Go Back

Ο τελευταίος σαγματοποιός της Χίου

fr536_15_thomas_tsolakis_samaria_kentriki
Αφηγητής/τρια

Στη Βολισσό της Χίου, ο τελευταίος σαγματοποιός του νησιού φτιάχνει με μεράκι σαμάρια, εδώ και 70 χρόνια.


Σταμάτησα γιατί δεν έχει ζώα, αλλιώτικα δε θα σταματούσα. Και τώρα να μου πει ένας: «Έλα κάνε μου ένα σαμάρι», ναι, θα το κάνω με δυσκολία, γιατί τα χέρια μου δεν πάνε όσο ήμουνα νεότερος, αλλά θα το κάνω. Εκεί που το έκανα σε δύο - τρεις μέρες, θα το κάνω, αλλά μπορεί σε ένα μήνα. 

Ο πατέρας μου κι η μάνα μου εργάζονταν. Ο πατέρας μου τσαγκάρης κι η μητέρα μου οικοκυρά. Αφού ήρθαν οι Γερμανοί, δεν υπήρχαν τρόφιμα, υπήρχε πείνα, υπήρχε δυστυχία… Τότε ο πατέρας μου έπαθε μια ασθένεια, από την οποία εδώ στο χωριό είχαν πεθάνει καμιά δεκαριά άνθρωποι και πέθανε 38 χρονών. Αφού ορφάνεψα 12 χρονών -ήμουνα το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας- έπρεπε μαζί με τη μητέρα μου να δουλέψουμε.

Οι άνθρωποι ήξεραν τον πόνο μου, ήξεραν τη δυστυχία μου. Διότι ήμασταν πέντε αδέρφια. Κι έτσι δούλευα με τη μητέρα μου, σε εποχή που ήτανε δύστυχα χρόνια. Περίμενες μόνο από τη γη να πάρεις κάτι κι από το μεροκάματο που σε έπαιρνε ο άλλος. Φέρ’ ειπείν ένα γεωργός που δεν μπορούσε να ανεβεί απάνω στην αμυγδαλιά, στη συκιά ή στην ελιά, με έπαιρνε κι ανέβαινα εγώ σαν παιδί. Τους έριχνα τον καρπό και αυτοί το μάζευαν από κάτω.

Είχα, λοιπόν, έναν θείο ο οποίος έκανε σαμάρια και πετάλωνε κιόλας και για να μην γυρίζω από εδώ κι από εκεί μου λέει: «Έλα να μάθεις την τέχνη και θα σου δίνω εγώ την βδομάδα σου». Μου έδινε τότε 20 δραχμές τη βδομάδα. Σιγά-σιγά έμαθα την τέχνη. Αφού έμαθα την τέχνη, έμπλεξα με έναν μάστορα που ήταν κι αυτός σαμαροποιός κι είπαμε επειδή υπήρχε τόσο πολύ δουλειά, να ανοίξουμε μαγαζί. Εντωμεταξύ, έγινε συνοικέσιο μεταξύ αυτού και της αδερφής μου και τον έκανα γαμπρό μου. Και αφού τον έκανα γαμπρό, ανοίξαμε το μαγαζί το 1949, όπου δουλεύαμε και φτιάχναμε τα σαμάρια.

Σάγμα λέγεται το σαμάρι. Πως όμως τα φτιάχναμε τα σαμάρια; 

Βγάζαμε μια άδεια, πηγαίναμε στο δάσος, κόβαμε τα πλατάνια που θέλαμε, τα αρμόδια και τα φέρναμε στο χωριό. Πληρώναμε τους φόρους, αυτούς που ήθελε το δασαρχείο. Και έτσι το κάναμε ελεύθερα, τα κόβαμε και κάναμε το σαμάρι για το κάθε ζώο.

Τα σαμάρια τα φτιάχναμε μ’ αυτά τα ξύλα που φέρναμε από τα ποτάμια, κόβοντας με το πριόνι τα πλατάνια. Εκτός από το πλατάνι, έκανε κι η καρυδιά κι η μουριά. Αυτά τα τρία ξύλα έκαναν για σαμάρια, γιατί τα νερά τους ήτανε τόσο ωραία κι ήτανε αντοχής ξύλα.

