Γέννημα θρέμμα του Αγκιστρίου

Στο Αγκίστρι του περασμένου αιώνα η Λούλα Πάνου καλλιεργεί ελιές, συκιές κι αμυγδαλιές, μιλά αρβανίτικα με τους παππούδες της, υφαίνει χράμια στον αργαλειό και παντρεύεται τον παιδικό της έρωτα.
Παλιά τ’ Αγκίστρι είχε τρία χωριά, τα Λιμενάρια, τους Μύλους και το Μετόχι. Οι Μύλοι ήτανε μεγάλο χωριό. Το Μετόχι ήτανε βουνό με πεύκα, πηγαίνανε οι κάτοικοι να κρυφτούνε γιατί τους κυνηγάγανε κατόπι πειραταί κι έτσι, γλιτώνανε. Κάνανε σπιτάκια εκείθε, μένανε, μέχρι που ‘ξαλειφτήκανε οι πειρατές.
Εμάς το σόι μας είναι Μετοχιάρηδες, πάππου προς πάππου. Ο παππούς μου νοίκιαζε χωράφια στο νησάκι της Μονής απ’ το κράτος κι ο πατέρας μου χτύπαγε τα πεύκα, πούλαγε το ρετσίνι κι έπαιρνε λεφτά. Και σπέρναμε και θερίζαμε κι αλωνίζαμε... Ποιος να τα ‘κανε; Εμείς οι γυναίκες, οι άντρες χτυπάγανε πεύκα και το χειμώνα πήγαιναν στα λιοτρίβια και βγάζανε λάδια, γεμίζαμε τα κιούπια και περνάγαμε όλο το χρόνο. Είχαμε πολλές ελιές, πολλές συκιές, αμυγδαλιές. Ζούσαμε ωραία. Είχαμε πολλές συκιές, κόβαμε τα σύκα και τα πουλάγαμε στον μανάβη που τα πήγαινε στον Πειραιά. «Σύκα Αγκιστρίου!» «Σύκα Αγκιστρίου!» φωνάζανε, κάτι σύκα τόσα! Πουλάγαμε και τρώγαμε κιόλα και τα κάναμε λιαστά στον ήλιο, τα φουρνίζαμε και τα βάζαμε σ’ ένα μεγάλο κιούπι, τα πατάγαμε κι είχαμε όλο τον χειμώνα σύκα.
Στο Αγκίστρι, οι παππούδες μιλάγανε αρβανίτικα. Κι εμείς τα ξέραμε, αλλά δεν τα μιλάγαμε. Γιατί οι γονείς μας μιλάγανε ελληνικά και δε μας το επιτρέπανε να μιλάγαμε αρβανίτικα, θέλανε να πάμε σχολείο. Πώς θα πάμε σχολείο και θα μιλάμε αρβανίτικα; Αλλά εγώ τά ‘ξερα νεράκι με τη γιαγιά-παππού.
Σχολείο πηγαίναμε στο χωριό, δεν είχαμε στο Μετόχι εμείς. Με κρύο, κρυώναμε-δεν κρυώναμε, με τη βροχή… Όμως πολύ ωραία περνάγαμε, αγόρια και κορίτσια φεύγαμε από το Μετόχι για το σχολείο και πηγαίναμε στον δρόμο τραγουδώντας, γελώντας.
Με τον άντρα μου, τον Μιχάλη, ήμαστε φίλοι από το σχολείο. Ήτανε δυο χρόνια πιο μεγάλος και με διάβαζε αυτός, γιατί η μαμά μου δεν ήξερε γράμματα κι ο μπαμπάς μου ήταν στα πεύκα, δούλευε.
“Από μικρή με ήθελε ο Μιχάλης, από το σχολείο.”
Έλεγαν τα παιδιά: «Εγώ θέλω την τάδε», «εγώ θέλω...» κι έλεγε ο Μιχάλης: «Εγώ θέλω τη Θοδώρα». Κι εγώ έκλαιγα, δεν ήθελα να μου ‘λεγε τέτοια πράγματα, γιατί ντρεπόμουνα. Έκανα και παράπονα στη μάνα μου: «Δε θα πάω στο σχολείο, γιατί μου λέει αυτός ο Μιχάλης του μπάρμπα-Χρήστου ότι θα με πάρει για γυναίκα. Εγώ δε θέλω να παντρευτώ», έλεγα. Πώς θα με πάρει γυναίκα, που δεν ήθελα να παντρευτώ; Και γέλαγε η μάνα μου. «Ε τον κερατούκλη, να μου πειράζει το κορίτσι! Θα πάω να του κάνω παρατήρηση».
