Έχασα το χέρι μου στα Δεκεμβριανά

Ένας νεαρός Επονίτης τραυματίζεται βαριά κατά τη διάρκεια των ένοπλων συγκρούσεων στην Αθήνα, τον Δεκέμβριο του 1944.
Πιο μεγάλη χαρά δεν είχα πάρει στη ζωή μου. Πιο μεγάλη χαρά απ’ την απελευθέρωση. Όμως μετά την απελευθέρωση, ήταν που έχασα και το χέρι μου.
Ονομάζομαι Γιώργος Κατιμερτζής και γεννήθηκα το 1927. Ήμουν μαθητής στη Γ΄Γυμνασίου, όταν ξέσπασε ο πόλεμος του ‘40. Αγαπούσα την πατρίδα υπερβολικά κι όταν η Γερμανία κι η Ιταλία επιτέθηκαν στην Ελλάδα, θύμωσα από μέσα μου: «Δύο αυτοκρατορίες να χτυπήσουν μία Ελλαδούλα; Τι τους κάναμε;»
Ένα βράδυ στο σπίτι μέσα, ακούω έξω στο δρόμο κάποιον να φωνάζει με ένα «χωνί», για να ακούγεται δυνατά: «Προσοχή! Προσοχή! Σας μιλάει η Ε.Π.Ο.Ν.!» Λέγανε ότι πρέπει να οργανωθούμε εναντίον των κατακτητών μας. Έτρεξα να προλάβω να τους βρω, δεν βρήκα όμως κανέναν. Αλλά από τότε, είχα πάντα τον νου μου έτοιμο.
Σε λίγο καιρό, πάλι το ξανακούω: «Προσοχή! Προσοχή!» Τρέχω γρήγορα, τους προλαβαίνω. Εκείνος που φώναζε ήταν ένας γνωστός μου, ένας φίλος μου, ο Κίμων ο Ιωαννίδης. Μου λέει: «Έλα κοντά μας». Κι από τότε, οργανώθηκα στην Ε.Π.Ο.Ν.
Το ψευδώνυμο μου ήταν «γέρος» κι είχα ένα αυτόματο όπλο, το οποίο το έπαιρνα τη νύχτα, άμα είχα δουλειά, και το άφηνα το πρωί στην Οργάνωση. Το ψευδώνυμο μού βγήκε γιατί όλο ορμήνευα. Έλεγα: «Ρε παιδιά, σήμερα να κάνουμε αυτό, να κάνουμε…» Και μου λέγαν: «Πάψε ρε γέρο, γεροξούρα!» Και μου έμεινε το «γέρος».
Η οργάνωση ήτανε δυναμική. Στον καθέναν από μας ανέθεταν κάποια δουλειά, μία αποστολή: να γράφουμε γράμματα στους τοίχους, να μοιράζουμε προκηρύξεις, να έχουμε το «χωνί» και με αυτό να φωνάζουμε για την ένωση, τη συμμετοχή του κόσμου στην Οργάνωση... Γράφαμε στους τοίχους διάφορα συνθήματα για ελευθερία, για αντίσταση, για θάρρος, για γεγονότα που γινόντουσαν, μοιράζαμε προκηρύξεις και τις πετούσαμε στους δρόμους.
Εγώ είχα κάνει ένα κόλπο μία φορά, που έγινε μετά πασίγνωστο. Πήγα νύχτα, έκανα πακετάκια όλες τις προκηρύξεις και τις έβαλα στα πλάγια του δρόμου. Το πρωί που περάσαν τα αυτοκίνητα, γέμισε ο κόσμος προκηρύξεις! Έτρεχαν οι χωροφύλακες να τις μαζέψουνε με τους γερμανοτσολιάδες, αλλά πού να τα μαζέψουν; Είχε γεμίσει ο κόσμος! Και γέλαγε ο πρόεδρός μας, ο Κώστας ο Δεληγιαννίδης...
