Go Back

Το τρένο του Κοσόβου

fr413_20_kentriki
Αφηγητής/τρια

Οι επικίνδυνες διαδρομές της Ευαγγελίας Μπραζιώτη, μέλος της ειρηνευτικής δύναμης, με το τρένο που μετέφερε τον σερβικό πληθυσμό στο εμπόλεμο Κόσοβο.

«Κορίτσι πράμα θα πας στον στρατό;» Αυτή ήταν η πρώτη αντίδραση της οικογένειάς μου όταν αποφάσισα να υπηρετήσω στην πολεμική αεροπορία ως νοσηλεύτρια. Οι άνθρωποι εκείνα τα χρόνια δεν ήταν εξοικειωμένοι στην εικόνα μιας γυναίκας με στρατιωτική στολή, ήταν πρωτόγνωρο. Εγώ, θυμάμαι, ντρεπόμουν λίγο όταν κυκλοφορούσα με τη στολή, γιατί με πειράζανε στον δρόμο. Ακόμα κι οι στρατιωτικοί μάς αντιμετώπιζαν διαφορετικά: «Έλα μωρέ, εντάξει, γυναίκα είναι!» έλεγαν, δε μας αντιμετώπιζαν ισάξια με τους άντρες. Παρόλα αυτά, κάναμε ό,τι κι οι άντρες. 

Μετά από δεκατρία χρόνια στην υπηρεσία, αποφάσισα να πάω στην ειρηνευτική αποστολή στο Κόσοβο. Ήθελα λίγο να ξεφύγω, να αλλάξω την καθημερινότητά μου, τη ρουτίνα. Δεν το είχα καλοσκεφτεί τι σημαίνει ακριβώς «ειρηνευτική αποστολή». 

Όταν φτάσαμε στο Κόσοβο, στην αρχή μου θύμισε την Ελλάδα του ’70-’60: σπίτια με αυλές, ζώα μέσα στις αυλές, ρούχα απλωμένα… Στην Πρίστινα, μου έκαναν φοβερή εντύπωση τα δορυφορικά πιάτα: ήταν παντού και κοιτάγανε προς τη μεριά της Αλβανίας, να πιάσουνε σήμα. Έβλεπες από τη μια πολλά ακριβά αυτοκίνητα κι από την άλλη, κάρα. Μεγάλες αντιθέσεις. Και δεν υπήρχαν πολλοί άνθρωποι να κυκλοφορούν έτσι άνετα στον δρόμο, δεν είχε κίνηση, έμοιαζε λίγο έρημη η πόλη. 

Πήγαμε σε ένα στρατόπεδο, κοντά σε άλλα στρατόπεδα. Δίπλα μας ήταν η ειρηνευτική αποστολή των Νορβηγών, δίπλα των Ιταλών… Ξαφνικά, ο ουρανός γέμισε κοράκια. Ήτανε… Χίτσκοκ! Μια φρίκη για μένα! Λέγανε τα παιδιά ότι μάλλον ήταν σφαγεία εκεί, για αυτό είχε τόσα πολλά κοράκια. Μαύριζε ο ουρανός από τα κοράκια, δεν έχω ξαναδεί τόσα κοράκια στη ζωή μου! Κι είχε και μια απίστευτη μυρωδιά λιγνίτη, απίθανη. Άνοιγες το παράθυρο κι έμπαινε όλη αυτή η βρώμα μέσα, όλη αυτή η έντονη μυρωδιά. Όλα ήταν πρωτόγνωρα, ακόμη και το τι αναπνέεις, πρωτόγνωρο ήταν για μας.

Η πρώτη μας νύχτα ήταν επεισοδιακή. Ήμουν εγώ και μια συνάδελφος, ας πούμε, οι «καινούργιες».  Ξαπλώσαμε λοιπόν στον θάλαμο μαζί με τις άλλες κοπέλες εκεί του στρατού, τις πιο «παλιές» από μας. Κλείνουμε λοιπόν τα μάτια μας κι άξαφνα αρχίζουν να πέφτουν πυροβολισμοί. Πεταχτήκαμε κι οι δυο πάνω, κοιταχτήκαμε, κοιτάμε γύρω μας, κανείς άλλος δε μετακινήθηκε. Λέω και ‘γω στη φίλη μου: «Κάτσε, δε θα είναι τίποτα» και ξαναξαπλώσαμε. Δεν περνάει μισή ώρα, ξανά το ίδιο. Τέλος πάντων αυτό συνέβαινε κατά τακτά διαστήματα, όλο το βράδυ. Tην επόμενη μέρα μάθαμε ότι γύρω από τα στρατόπεδα υπήρχαν περιπολίες και τους πυροβολούσαν διάφοροι. Αλλά πυροβολούσαν κι αυτοί, ακόμα και σκυλιά. 

