Go Back

Πολεμώντας τους Γερμανούς στην έρημο

fr502_01_giannis_katrakazos_mesi_anatoli_kentriki
Αφηγητής/τρια

Οι εμπειρίες ενός βετεράνου του Β' Παγκοσμιού Πολέμου από τις μάχες στη Μέση Ανατολή και τ' αγγλικά στρατόπεδα αιχμαλώτων - κομμουνιστών στην έρημο.


Γεννήθηκα το 1924 στη Σάμο. Με ξεγέννησε μαμή κι όχι γιατρός. Μέναμε σε ένα καλύβι. Για να πάω στο σχολείο περπατούσα 7 χιλιόμετρα με τα πόδια και άλλα τόσα για να γυρίσω. Δεν με ενοχλούσε αυτό. Αυτό που μ’ ενόχλησε ήταν πως όταν προβιβάστηκα από την τετάρτη τάξη, μου είπε ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν πολύ φτωχός: «Αυτά τα γράμματα που έμαθες φτάνουνε. Δεν θα ξαναπάς σχολείο. Θα βοηθήσεις εδώ, στα χωράφια, στα καπνά, στα ξύλα».

Έκλαψα, αλλά τι να κάνω; Ήμουν ο μεγαλύτερος, ο πρωτότοκος κι ο πατέρας μου ήθελε να δουλέψω. Έτρωγα και καμιά ξυλιά άμα θεωρούσε πως τεμπέλιαζα. Όταν τελειώναμε με τα δικά μας χωράφια και καπνά δεν μ’ άφηνε να κάτσω. Μ’ έβαλε παραγιό σε κάτι κατσίκια. Και κάποια στιγμή με βρίσκει μια γειτόνισσα και μου λέει: «Να σε στείλω στον αδερφό μου που έχει αγελάδες;» Και πήγα και δούλεψα σ’ αυτόν. 

Αυτός ήταν κομμουνιστής. Το βράδυ ώσπου να έρθει η ώρα να κοιμηθούμε καθόμασταν και μιλούσαμε. Μου έλεγε για αυτά που τραβάει ο ελληνικός λαός. «Είναι φαγάδες αυτοί που μας κυβερνάνε. Θέλουν το χρήμα που αρπάζουνε από μας, να το φάνε αυτοί». Σιγά - σιγά μου άρεσε ο κομμουνισμός. 

Και έφτασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Εκείνη την εποχή οι Ιταλοί κατείχαν τα Δωδεκάνησα κι ήρθαν να καταλάβουν τη Σάμο. Αρχικά έριχναν οβίδες. Όπου μια μέρα ήρθε ένα βαπόρι με στρατό στο νησί. Ήρθαν στις 8 το πρωί στο Καρλόβασι, για να καταλάβουν όλη τη Σάμο. Στις 4 τ’ απόγευμα την ίδια μέρα εγώ έφυγα για την Τουρκία, με τον ξάδερφο μου. Δώσαμε 50 δραχμές σε μια βάρκα για να μας περάσει.

Φτάσαμε στο Κουσάντασι και πιάσαμε δουλειά σε αμπέλια. Εγώ επειδή είχα δουλέψει ήδη σε χωράφια ήξερα τις δουλειές κι ήμουν πολύ καλός. Με έβλεπε το αφεντικό πόσο καλός ήμουν. Μία μέρα έρχεται και μου λέει στα τουρκικά, -ήξερα κάτι λίγα τούρκικα-: «Εσύ θα έρθεις στο σπίτι να φάμε». Και πήγα. Αυτός είχε μια κόρη και δεν ήθελε να τη δώσει σε Τούρκο.