Μια άλλη νύχτα, είχαμε έρθει εδώ στα Πευκάκια, στην Τρωάδος και γράφαμε συνθήματα στους τοίχους. Ήταν από πάνω ένας σύντροφος και φυλούσε τσίλιες και μας ειδοποιεί ότι κατεβαίνανε χωροφύλακες. Φεύγουμε, τρέχουμε, αφήνω κι εγώ τον τενεκέ της μπογιάς, όπως ήταν στα σκαλάκια, εκεί. Περνάει ένας χωροφύλακας, πατάει στον τενεκέ, μπαίνει μες στο χρώμα, μες στη μπογιά, πέφτει κάτω, πασαλείφεται... Εμείς γελούσαμε. Ξεφύγαμε από ένα υπόγειο που πέφτουν τα νερά και βγαίνεις κάτω απ’ τις γραμμές και πας απέναντι. Από εκεί φύγαμε εκείνο το βράδυ, μας χάσανε.
Η Οργάνωση είχε μεγάλες αξιώσεις, αλλά είχαμε κι αγάπη μεταξύ μας ο κόσμος, ο οργανωμένος κόσμος, δηλαδή ο ένας στήριζε υπερβολικά τον άλλον. Μέχρι που μπορεί να μπαίναμε μπροστά να σκοτώσουμε, να σκοτωθούμε, να σώσουμε τον σύντροφό μας.
Τον πατέρα μου τον είχα χάσει, είχα μόνο τη μητέρα μου. Η μητέρα μου στην αρχή, άμα το έμαθε, μου λέει: «Τι κάνεις εκεί;» Λέω: «Μαμά η πατρίδα μας. Αυτοί ήρθανε εδώ και μας κατακτήσανε. Εμείς θα κάτσουμε με σταυρωμένα χέρια;» Και τελικά, με παραδέχτηκε, το δέχτηκε. Κι όταν έφευγα τα βράδια, έβγαινε την ώρα που έβγαινα από την πόρτα και με σταύρωνε. Με σταύρωνε, για να γυρίσω.
Η πιο δύσκολη στιγμή ήταν λίγο πριν την απελευθέρωση, το μπλόκο της Καλογρέζας. Είχαν κάνει απεργία οι εργάτες τότε στα κάρβουνα για να πάρουνε μισή κουραμάνα, αντί για ένα τέταρτο. Κι αποφασίσανε οι Γερμανοί να ‘ρθουν να τους τιμωρήσουνε.
Ήρθανε με δύο-τέσσερα αυτοκίνητα. Κυκλώσανε την Καλογρέζα και σιγά-σιγά, τη σφίγγανε. Τη σφίγγανε και μπαίνανε στα σπίτια μέσα, λέγανε: «Βγείτε, στην πλατεία!» Εκεί, στην πλατεία, ήταν ένας δικός μας, Έλληνας κι ήταν προδότης. Φόρεσε κουκούλα κι έδινε ένα-ένα τα παιδιά τα δικά μας, τα έδειχνε στους γερμανοτσολιάδες: «Αυτόν». «Αυτόν». «Αυτόν». Και τα μαζέψανε τα παιδιά αυτά και τα πήγαν από κάτω και τα εκτέλεσαν. Έξι - έξι τα εκτελούσαν. Έτσι σκότωσαν είκοσι δύο παιδιά.
Μετά το κλίμα ήταν πολύ σκληρό. Τρόμος και αγανάκτηση, ο κόσμος ο ήταν τρομοκρατημένος. Δεν είναι εύκολο πράγμα να πάρεις είκοσι δύο παιδιά και να πας να τα σκοτώσεις. Η απελευθέρωση ήταν από τις πιο όμορφες στιγμές της ζωής μου.