Στα καθήκοντά μας ήταν να προσφέρουμε βοήθεια σε διαφορά χωριά, σε ανθρώπους οι οποίοι είχαν προβλήματα υγείας. Αυτό που μου έχει μείνει όμως, ήταν η βάρδια στο τρένο. 

Μπαίναμε στο τρένο από την Πρίστινα, μεταβαίναμε σε κάποιο χωριό και μεταφέραμε Σέρβους σε κάποιο άλλο μέρος. Ουσιαστικά, εμείς ήμασταν οι ασφάλεια αυτών των ανθρώπων, γιατί ήταν πολύ δύσκολο για τους Σέρβους να μετακινηθούν. Υπήρχαν επιθέσεις. 


“Μπορεί να βάζανε νάρκες, ώστε να εκτροχιαστεί το τρένο.” 


Πολλές φορές ακυρωνόταν η αποστολή, ξεκινάγαμε και σταματάγαμε την αποστολή, γιατί ήρθε κάποιο μήνυμα ότι κάτι βρήκαν στις γραμμές. Γίνονταν κι επιθέσεις στο ίδιο το τρένο. Φανταστείτε ότι το τρένο αυτό δεν είχε τζάμια, γιατί τα έσπαγαν στις επιθέσεις κι υπήρχε κίνδυνος τραυματισμού. Βγαίναμε από τη μονάδα κι ήμασταν ντυμένοι σαν αστακοί, με αλεξίσφαιρα, κράνη… ήταν πρωτόγνωρο. 

fr413_20_720x961
fr413_20_760x961_2

 



Ο ρόλος μου ως νοσηλεύτρια ήταν σε περίπτωση που τραυματιστεί κάποιος από εμάς, γιατί για τον ελληνικό στρατό ήμουνα εκεί, να παρέχω πρώτες βοήθειες. Βέβαια όταν συμβεί κάτι, δε σηκώνεις τα χέρια και λες: «Όχι, δεν ανήκει στον ελληνικό στρατό, δε θα βοηθήσω». Σκοπός της ειρηνευτικής αποστολής είναι, αν μη τι άλλο, να μη χαθούν ανθρώπινες ζωές, από όλες τις πλευρές. Όχι μόνο για τους Έλληνες, αλλά και για τους Σέρβους και για τους Αλβανούς. Σε κάποια από τις διαδρομές που είχαμε, μια κυρία έπαθε εγκεφαλικό. Καθίσαμε πάρα πολλές ώρες, γιατί δεν μπορούσε να τη δεχτεί κανένα νοσοκομείο, ήταν πολύ δύσκολο για τους Σέρβους ακόμη και να πάνε σε νοσοκομεία. Τελικά, κάποια άλλη ειρηνευτική δύναμη δέχτηκε να τη νοσηλεύσει.

Υπήρχαν κι οι περιπτώσεις που μπορεί να έμπαινε και κάποιος Αλβανός στο τρένο. Τι κάναμε τότε; Στριμώχναμε όλους τους Σέρβους σε ένα βαγόνι και κρατάγαμε ένα κενό βαγόνι και βάζαμε τον Αλβανό! Ποτέ δεν κατάφερα να εξοικειωθώ με αυτή την έχθρα. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να πιστέψεις ότι υπάρχει τόσο μίσος ανάμεσα σε ανθρώπους που είναι από την ίδια χώρα. Είχαμε κι εμείς εδώ τον Εμφύλιο, είδαμε αδέρφια να σκοτώνουν ο ένας τον άλλον. Δεν εξοικειώνεσαι ποτέ, απλά προσπαθείς να το κατανοήσεις.