Είχε μιλήσει για μένα στην κόρη του, αυτή μας σερβιρε. Φάγαμε και όταν μπήκαμε στο κάρο για να με γυρίσει μου είπε: «Την είδες την κοπέλα, που μας πρόσφερε το φαγητό;» «Την είδα». «Σου αρέσει;» Εγώ ντρεπόμουνα τώρα, τι να του πω…; Λέω: «Μου αρέσει, είναι πολύ καλή κοπέλα». «Θα στην κάνω προξενιό. Θα πάρεις το κορίτσι και θα σου δώσω και 50 στρέμματα αμπέλια». Ήταν τσιφιλικάς, είχε πολλά κτήματα. «Σκέψου το και θέλω μέχρι αύριο να μου πεις».

Την άλλη μέρα, λοιπόν, μου λέει: «Τι αποφάσισες;» «Δύσκολο», λέω, «δεν θα μπορέσω». Τότε μου είπε: «Να σου πω ένα πράγμα; Εσύ χάνεις, θα σας πάρουν φαντάρους τους Έλληνες». «Ε όχι και φαντάρους», λέω, «αφού η Τουρκία άνοιξε για εμάς κι ήρθαμε εδώ να δουλέψουμε, να βγάλουμε το ψωμάκι μας». 

«Θα σας πάρουν φαντάρους», επέμενε. 

Τέλος πάντων, δεν το πίστευα αλλά είχε δίκιο. Μια μέρα ήρθε ένα φορτηγό και πήραν όλους τους Έλληνες που δούλευαν στο Κουσάντασι. Μας έδιναν από 50 δραχμές, η Αγγλία έδινε τα λεφτά. Μας βάζουν στο τρένο και φύγαμε. Για που πηγαίναμε δεν το ξέραμε. Περάσαμε από τ’ Αφιόν Καραχισάρ. Εκεί αλλάξαμε τρένο και πήγαμε στη Μερσίνα. Μας βάλανε στο Πριγκίπισσα Αικατερίνη, ένα βαπόρι, και μας κατέβασαν στη Χάιφα, στην Παλαιστίνη και από εκεί στη Τζενέιφα, στο κανάλι του Σουέζ. 

Εκεί μας έντυσαν φαντάρους. Εγώ ήμουν κομμουνιστής. Μέσα στον στρατό υπήρχαν πολλοί κομμουνιστές κι είχαμε οργανωθεί μυστικά μεταξύ μας. Ήμουν πενταδάρχης, δηλαδή είχα πέντε άτομα υπό τις οδηγίες μου κι έπαιρνα οδηγίες από τον «μεγάλο». Ήταν ο «Κόκκινος», που λέγαμε, ήταν από την Ικαρία. Παίρναμε γράμματα με οδηγίες από αυτόν. Για να συναντηθούμε μες στο στρατόπεδο χρησιμοποιούσαμε διάφορα κόλπα. Τα γράμματα ήταν όλα κωδικοποιημένα. 

Έτσι μαθαίναμε τι γίνεται στην Ελλάδα, πράγματα που δεν τα έλεγαν οι αξιωματικοί, ακόμα και να τα ξέρανε. Μαθαίναμε πόσο δύσκολα ήταν τα πράγματα με τους Ιταλούς στη Σάμο. Κάποια στιγμή μας πήγαν στο Λίβανο, σ’ ένα βουνό. Το χιόνι έφτανε τα δύο μέτρα. Ήταν χειμώνας κι εμείς έπρεπε να φυλάξουμε ένα όρχο. Ο όρχος είναι εκεί που φυλάνε τα κανόνια και τα όπλα. 

Έπρεπε να είμαστε με τ’ όπλο στο χέρι, χιονίζει δε χιονίζει. Μάλιστα, αν ερχόταν κάποιος δεν έπρεπε να του πούμε καν: «Αλτ! Τις ει;» Μας το είχαν ξεκαθαρίσει: «Αν δεις άνθρωπο θα του ρίξεις. Δεν έχει αλτ, γιατί με το αλτ μπορεί να στην κολλήσει αυτός. Ότι κινείται θα το βαρέσετε». Άρχιζε να καλοκαιριάζει και μας πήγαν σ’ ένα μέρος κοντά στη λίμνη Τιβεριάδα να μας δείξουν που έκανε κήρυγμα ο Χριστός. Όσο μας μιλούσαν για το κήρυγμα εγώ είπα: «Θα πάω προς νερού μου». Πήγα προς τη λίμνη και είδα ψάρια μέσα, ωραίους κέφαλους. 

