Χωρίς χαρτιά στον Καναδά

Οι περιπέτειες ενός νεαρού ναυτικού από τη στιγμή που αποφάσισε να το σκάσει από το καράβι και να κατέβει παράνομα στον Καναδά.
Το 1962 είχα μόλις απολυθεί από φαντάρος κι είχα φύγει από το Μελανό, το χωριό μου, φτωχός, χωρίς τίποτα. Αποφάσισα να μπαρκάρω. Πήγα στο Λίβερπουλ, εκεί φορτώσαμε σε ένα καράβι λαμαρίνες και ξεκινήσαμε για τον Καναδά.
Όταν φτάσαμε στον Καναδά, ήταν χειμώνας, βαρύς. Κατεβαίνω από το πλοίο, βρίσκω έναν συγχωριανό Μελανιώτη που ήταν εκεί και του λέω: «Κουμπάρε, θα μείνω έξω. Θα βγω από το καράβι και θα μείνω εδώ». Μου λέει: «Κοίταξε να δεις, εδώ κάνει κρύο πολύ. Κρύο, χιόνι… Αλλά άμα θες να μείνεις, δικαίωμά σου να μείνεις».
“Έφυγα λοιπόν από το καράβι σκαστός, λαθραίος.”
Ξεκίνησα και δούλευα παράνομα. Το πρωί δούλευα part time σε έναν Έλληνα από τη Σπάρτη και τη νύχτα σε έναν Εβραίο. Για δύο χρόνια έπλενα όλη μέρα και νύχτα πιάτα, ποτήρια και πιρούνια. Ήταν πολύ σκληρή δουλειά και στην αρχή, υπέφερα πολύ. Άλλος αν ήταν στη θέση μου, δε θα άντεχε.
Ο πατέρας μου τα δύο πρώτα χρόνια δεν ήξερε πού βρισκόμουν. Δεν έστελνα γράμματα, γιατί φοβόμουν μήπως ελέγχουν τα γράμματα κι έρθουν να με πιάσουν. Κι όμως, μια μέρα, κάποιος με πρόδωσε. Την ώρα που δούλευα στον Σπαρτιάτη, ήρθε το Immigration, το Αλλοδαπών, να με συλλάβουν. Μου λένε: «Έχεις διαβατήριο;» «Έχω!» «Πας να το φέρεις;» Κι ενώ του είπα ότι θα πάω να το φέρω, εξαφανίστηκα, ούτε που ξαναγύρισα.
Από εκείνη τη στιγμή, φοβήθηκα πολύ κι άλλαξα διεύθυνση. Μετακόμισα σε μέρος που ήταν όλοι ξένοι και δούλευα ως διανομέας, έδινα παραγγελίες, και σε ένα εστιατόριο. Στην αρχή δυσκολεύτηκα πολύ με τη γλώσσα γιατί δεν ήξερα αγγλικά. Μια φορά, όταν δούλευα στο εστιατόριο, με έστειλε ένας να πάω να πάρω σκόρδο και το σκόρδο στα αγγλικά λέγεται garlic. Κι αφού δεν ήξερα εγώ τότε πως λέγεται το σκόρδο, πήγα στο μπακάλικο του λέω: «Can Ι have a sister onion?»
Το 1967, γνώρισα στο εστιατόριο ένα παιδί και μου λέει: «Τι δουλειά έκανες στην Ελλάδα, πριν πας στα καράβια;» Του είπα ότι δούλευα μπογιατζής. Και τότε μου λέει: «Ρε βλάκα, γιατί πας και πλένεις πιάτα και παίρνεις λίγα λεφτά και δεν πας να δουλέψεις στις μπογιές;»
Για να δουλέψεις όμως στην οικοδομή τότε στον Καναδά, έπρεπε να έχεις μια ειδική κάρτα την οποία δεν είχα, ήμουν παράνομος. Με έστειλε λοιπόν αυτός να βρω έναν Ούγγρο που ήταν κάτω από την εκκλησία της Αγίας Τριάδας, για να μου βγάλει την κάρτα του μπογιατζή. Όταν πήγα να βρω τον Ούγγρο, εκείνος μου ζήτησε διαβατήριο, που φυσικά δεν είχα. Είχα όμως το απολυτήριο στρατού και του έδωσα αυτό, μαζί με ένα πενηντάρικο. Μου την έβγαλε την άδεια κι έπιασα δουλειά ως μπογιατζής.
Από τότε, δούλευα στις μπογιές. Βάφαμε γραφεία κι έπρεπε να πιάσουμε δουλειά βράδυ, να δουλεύουμε όλη νύχτα για να βάψουμε το γραφείο, την επόμενη μέρα να καθαρίσουμε το πάτωμα να το κάνουμε γουλί κάτω, να μην έχει βρωμιά, σκόνη, να βάλουμε τα γραφεία στη θέση τους και να πάμε στο σπίτι και να συνεχίσουμε πάλι την επόμενη μέρα. Πήγα όμως πολύ καλά. Όταν ξεκίνησα τη δουλειά, πληρωνόμουν αρχικά ενάμισι δολάριο την ώρα και κατέληξα να παίρνω δεκαοχτώ δολάρια την ώρα! Ο Καναδάς είναι μια φιλόξενη χώρα, αλλά πρέπει να δουλέψεις.
Το 1987 παντρεύτηκα κι έκανα και το πρώτο μου παιδί, τον Μανώλη. Αποφάσισα τότε να πάω να βγάλω νόμιμα χαρτιά. Παρουσιάστηκα εκεί πέρα στο Immigration κι είχα και τον Μανώλη μαζί, μικρό, μωρό. Εκεί μου λένε ότι δεν μπορώ να πάρω την άδεια μόνιμου κάτοικου, γιατί ο αριθμός ασφάλισής μου ήταν σε άλλο όνομα και δεν τον αναγνωρίζανε. Ήταν ένας με ένα καπέλο εκεί, ένας security και μου λέει: “From were are you jumping? From the door or from the window?”, από πού θα πηδήξεις; Από την πόρτα ή από το παράθυρο; Του λέω: “From the window”, από το παράθυρο.
Τελικά, με βοήθησε το τότε αφεντικό μου, ένας Γάλλος. “Let’s go to the Union”, πάμε στο σωματείο, μου λέει. Εκεί μου έδωσαν κάποια χαρτιά, την κάρτα μαστόρου, και τα κατάφερα. Μετά από πέντε χρόνια, πήρα και την υπηκοότητα κι έγινα Καναδός πολίτης.
Έτσι έληξε η περιπέτειά μου ως λαθραίος. Δε θα ξεχάσω εκείνα τα χρόνια που ήμουν λαθραίος, υπέφερα πολύ. Φοβόμουν συνέχεια μη με προδώσει κανένας.
Έμεινα πολλά χρόνια στον Καναδά, γύρισα στην Ελλάδα όταν πήρα σύνταξη. Είμαι πολύ χαρούμενος που έμεινα σε αυτή τη χώρα. Είναι κοινωνικό κράτος, οργανωμένο, κι έχει καλή ιατρική περίθαλψη. Κάνει βέβαια κρύο πολύ, πολύ κρύο το χειμώνα, υπό το μηδέν. Όταν χιονίζει και ρίξει βροχή παγώνουν τα πάντα, γλιστράς στα πεζοδρόμια… είχα πέσει εγώ πολλές φορές από τα πεζοδρόμια. Αν δεν έκανε κρύο, δεν έφευγα ποτέ από κει. Σαν τον Καναδά δε θα ξανασυναντήσω άλλο κράτος, believe me!