Όταν ήθελαν να αγοράσουνε οι πελάτες ένα σαμάρι, ερχότανε και βλέπαμε το ζώο, τι μπόι σαμάρι θέλει. Και ανάλογα το μπόι, ανάλογα το μέγεθος, του φτιάχναμε. Γιατί για κάθε ζώο, υπάρχει το πατρόν του. 

Παίρναμε το χαρτόνι και ανάλογα το ζώο κάναμε το σχέδιο. Διότι άλλο ζώο είχε μεγάλη κοιλιά κι έπρεπε να κάνεις φαρδύ «πισάδι». Είχε μεγάλες σπάλες, πλάτες μεγάλες, έπρεπε να κάνεις φαρδύ ώμο. Το μεγαλύτερο σαμάρι ήτανε μέχρι 80 πόντοι φάρδος και το μικρότερο ήτανε 40 πόντοι.

Το μπροστινό μέρος του σαμαριού ήτανε μονοκόμματο. Ενώ το πίσω μέρος του σαμαριού, έπρεπε να πάρεις δύο ξύλα, έτσι λοξά και να τα ενώσεις. Και όλα αυτά, περνούσανε από το χέρι. Διότι δεν υπήρχαν ούτε κορδέλες, ούτε πλάνες, ούτε τίποτα. Μόνο μια μέγγενη, με την οποία έσφιγγα το κάθε ξύλο απάνω κι έπαιρνα έπειτα τον ξυλοφά. Ξυλοφάς είναι ένα είδος εργαλείου το οποίο έχει δόντια και ξύνεις το ξύλο και το φέρνεις εκεί που θέλεις. Μ’ αυτούς τους ξυλοφάδες και μια ξύστρα τα έφτιαχνα και τα γυάλιζα με το γυαλόχαρτο. Κι έπειτα τα συναρμολογούσα.

fr536_15_thomas_tsolakis_samaria_photo4
fr536_15_thomas_tsolakis_samaria_photo3

Τις παΐδες που ήταν τα σκοινιά απάνω στο σαμάρι και το πίσω με το μπρος μέρος. Και έτσι γινόταν το σαμάρι. Το στολίζαμε έπειτα με χρυσόκαρφα. Χρυσόκαρφο είναι εκείνο που το βάζουμε για φιγούρα, για να γυαλίζει απάνω. Κι είναι στολισμένο. Αντί να του βάλουμε χάντρα, του βάζαμε χρυσόκαρφα και το ντύναμε με χρωματιστό δέρμα. Κι ήτανε πια έτοιμο το σαμάρι. 

Πολλοί έρχονταν, καμιά φορά, να πάρουνε σαμάρι για να πάνε στο πανηγύρι. Παίρνανε καινούριο σαμάρι, που ήτανε γυαλισμένο και στολισμένο και το έβαζαν στο ζώο τους και καβαλίκευαν απάνω. Μια οικογένεια μπορούσε να φορτωθεί απάνω σ’ ένα ζώο λες κι ήτανε ταξί κι έτσι πήγαιναν στο πανηγύρι. Και τι δε φορτωνότανε!

Στόλιζαν το άλογο, έβαζαν καπίστρια με φυλαχτά κι ανάλογα με το πόσα παιδάκια είχε κανείς, έβαζε δύο κοφινάκια ή δυο σκαμνάκια και τα έδενε καλά απάνω στο σαμάρι. Άμα είχε ένα παιδάκι, το έβαζε στο πίσω μέρος του σαμαριού, επάνω στο ζώο και κάθιζε. 

Εκτός από σαμάρια, βάζαμε και πέταλα στα ζώα. Το πέταλο για να το βάλεις πρέπει να ξέρεις καλά, μη τυχόν και το βάλεις μέσα στο ποδάρι του, το καρφώσεις και κουτσαίνει. Το νύχι του ζώου απ’ έξω είναι σκέτο, καθαρό και δεν καταλαβαίνει τίποτα, έτσι έπρεπε τα χεράκια σου να πηγαίνουν τόσο απαλά, να βάζεις το καρφάκι στο κατάλληλο σημείο, που δεν το πείραζε το ζώο. Κι επειδή τα είχανε για αυτοκίνητα και τα δουλεύανε τα ζώα, βάζανε τα πέταλα στα μουλάρια και στα γαϊδούρια, για να μπορούν να δουλέψουνε ελεύθερα, χωρίς να κουτσαίνουνε.