Όταν γυρίσαμε στα αντίσκηνα είπα στον ανθυπασπιστή: «Κύριε ανθυπασπιστά, να σταματήσουμε να τρώμε αυτά που τρώμε, να φάμε κάνα ψαράκι;» «Τι λες ρε Κατρακάζο», λέει, «πού θα το βρούμε το ψαράκι;» «Εχει πολύ ψάρι στη λίμνη», απάντησα. «Αν δε βρούμε», λέει, « θα σε βάλω δεκαπέντε μέρες στο λάκκο». Γιατί είχε λάκκους κι όσοι κάνανε παραπτώματα, τους κατέβαζαν ένα μερόνυχτο μες στο λάκκο. Έφτιαξα τρεις δυναμίτες, πήγα τους έριξα και πράγματι βγάλαμε ψάρια και τρώγαμε κάτι άλλο επιτέλους.

Κάποια στιγμή φύγαμε από εκεί και μας πήγαν κοντά στη Δαμασκό. Σε ένα χωριουδάκι που λέγεται Ρας Μπάαλμπεκ. Κατασκηνώσαμε εκεί και μία μέρα πήγαμε τρία άτομα στο χωριό. Στον δρόμο πουλούσαν χασίσι. Πήραμε και ‘μεις. Το πληρώσαμε με γάλα σε κουτάκια. Το ανάψαμε κι έρχεται ένας ανθυπασπιστής που του μύρισε: «Τι, κάνετε εκεί πέρα; Τι είναι αυτό; Ποιός σας το ‘δωσε; Γρήγορα, σβήστε τα τσιγάρα σας, πετάξτε τα γιατί θα πάτε φυλακή. Είναι ναρκωτικό αυτό». Πού να ξέραμε εμείς ότι είναι ναρκωτικό; Ήταν μυρωδάτο, ήταν ωραίο…

fr502_01_giannis_katrakazos_mesi_anatoli_photo3
fr502_01_giannis_katrakazos_mesi_anatoli_photo5

Την πρώτη επαφή με τον εχθρό την είχα όταν μας πήγαν κοντά στο Τομπρούκ. Κατασκηνώσαμε σ’ ένα σημείο. Το πρωί λέμε στους αξιωματικούς: «Μπορούμε ν’ ανάψουμε φωτιές για το τσάι μας;» Ρώτησαν και μας το επέτρεψαν. Ρίχναμε τη βενζίνη πάνω στην άμμο, ανάβαμε φωτιά και ψήναμε το τσάι. Οι Γερμανοί όμως είδαν τις φωτιές και πλησίασαν με τα αεροπλάνα τους.  Άρχισαν να μας ρίχνουν με τα πολυβόλα τους. Ριπές από παντού.

Ήμουν δίπλα σ’ έναν που πηγαίναμε μαζί σχολείο στη Σάμο και του λέω: «Πέσε κάτω». Αυτός δεν άκουσε κι όπως ρίχνανε του ήρθε μια πελεκούδα και χάσαμε το κεφάλι του. Χάθηκε. Δεν το βρήκαμε το κεφάλι. Τον θάψαμε στην άμμο, δίχως κεφάλι. Επίσης είχαμε ένα σκυλάκι, τη Λάικα κι αυτή έφαγε μία και σκοτώθηκε. Εγώ όπως ήμουν ξαπλωμένος, μου πήρε ένα βλήμα το χιτώνιο, πήρε φωτιά και μου ‘ξύσε την πλάτη. Λίγο πιο πάνω να με είχε βρει, θα είχα πεθάνει.  