Όταν ξέσπασαν τα Δεκεμβριανά, ήμουνα στην Πλατεία Συντάγματος. Κάναμε διαδήλωση κι ήμασταν κόσμος, όχι αστεία, πάρα πολύς κόσμος. Κι είδαν τον κόσμο αυτόν και πυροβόλησαν πάνω από τη ταράτσα, απ’ τη Μεγάλη Βρετάνια κι απ’ τα Ανάκτορα. Πυροβόλησαν στον κόσμο, ήμασταν χιλιάδες από κάτω και χτυπήσαν ορισμένους. Φυσικά, εμείς αγανακτήσαμε, φώναζε ο κόσμος, θυμάμαι, απειλές: «Θάνατος στους προδότες!» Ήτανε αδικία! Γιατί χτυπήσανε τον κόσμο τον άοπλο πάνω από τις ταράτσες; Χτυπήσανε άοπλους διαδηλωτές, άοπλους. Μέσα στην Πλατεία Συντάγματος. Εκεί ήμουνα εγώ, στην Πλατεία Συντάγματος, θυμάμαι τις πρώτες βολές. Κι εμείς δεν είχαμε όπλα μαζί μας. Είχαμε πάει για διαδήλωση.
Ξεκίνησαν οι μάχες. Εμείς, της Ε.Π.Ο.Ν. είχαμε πιάσει μία αποθήκη εδώ, στο δρόμο που πάει για Φιλαδέλφεια, ένα υπόγειο που ήτανε αποθήκη τροφίμων, ενός μαυραγορίτη. Είχαμε τώρα εντολή, από την Οργάνωση, να πάμε να πάρουμε τα τρόφιμα, να τα μοιράσουμε στον κόσμο. Και να προσπαθήσουμε να κρατήσουμε τάξη, να μην ορμήσουν όλοι μαζί, να πάρουν δωρεάν τα τρόφιμα μέσα από την αποθήκη.
Κάποια στιγμή, βλέπω ένα αεροπλάνο που ερχόταν απ’ τη Φιλοθέη, εγγλέζικο. Εγώ ήξερα ότι όπου βλέπουν κόσμο συγκεντρωμένο αυτοί, πυροβολούνε. Με το που είδα, λοιπόν, το αεροπλάνο, προσπάθησα αμέσως να διώξουμε τον κόσμο. Αλλά ο κόσμος δεν έφευγε. Εν τω μεταξύ, αυτό πάει -το ρημάδιασμα- κάνει κύκλο και γυρίζει και πυροβολεί. Κι εγώ ήμουνα στη μέση του δρόμου.
"Με παίρνει μία σφαίρα εδώ, στο αυτί μου και μία στο χέρι."
Το αυτί μου, είχε κρεμάσει στον ώμο μου. Δηλαδή αν ήταν μισό χιλιοστό πιο μέσα, θα με είχε σκοτώσει. Όταν πήγα στο νοσοκομείο ο γιατρός φρόντισε το κεφάλι μου, έπιασε το αυτί με τσιμπιδάκι και μετά μου έδεσε με γάζα το χέρι που είχε το τραύμα κι είπε να πηγαίνω να το αλλάζω.
Όμως μετά από δύο-τρεις μέρες, φύγαμε για την οπισθοχώρηση. Είχαμε αντισταθεί στην Αθήνα, αλλά δεν αντέχαμε άλλο. Ξεκινήσαμε να οπισθοχωρούμε στα περίχωρα της Αττικής. Ήτανε ταλαιπωρία, γιατί δεν είχαμε ούτε τρόφιμα, ούτε οργάνωση, μόνοι μας, κι εγώ ήμουν τραυματίας. Στο δρόμο, όμως, πού να βρω ν’ αλλάξω γάζες και τέτοια; Έβγαζα τη γάζα που είχα ήδη πάνω, την έπλενα σε κάνα χαντάκι, σε καμιά βρύση και την ξανάβαζα. Μ’ αυτή την «περιποίηση» που του ‘κανα όμως, το χέρι σάπισε... Άρχισε και βρώμαγε. Βρώμαγε πολύ.
