είχες το φόβο ότι θα φύγω και τι θα γίνουν αυτοί οι άνθρωποι; Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που έμεινα. 

Αφορμή για να φύγω στάθηκε ουσιαστικά το γεγονός ότι έμεινα έγκυος στην πρώτη μου κόρη. Εκεί αισθάνθηκα μια φοβερή ανασφάλεια ότι δεν υπάρχει γιατρός κι έτσι έφυγα από το νησί. 

Πέρα από τις φίλες μου που μέναμε μαζί, ο μόνος άνθρωπος που ενημέρωσα πριν φύγω ήταν ο κύριος Α. Του είπα: «Κύριε Α. να ξέρεις εγώ θα φύγω, γιατί είμαι έγκυος». Αυτός δεν άκουγε και καλά και μου λέει: «Τι; Τι μου λες; Είσαι γκαστρωμένη;» Του έλεγα «Σςςς. Θα τα πούμε!» 

Τα επόμενα Χριστούγεννα του ετοίμασα ένα κουτί με παπούτσια, ρούχα και διάφορα άλλα δώρα. Ένιωθα ότι είχα αφήσει ένα κομμάτι μου πίσω. 

Το καλοκαίρι που η κόρη μου ήταν ενός έτους, ξάπλωσα ένα μεσημέρι να κοιμηθώ και στο όνειρο μου είδα μια γέννηση κι ένα θάνατο. Περίμενα μια φίλη από το χωριό να γεννήσει κι όντως γέννησε εκείνη την ημέρα. Αλλά είδα έναν θάνατο και σκέφτηκα ότι: «Τι κάνει ο κύριος Α.;» Και πήρα τηλέφωνο στο περίπτερο που ζούσε. Κι έπαθα σοκ, γιατί μόλις είχε πεθάνει ο κύριος Α.

Πέρα από τις πολύ δυνατές εμπειρίες που έζησα με τους ασθενείς,  αλλά και με τις προσωπικές σχέσεις που ανέπτυξα με συναδέλφους, με επηρέασε πάρα πολύ στην προσωπική μου ζωή. Ήτανε εμπειρία όχι μιας ζωής, πολλών ζώων!

Ερευνήτρια
Ραφαέλα Νίκα
Επιμέλεια
Χάρις Παγωνίδου
Autoplay
Playing next

Είσαι σίγουρος πως θέλεις να τερματίσεις τον player;

Alt text
Με το που γυάλιζε το μάτι του ήξερα τι θα συμβεί