Είδα πολλά πράγματα που με σόκαραν. Ήταν μια εμπόλεμη χώρα. Πήγαμε όλοι εμείς και καλά να κρατήσουμε την ειρήνη, κάνοντας πόλεμο… Είδα παιδιά στον δρόμο με κομμένα τα πόδια, ανθρώπους να πεινάνε… Εκεί που πέρναγε το τρένο συνήθως μας περίμεναν παιδιά, Σερβόπουλα, τα οποία ερχόντουσαν κι εμείς τους δίναμε, τους προσφέραμε καμιά σοκολατίτσα. Χαιρόντουσαν που μας έβλεπαν. Ίσως επειδή είχαμε την ίδια θρησκεία; Τουλάχιστον εμάς τους Έλληνες, μας περίμεναν πώς και πώς, περίμεναν το τρένο, ειδικά τα παιδιά. Ήταν ευγενικά και μας περίμεναν με λαχτάρα. 

Όταν ήρθε η στιγμή να επιστρέψουμε στην Ελλάδα, τους είπα: «Είναι η τελευταία φορά που έρχομαι, σας χαιρετώ γιατί δε θα ξαναέρθω, φεύγω, θα γυρίσω Ελλάδα». Αμέσως, όλα τρέξανε να μου φέρουνε κάτι. Ένα παιδάκι μού έδωσε μια εικονίτσα, ένα χαρτάκι δηλαδή, με κάποιον δικό τους άγιο. Άλλο παιδάκι, μια κολόνια. Οτιδήποτε. Μια κυρία μού έφερε ένα ποτό μέσα σ’ ένα μπουκάλι χρυσό, που το φτιάχνανε μόνοι τους κι είχε μια εικόνα αγίου επάνω. 

Νιώθαμε χαρά που θα φύγουμε. Αλλά κι η επιστροφή για μας, ήταν δύσκολη. Έπρεπε να συνηθίσεις πάλι να ζεις σε ένα περιβάλλον που δε θα άκουγες: «Αλτ, τις ει;» που δε θα άκουγες πυροβολισμούς, που θα άκουγες τα αυτοκίνητα να περνάνε, κόσμο να κυκλοφορεί, οι ήχοι είναι τελείως διαφορετικοί. Ξύπναγα μες στη νύχτα κι έλεγα: «Ησυχία…» κάτι που δεν το είχαμε στο Κόσοβο. Εκεί πάντα υπήρχε ένας ήχος, μια βοή, άλλοτε πιο μακριά, άλλοτε πιο κοντά, αλλά υπήρχε. Oπότε έπρεπε λίγο να δώσεις το χρόνο στον εαυτό σου να ξαναμπεί σε όλο αυτό που λέγεται «μοναξιά». Όταν επιστρέψαμε στην Ελλάδα, νομίζω ότι αυτό απόλαυσα περισσότερο, αυτή την ατομικότητα. Έμεινα μόνη μου λίγο! Αυτό νομίζω είχα περισσότερο ανάγκη εκείνο το διάστημα.

Η ειρηνευτική αποστολή στο Κόσοβο ήταν μια εμπειρία που νομίζω ότι κάπως πρέπει να τη ζήσουν όλοι οι άνθρωποι. Νομίζω θα μας έκανε πολύ καλό και θα σκεφτόμασταν και δεύτερη φορά αν θα σηκώναμε το χέρι στον άλλον. Ίσως είναι και λίγο ρομαντικό, αλλά νομίζω ότι αυτό πρέπει όλοι μας να το βιώσουμε, να δούμε ανθρώπους να πονάνε. Και γιατί; Για να χωρίσουνε τη γη τους; Δεν ξέρω… Τελικά τι χωρίζουν οι άνθρωποι; 

Ήταν πολύ μεγάλο σοκ για μένα και δε θα ξαναπήγαινα ειρηνευτική αποστολή. Πλέον, δεν πιστεύω καθόλου σε αυτού του είδους τις αποστολές.

Ερευνητής/τρια
Αποστολάκης Ίκαρος
Επιμέλεια
Ευφροσύνη Κυριαζή
Autoplay
Playing next

Είσαι σίγουρος πως θέλεις να τερματίσεις τον player;

Alt text
Με το που γυάλιζε το μάτι του ήξερα τι θα συμβεί