Σκοτώθηκαν συνολικά 72 Έλληνες, τραγωδία. 

Αλλά η πιο μεγάλη μάχη που θυμάμαι έγινε στην Αίγυπτο.  Ήθελα να πάω σε μια επιχείρηση παρενόχλησης που θα κάνανε στους Γερμανούς. Δεν μ’ άφηνε, όμως, ο λοχαγός γιατί άνηκα στο πυροβολικό κι όχι στο πεζικό. Του εξήγησα πως είμαι κομμουνιστής και για αυτό ξέρω να χειρίζομαι τον ασύρματο. «Παίρνω κάπου 80, 82 γράμματα το λεπτό», του είπα. Και για αυτό τον λόγο με πήραν στην παρενόχληση.

fr502_01_giannis_katrakazos_mesi_anatoli_photo4
fr502_01_giannis_katrakazos_mesi_anatoli_photo6

Έριχναν συνέχεια όλμους απάνω μας. Κάνω ένα τηλεφώνημα με τον ασύρματο στην 4η πυροβολαρχία και λέω: «Κύριε λοχαγέ, θα σκοτωθούμε όλοι. Μας την ‘φέραν. Είμαστε στα 22 χιλιόμετρα, ρίξτε εκεί». Ρίχνουν λοιπόν, τους έλεγα από τον ασύρματο που να ρίξουν. Σε λίγο βλέπουμε τους απέναντι να σηκώνουν σώβρακα, σεντόνια. «Σταματάτε», λέω, «τις βολές σας. Παραδίδονται, έχουν σκοτωθεί πολλοί από αυτούς».

Κι όσους ζήσανε τους πήραμε αιχμαλώτους. Ήταν καμιά τριανταριά. Έναν από τους αιχμαλώτους τον έσφαξε ένας δικός μας. Του έκοψε το κεφάλι και το κρέμασε απάνω στο συρματόπλεγμα. Αλλά κι αυτουνού η ζωή κράτησε δύο μέρες μετά. Τον σκότωσαν οι δικοί μας. Γιατί απαγορεύεται τον αιχμάλωτο ακόμα και να τον χτυπήσεις με το χέρι. Πέρασε στρατοδικείο και τον σκότωσαν. 

Μετά τη μάχη ήρθε ο Ταξίαρχος και λέει: «Όσοι έκαναν ανδραγαθίες να περάσουν να πάρουν τα παράσημά τους». Είχε και το δικό μου όνομα. Βλέπει τα χαρτιά και με κοιτάζει καλά- καλά. «Δεν θα πάρεις», λέει, «εσύ». «Γιατί, κύριε ταξίαρχε, δεν θα πάρω εγώ; Γλίτωσα τόσα άτομα δικά μας με τις βολές που κατηύθυνα». Ήταν να πάρω τον πολεμικό σταυρό κι ένα γαλονάκι . Το οποίο σήμαινε πως αντί για τρεις χρυσές λίρες μισθό, θα έπαιρνα άλλες δυο.

Όμως ο Ταξιάρχος λέει: «Δεν θα πάρεις εσύ, είσαι Βούλγαρος». «Όχι, όχι! Εγώ είμαι Σαμιώτης», λέω. «Ρε παλιοβούλγαρε», μου λέει, «εμένα θα με κοροϊδέψεις; Είσαι κομμουνιστής».  Ήθελα να τον σκοτώσω τον Ταξίαρχο, αλλά τι να κάνω; Δεν μπορούσα να μιλήσω. Τέλος πάντων, τα πήρα τα παράσημα, αλλά πολύ μετά, τη δεκαετία του 1980, όταν ήρθε ο Ανδρέας Παπανδρέου στα πράγματα. 