Ήμουνα καλή μαθήτρια, αλλά δε μ’ αφήσανε να βγάλω το Δημοτικό, γιατί η μητέρα μου περιποιότανε τους γέρους κι όταν γέννησε τον Σώζο, το τελευταίο παιδί, με βγάλανε από την Πέμπτη για να κρατήσω το παιδί. Εγώ ήμουνα η πρώτη από τα παιδιά, είχα γεννηθεί το ‘26.
Μετά ασχολιόμουνα με τα χτήματα και με τον αργαλειό. Δούλευα τον αργαλειό κι έκανα τα προικιά μου. Και μόνο τα προικιά; Έκανα και στην οικογένεια ό,τι θέλανε από του αργαλειού. Έκανα υφάδι, τα χράμια, τις βελέντζες, έκανα και μικρά πράματα... Φοράγανε οι γυναίκες φούστες εκείνα τα χρόνια, με ωραίες, κεντημένες μπουντούρες κάτω και τα κάναμε στον αργαλειό. Κάναμε ωραία χράμια με διάφορα σκέδια και τα περνάγαμε από τα μιτάρια, αλλά δεν τα ξέρανε όλες στο χωριό, γιατί ήτανε πολύ δύσκολα. Μόνο εγώ ήμουν που τα πέρναγα κι η θεία μου. Για να κάνεις ωραία σκέδια στο υφάδι χρειάζεται να περάσεις τα μιτάρια και πρέπει να το ‘χεις το μυαλό δεκατέσσερα!
Μεγαλώσαμε κι ο Μιχάλης πάντα με ήθελε, ακόμα με ήθελε. Κι εγώ φοβόμουνα, κρυβόμουνα, γιατί βγάζανε λόγια στο Αγκίστρι. Αυτός ήθελε πάντα να με δει, πάντα έκανε προσπάθεια να με δει κι εγώ κρυβόμουνα για να μη με δει κανένας, να μου βγάλει λόγια. Με ήθελαν κι άλλα παιδιά εμένανε. Ήμουν καλό κορίτσι και νόστιμη, με θέλανε κι άλλοι δύο. Δεν τους ήθελα όμως εγώ. Μόνο τον Μιχάλη ήθελα, κι ας μην το ‘λεγα.
Πήγε είκοσι τεσσάρων χρονών αυτός κι είκοσι δύο εγώ, για να έρθει να με ζητήσει. Ήτανε Κυριακή κι ήτανε Απόκριες, θυμάμαι, που ήρθε και μ’ αρρεβώνιασε.
Τα προικιά τα παίρνουνε μια βδομάδα πριν τον γάμο. Έρχονται οι συμπέθεροι του γαμπρού και τα παίρνουν και τα πάνε εκεί που θα γίνει ο γάμος και κάνουνε τον «γιούκο» απάνω. Παραμονή του γάμου, καλάνε όλους τους συγγενείς και τρώνε το πρώτο τραπέζι. Θα φάνε, θα πιούνε, θα χορέψουνε με βιολιά, θα γλεντήσουνε κι έρχεται η ώρα που θα πάνε να πάρουνε τη νύφη.
Παντρεύτηκα στο σπίτι, με στεφάνωσε ο παπάς στο σπίτι μας με όλους τους συμπεθέρους. Κουμπάροι ήταν ο νουνός μου με τη νουνά μου κι ο νουνός του με τη νουνά του. Μας στεφανώσανε κι οι δύο, βάλανε ο ένας τα δαχτυλίδια κι ο άλλος τα στέφανα. Ωραία περάσαμε, κάναμε τρεις μέρες γάμο με βιολιά και χορούς.
Στις γιορτές θα ερχότανε όλο το Μετόχι να μας κάνει επίσκεψη. Πίνανε κρασί, τρώγανε μεζέδες κι αρχινάγανε μετά το γλέντι. Είχανε γραμμόφωνα όλα τα σπίτια και βάζανε τα γραμμόφωνα και χορεύανε. Το καλοκαίρι βγαίνανε έξω στις αυλές, τον χειμώνα μέσα. Ήτανε ο κόσμος πιο λίγος και πιο αγαπημένοι.
Όταν κοιμάμαι και μου φεύγει ο ύπνος, θυμάμαι όλα τα παλιά. Όλα, που ήμουνα ακόμα μικρό κορίτσι. Τα θυμάμαι όλα, μου ‘ρχονται στο μυαλό και ξημερώνω έτσι. Γιατί μ’ αρέσει που τα θυμάμαι, μ’ αρέσει.