Εδώ το χωριό, η Βολισσός, είχε κάπου 1.000 γαϊδουρομούλαρα. Γιατί είχε 4.000 κόσμο. Αυτές οι 4.000 κόσμος, ήταν 2.000 οικογένειες. Και κάθε οικογένεια είχε το γαϊδουράκι της, είχε και το μουλάρι. Το μουλάρι πήγαινε στα μεροκάματα και το γαϊδουράκι το έπαιρνε η γυναίκα με κάποιο παιδί και πηγαίνανε στα χωράφια, να μαζέψουν τις ελιές, να μαζέψουν τα αμύγδαλα, να μαζέψουν τις συκιές. 

Τα 20 χωριά που ήτανε από εδώ κι απάνω, ερχόντανε εδώ πέρα. Δεν ξέρανε να κάνουν τέτοια πράγματα και έρχονταν να πεταλώσουν, να σαμαρώσουν εδώ. Το σαμάρι, άντεχε χρόνια! Το πέταλο όμως σε ένα μήνα έφευγε. Διότι το δούλευε το ζώο.

Το επάγγελμα του σαμαροποιού – πεταλωτή, για την εποχή, είχε καλές απολαβές. Έστω και δέκα δραχμές να έβγαζες από το κάθε ζώο που θα πετάλωνες, έτυχε κι ήρθε μέρα που πεταλώσαμε 70 μουλάρια! Επομένως, από δέκα δραχμές, πόσα πιάσαμε; 700 δραχμές! Αμέ. Μέσα σε μια Κυριακή βγάλαμε 700 δραχμές. Κι ήρθε εποχή που δουλεύαμε εφτά νομάτοι εκεί μέσα στου θείου μου το σαμαράδικο. Εφτά νομάτοι.

Ήταν κουραστικιά δουλειά το πετάλωμα. Άλλο ζώο στεκότανε, άλλο δε στεκότανε. Άλλο έπρεπε να το βάλεις κάτω για να το πεταλώσεις. Σ’ άλλο έπρεπε να βάλεις γερά καπίστρια, για να το δέσεις. Άλλο του έβαζες μυταριά, αλλά του κρατούσες το αυτί για να το σφίγγεις. Άλλο του έδινες καρπό για να ξεχνάει ότι το πεταλώνεις κι έτσι του βάζαμε τα πέταλα. Το γνωρίζαμε πια το κάθε ζώο. Τώρα να μου φέρεις ένα γαϊδουράκι ή ένα μουλάρι, θα σου πω τι νούμερο σαμάρι πρέπει να του βάλουμε.

Δεν μπορεί ο οποιοσδήποτε δει ένα ζώο, να του κάνει σαμάρι.. Διότι δεν είναι άντε θα κάνω μια ντουλάπα… Αυτό είναι απάνω σε ζωή. Απάνω σε ζωή μπαίνει. Απάνω σ’ ένα ζώο που δεν καταλαβαίνει, δεν ξέρει. Και πρέπει να το κάνεις τόσο καλό για να μην του κάνεις απάνω του πληγές και παιδεύεται και πονάει το ζώο. Διότι άμα πονάει από το σαμάρι, δε θα μπορέσει να σου δουλέψει το ζώο. Πρέπει να προσπαθήσεις να του κάνεις τέτοιο σαμάρι που να είναι σωστό απάνω του, να το βάζεις και να του φορτώνεις 100 κιλά και να μην παθαίνει τίποτα. Είναι τέχνη από τις τέχνες.

Ερευνητής/τρια
Καραΐσκου Παρασκευή
Επιμέλεια
Φένια Χαλά
Autoplay
Playing next

Είσαι σίγουρος πως θέλεις να τερματίσεις τον player;

Alt text
Με το που γυάλιζε το μάτι του ήξερα τι θα συμβεί