Να πω και για τα «σύρματα». Τι ήταν τα «σύρματα»; Ήταν φυλακές μες στο πουθενά. Είχαν βάλει συρματοπλέγματα στην έρημο κι είχαν φτιάξει φυλακή που έβαλαν εμάς τους αριστερούς. Αυτές ήταν ιδέες των Άγγλων. Γιατί μαθαίναμε πως καθώς έφευγαν οι Γερμανοί από την Ελλάδα έβαζαν φωτιά σ’ όλα τα σπίτια και σκότωναν ανθρώπους. Και θέλαμε οι αριστεροί στη Μέση Ανατολή να πάμε στην Ελλάδα, να πάμε στα νησιά μας, με τα όπλα που είχαμε να προστατέψουμε τον κόσμο. Είχαμε βαρύ οπλισμό. Είχαμε αντιαεροπορικά, πυροβόλα, τουφέκια.

Και λένε, λοιπόν, οι Άγγλοι: «Αυτοί θα πάνε και θα ενωθούν με τ’ αντάρτικα». Και μας έβαλαν στα «σύρματα». Από τους 4000 στρατιώτες της Ταξιαρχίας, πρέπει να μαζέψαν γύρω στους 1000. Τα σύρματα ήταν ηλεκτροφόρα, γύρω στα 4,5 μέτρα ύψος. Η ζωή δεν ήταν καλή. Τα τρόφιμα που μας έφερναν ήτανε για γαϊδούρια και κατσίκες, δεν ήταν για ανθρώπους.

fr502_01_giannis_katrakazos_mesi_anatoli_photo1
fr502_01_giannis_katrakazos_mesi_anatoli_photo2

Αλλά είχαμε φτιάξει και το θεατράκι μας εκεί μέσα. Είπαμε στον διοικητή που ήτανε απ’ όξω, τον Εγγλέζο, να έρθει μέσα, να τον κεράσουμε κρασί, να πιει, να φάει και να δει το θεατράκι μας. Κανονικό θεατράκι. Αλλά το είδε έξω από τα σύρματα, λες κι ήμασταν τίποτα θηρία, λες κι ήμασταν άγριοι να του χιμήξουμε. 

Εν πάση περιπτώσει, συνηθίσαμε. Απάνω στους 8 μήνες, τέλειωσε ο πόλεμος, δεν μας φοβόντουσαν πια, μας άφησαν να φύγουμε. Γυρίσαμε στην Ελλάδα. Εγώ είχα μάθει να οδηγώ στο στρατό κι ήθελα να δουλέψω οδηγός, αλλά δεν μ’ άφηναν να βγάλω δίπλωμα επειδή ήμουν κομμουνιστής. Τελικά τα κατάφερα, δούλεψα, παντρεύτηκα, έκανα παιδιά. Πια είμαι σχεδόν 100 χρονών. 

Θυμάται τότε μου ‘λεγαν: «Όχι δε θα δουλέψεις κύριε, είσαι κομμουνιστής». «Βρε παιδάκι μου, άμα δε δουλέψω, πως θα ζήσω;» ρώταγα. «Κόψ’ το κεφάλι σου», λέγανε. Ο κομμουνισμός, όμως, θέλει ισότητα. Κύριε, είσαι Έλληνας αλλά κι εγώ Έλληνας είμαι. Όσο θα ζήσεις εσύ κι όπως θα ζήσεις εσύ, πρέπει να ζήσω κι εγώ. Δεν είμαι ούτε αρκούδα, ούτε λιοντάρι, ούτε κάνα θηρίο να σκοτώνω ανθρώπους. Αυτός είναι ο κομμουνισμός. Δε ζητάει πολλά πράγματα. Εκείνο που ζητάει είναι ισότητα.



Ερευνητής/τρια
Φλέγκας Αντώνης
Επιμέλεια
Γιώργος Πουλιόπουλος - Σταύρος Βλάχος
Φωτογραφίες
ΓΕΣ
Autoplay
Playing next

Είσαι σίγουρος πως θέλεις να τερματίσεις τον player;

Alt text
Με το που γυάλιζε το μάτι του ήξερα τι θα συμβεί