Όταν φτάσαμε στη Μαλακάσα, μας είπε ο Καπετάνιος μας: «Παιδιά, από ‘δω θα διαλυθούμε. Θα πάτε σπίτι σας. Θα είστε πιστοί στα ιδανικά μας, αυτά που ‘χουμε πιστέψει κι αυτά που πολεμήσαμε, με τη διαφορά ότι θα τα πιστεύετε μόνοι σας τώρα, δεν θα ‘μαστε εμείς κοντά σας».
Επιστρέψαμε στην Αθήνα με τα πόδια και σιγά-σιγά, ήρθαμε εδώ στο σπίτι. Μόλις έφτασα, η μαμά μου λέει: «Γρήγορα στο νοσοκομείο!» Πάμε στον Ερυθρό Σταυρό, βλέπει το χέρι μου ο γιατρός και λέει: «Εάν οι αδένες δεν έχουν μολυνθεί, θα κάνουμε δουλειά. Εάν έχουν μολυνθεί οι αδένες πέθανες, τελείωσες».
Οι εξετάσεις στους αδένες έδειξαν ότι δεν έχουνε προσβληθεί. Αλλά η απόφαση ήταν ακρωτηριασμός. Το είχαν πάρει απόφαση ότι θα μου κάνουν ακρωτηριασμό. Μόλις το ‘μαθα, πήγα στο φωτογραφείο για να κερδίσω μία ανάμνηση του εαυτού μου με το δεξί μου χέρι. Έτσι, για να υπάρχει. Ήμουν δεκαφτά χρονών.


Μετά, ένα πράγμα με βασάνιζε. Πώς θα γίνει τώρα με το ένα χέρι; Πώς θα δουλέψω; Tι θα κάνω; Πώς θα σταθώ στον κόσμο; Μάλιστα, είχα τότε και μία φιλεναδούλα κι ήρθε να με δει στο νοσοκομείο, στον Ερυθρό Σταυρό. Ήμουνα έξω στο παγκάκι και καθόμουνα. Κι έρχεται με βλέπει από μακριά: «Αααα!», κάνει και χάθηκε. Με είδε με το ένα χέρι, ήταν δεμένο εδώ με γάζες, και το άλλο κρεμόταν. Μόλις με είδε έτσι, απελπίστηκε κι έφυγε.
Τώρα πρόσφατα, πριν τέσσερις-πέντε μήνες, συναντώ εδώ στη Μικράς Ασίας, μία κυρία. Μου λέει: «O Γιώργος δεν είσαι;» Λέω: «Ναι». «Mε θυμάσαι εμένανε;», με ρωτάει. «Όχι», την κοιτάω. «Είμαι η Λίτσα». «Λίτσα; Ποια Λίτσα;», λέω. «Η Λίτσα, που είχαμε σχέση τότε που…» «Ωωωω!» κάνω. Με γνώρισε, τη γνώρισα. Μετά από εβδομήντα εφτά χρόνια.
Τότε που είχε γίνει αυτό με είχε πειράξει πολύ. «Κοίτα να δεις τώρα», είχα σκεφτεί, «η κοπέλα που μ’ αγαπούσε, είπε: "Ααα!" κι έφυγε. Άρα είμαι μισός για τον κόσμο...» Είχα μέσα μου ένα σφίξιμο. Ένα «γιατί». Μου πήρε κάποιον καιρό για να εξοικειωθώ με αυτό, να πω: «Εντάξει, τι να κάνουμε; Έτσι έτυχε».
Συνέχισα τη ζωή μου. Δούλεψα το περίπτερο που είχε ο πατέρας μου πριν τον πόλεμο στην Πλατεία Δημοπρατηρίου, στο Μοναστηράκι. Μετά παντρεύτηκα κι έκανα οικογένεια. Μέχρι και σήμερα είμαι αριστερός κι είμαι και κομμουνιστής, γιατί αγαπάω το λαό και θέλω να περνάει καλά, να είναι ευτυχισμένος. Είμαι περήφανος γι’ αυτά που έζησα κι έκανα, γιατί φρόντισα για την πατρίδα μου. Φρόντισα για το καλό του κόσμου, του λαού.